20240430

Οι άγριοι

   Οι άγριοι ετοιμάζονται να πλεύσουν νότια. Οι άγριοι θα τραφούν με καρυδάκια μίας κυρίας Άννας, γεμάτα καραμέλα και σοκολάτα, προσπαθώντας να ξεχάσουν. Τα καρυδάκια κανείς δεν ξέρει αν έχουν δηλητήριο. Όλα είναι ένα ρίσκο. Ή τρέφεσαι ή πεθαίνεις. 

 Οι άγριοι δραπετεύουν συχνά στην ονειροχωρά. Εκεί μπορούν να αφήνουν στο έδαφος όλα τους τα ρούχα και τα όπλα και τα φορτώνονται ξανά, λίγο πριν επιστρέψουν. Τα λουλούδια που φύτρωσαν πάνω στην αρματωσιά τους, μόλις γυρίσουν να μασκαρευτούν, τα καίνε να μην τους προδώσουν.  

 Οι άγριοι έχουν γύρω τους μουσική. Βιόλες, βιολιά, τσέλα, κοντραμπάσα. Ματζόρια παίζουν όλα κι είναι τόσο περίεργο πως κάτι χαρούμενο μπορεί να μην καταφέρνει να κρύψει την αγριάδα τους και κάτι άλλο που να προσδιορίσω δεν μπορώ. 

 Οι άγριοι έχασαν τα χρώματα τους. Η εικόνα τους είναι ασπρόμαυρη και υπάρχουν λίγες κόκκινες λεπτομέρειες πάνω τους, γύρω τους. Πειρατές δεν είναι, αλλά είναι, μουσικοί δεν είναι, αλλά είναι. Παραμυθάδες δεν είναι, αλλά είναι. Φαίνεται να έχουν μυαλό, αλλά μυαλό δεν έχουν κι αν φαίνεται πως δεν έχουν μυαλό, μυαλό σίγουρα έχουν. 

 Οι άγριοι... Οι άγριοι ναι, αυτό ήθελα να πω, χρειάζονται αέρα, νερό, τροφή, ύπνο. Αυτά είναι που φέρνουν πίσω τους άγριους από τα όνειρα. Το κυνήγι. Οι άγριοι μπορούν να ζήσουν γυμνοί, δίχως καταφύγιο κι έρωτα. Αλλά μιας και είναι βασικές φυσιολογικές ανάγκες, τα «ρούχα», η ασφάλεια κι ο πόθος, οι άγριοι ταξιδεύουν ξανά προς την ονειροχωρά γιατί εκεί άκουσαν πως έχουν αυτά κρυφτεί. 

 Τι μπέρδεμα κι αυτό... Ιστορίες για αγρίους. Ανυπότακτους, έντονους, δύσκολους, σκληρούς. Ιστορίες που θα ήθελα να είναι παραμύθια, αλλά είναι;  

Υ.Γ. Suite in G major, RCT 6: No. 14, Les sauvages- Arr. for solo cello - Nouvelles suites de pieces de clavecin




20240406

Στις επόμενες μέρες

Να θυμηθώ: 

1. να πετάξω ζάχαρη στη θάλασσα να φύγει η αλμύρα

2. να πετάω σπίρτα αναμμένα στη φωτιά, ένα ένα, για να την φουντώσω κι έπειτα κουταλιά κουταλιά να της πετάω νερό για να τη σβήσω

3. να μετρήσω τ' αστέρια 

4. να σκουπίσω έναν δρόμο από τα φύλλα τα πεσμένα, ή την άμμο σε μία αμμουδιά

5. α... έπειτα στην ίδια αμμουδιά να φτιάχνω ζωγραφιές να μου τις σβήνεις το κύμα 

6. να ανοίξω έναν φακό να πάω βόλτα μία μέρα με ήλιο

7. ν΄αδειάσω με έναν κουβά τον ποταμό

8. να οργανώσω τις σκέψεις μου 

9. σε μία συναυλία εγώ να κάνω «σσσσσ»

10. να μετρήσω τους κόκκους άμμου μίας ερήμου 

11. να πιάσω το φεγγάρι, τη σκιά, τον καπνό με τα χέρια μου

12. να ψάχνω μία βελόνα, εσένα, την αλήθεια μέσα στο πλήθος 

13. να προσπαθήσω να πετάξω πέτρες στα σύννεφα να τα διαλύσω

14. σε ένα ρολόι να φωνάζω «σταμάτα» 

15. να διαβάσω ένα βιβλίο με μάτια κλειστά 

16. να στείλω μήνυμα μ' ένα μπουκάλι που θα το πετάξω στον ωκεανό, χωρίς καπάκι 

17. να φωνάζω «άναψε» σε ένα σβησμένο κερί

18. να τρέχω στο ίδιο σημείο 

19. σε μία κλειδωμένη πόρτα να φωνάζω «άνοιξε»

20. να λύσω ένα παζλ που λείπουν τα κομμάτια του

20240405

Le début du bonheur

  Τον Σοπενχάουερ τον γνώρισα κατά την ενηλικίωση μου. Συχνά, όταν γνωρίζω κάποιον, κάτι, προσπαθώ να πιάσω σήμα και πιάνω. Όχι με το στανιό, συμβαίνει. Συμβαίνει ίσως επειδή ξέρω που να βρω αρμονία με κάτι που μου μοιάζει ή πνευματική ανησυχία σε πράγματα και ανθρώπους που δεν μου μοιάζουν αλλά, η στάση τους και η καλοσύνη τους εμπνέουν σεβασμό. 

 Τον Άρτουρ λοιπόν, θυμάμαι καλά να μου τα λέει στα περισσότερα και να τον βάζω κάπως στο τιμόνι. Δέκα χρόνια μετά πιάνω ένα άλλο παιδί του Άρτουρ που προσπαθεί να αγγίξει την ευτυχία και με πιάνω να σκέφτομαι: Ώπα ρε άνθρωπε, όχι κι έτσι, όχι τόσο πνιγηρά, όχι τέτοιος συμβιβασμός, τέτοια παραίτηση, τάχα για την ευτυχία...

 Έβαλα έτσι να δω «τ' απομεινάρια μίας μέρας» και σκέφτηκα: Όχι, όχι είστε χαζοί... τι κάνετε; Γιατί τέτοιο πνίξιμο; Γιατί τέτοιος συμβιβασμός, τέτοια παραίτηση; Μιλήστε... Μην πεθάνετε σιωπηλά και τάχα ευτυχισμένοι...

 Πήγα κι βρήκα μετά «την τέχνη του πολέμου» και τον «ηγεμόνα» μήπως μπορέσω να τα κάνω όντως δικά μου. Χωρίς να ξέρω αν επιθυμώ πραγματικά κάτι τέτοιο, αλλά για να ξορκίσω άγαρμπα ή μεθοδικά την παραίτησή τους, τον συμβιβασμό τους, τον φόβο τους. Δεν τα έχω αγγίξει ακόμα, οπότε δεν ξέρω πολλά να σας πω. Ακόμα... 

 Άγγιξα όμως τον Ρουμί και δεν με άγγιξε, ακόμα, καθόλου εκείνος. Διάβαζα και διάβαζα και προσπαθούσα να καταλάβω ως προς τι όλο αυτό το χαϊπ ξαφνικά σαν γρίπη. Κατάλαβα τι αγόρασαν, μα διάβαζα και διάβαζα και σκέφτηκα: Κάπου ώπα βρε Τζελαλαντίν μου, φτάνει πια με αυτή τη μίρλα και τον θεό. Φτάνει πια με την «αγάπη» όταν δεν μπορείς να μου πεις τι είναι «η αγάπη». Ίσως να ήταν κακή η μετάφραση, δεν ξέρω... και να σκεφτείς ότι έφτασα σε εκείνον επειδή διάβασα κάπου ότι γνώρισε έναν περίεργο τύπο τον Σαμς και έξυσαν ο ένας το μυαλό του άλλου σε μία πνευματική περιπέτεια ζωής. Το θαύμασα αυτό και λέω: να δικός μου ο τρελάρας, ξέρει για την ευτυχία. Χασταγκ νοτ.

 Τέλος πάντων, μέσα σε όλη αυτή την ταραχή που με ποιον να την συζητήσω και ποιος θα με καταλάβει, βρήκα τον έρωτα στην «ασκητική». Τότε που έβαζα τον Σοπενχάουερ στο τιμόνι, τρεις φίλοι μου, επέμεναν ξανά και ξανά «διάβασε την ασκητική». Από πείσμα το άργησα, μα να που κατάλαβα τι είχατε δει... Κι ερωτεύτηκα έτσι ξανά. Την πρώτη φορά με την πρώτη ματιά, εκεί στα ψηλά, παιδί πολύ, να κοιτώ μαγεμένη το «δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος». Το 'βαλα στο τιμόνι κι ας μην ήξερα τη ρίζα. Αυτή τη φορά, βαθιά, καθάρια, συνειδητά, λίγες μέρες πριν, μία καθαρά Δευτέρα που δεν φύσηξε ποτέ, φύσηξε μέσα μου δροσούλα καυτή. Τους παράτησα όλους κι ανάμεσα σε κάτι λουλούδια και χορτάρια, πάλι στα ψηλά, τους φώναξα σε κάποια στιγμή: Μα γιατί άργησα τόσο να συναντήσω την ψυχή μου; Σαν ένα κομμάτι παζλ που βρήκες επιτέλους από που έλειπε και συμπληρώθηκε η μεγάλη εικόνα. Την βρήκα τη ρίζα επιτέλους!

 Θα σκεφτείς τώρα εσύ πως δε θα έπρεπε να τολμώ να μιλώ για τον Ρουμί και για τον Άρτουρ. Τέτοιο θράσος πια; Το σκέφτομαι κι εγώ μωρέ μια στο τόσο, τάχα θα με κράζει κι έμενα κάποια Ελενίτσα, αιώνες μετά, ή θα θέλει να με διαβάσει ξανά και δεύτερη και τρίτη φορά κάποιος να δει μην άλλαξαν τα μέσα του και δεν ταιριάζουν οι ανάσες μας ακόμα; Μετά αφήνω λίγο τις παράλογες σκέψεις και τρέχω με τον λογισμό μου εκεί στα ψηλά... Αφορισμένη, απαλλαγμένη κι αδιάκοπα ερωτευμένη, χωρίς φόβους, χωρίς ελπίδες, λέφτερη. 

20240404

Ώρες κοινής ανησυχίας

  Όχι δεν έχει αλλάξει κάτι. Την κρατώ την σιωπή μου. Βέβαια, την έκανα λίγο εικόνα. Για να καταφέρω να κάνω αυτή την εικόνα, να της δώσω ζωή, με πίστεψαν δεκάξι αληθινοί και κάμποσοι φανταστικοί χαρακτήρες. Πόσα λίγα θα ήταν τα όποια λόγια κι αν χρησιμοποιούσα για να τους πω πόσο τους ευχαριστώ... Κάποιοι ξένοι και κάποιοι τόσο φίλοι που νιώθω ότι κάποιες φορές ξέρουν καλύτερα από εμένα τι και πως σκέφτομαι. Μεγάλη τύχη να βρίσκεις στη ζωή σου ανθρώπους που μπορείς μαζί τους να επικοινωνήσεις, να γίνεις κατανοητός και να έχεις κοινό όραμα. 

 Ένας από αυτούς τους ανθρώπους, ο ήχος μου, πήγε ένα βήμα παρακάτω την σκέψη μου και τη δύναμή μου. Ύστερα από μία κουβέντα που είχαμε, εμπνεύστηκε και έγραψε ένα μουσικό κομμάτι. Το ονόμασε «να έχεις να γράφεις» και μου το χάρισε. Να το ακούω, όποτε το χρειάζομαι. Όποτε νιώθω ότι χρειάζομαι μία κλωτσιά να γράψω κάτι ακόμα, όποτε νιώθω ότι χρειάζομαι ένα απάγκιο να ταϊσω μέσα εκεί τους ανέμους μου. Χάρηκε γιατί οι φίλοι του τραγουδιστές του είπαν πως είναι η καλύτερη μουσική που έχει γράψει και πως θα ήθελαν πολύ να τη γεμίσουν λόγια. Τους αρνήθηκε γιατί αυτή ήταν η μουσική μου. Κάποιες μέρες μετά είχε την σκέψη να του γράψω εγώ τα λόγια και να είναι αυτός το στόμα. Ό,τι νιώσω. Οι σκέψεις που έχει στο μυαλό του είναι πως κάποιοι άνθρωποι είναι αρκετά δημιουργικοί και δεν μπορούν να το εκφράσουν λόγω συνθηκών. Θα ήθελε να δώσει μία ώθηση σε όποιον θέλει και δεν βρίσκει τα λόγια, τη δύναμη ή την ευκαιρία. Να αποτυπώσει την αλήθεια αυτής της κατάστασης και να βγάλει κάποιον από την μαύρη τρύπα, να κάνει αυτό που θέλει, να νιώσει ελεύθερος. Από μία φάση που μπορεί να περνάει, να φτάσει στην δημιουργία κι έτσι να ελευθερωθεί. Πως μπορώ για όλα τα παραπάνω να μην είμαι ευτυχισμένη; 

 Ε και εκεί κάπου είναι που ξυπνάω. Λίγο, σιγά σιγά, τεντώνομαι μαζί με την άνοιξη σαν λουλούδι μόλις βγει ο ήλιος. Μετά μαζεύομαι γιατί είναι πολλή η φασαρία, τα μαχαίρια κι ο φόβος που κυκλοφορεί, δεν είναι μακριά ένα γράμμα πίσω και θα είδατε, πως δεν υπάρχει πάντα σωτηρία. Μαζεύομαι σαν λουλούδι μόλις απλωθεί η νύχτα. Μα μετά βάζω ξανά το κομμάτι στα αυτιά μου, βλέπω τις εικόνες μου και την εικόνα που θέλω τα παιδιά μου να γνωρίσουν, να θυμούνται. Βλέπω πως κάτι θα μείνει, ήχος, εικόνα, γραμματάκια, κάτι θα αφήσω και πως ίσως, ίσως τελικά κάπου φτάσει, κάτι θ' αγγίξει. Ίσως τελικά, φαίνεται πως κάποιος ακούει, κάποιος θα πάρει το λίγο μου και θα το κάνει πολύ, θα το κάνει κάτι άλλο, θα ταξιδέψει σαν κύμα και θα φτιάξει θάλασσες. Κι αν δεν γίνει ωκεανός, τι σημασία έχει, αφού μερικές σταγόνες αρκούν να ξαλαφρώσει ο άνθρωπος. Κι αν δεν είμαστε στα ίδια καράβια, τι σημασία έχει αφού πλέουμε στα ίδια νερά.

 Από την άλλη, η εικόνα μου, όταν ήμασταν πιο παιδιά, καμία δεκαριά χρόνια πίσω, πάνω σε ένα μηχανάκι στον Πειραιά μου είχε πει πως μαζί θα τις φτιάξουμε τις ταινίες και κοίτα... τον κράτησε τον λόγο του! Υπάρχουν κι αυτοί τελικά που οι πράξεις και τα λόγια τους είναι καλοί φίλοι. 

 Το κορίτσι στο κέντρο... Το κορίτσι που κάποτε άφηνα στον πάγκο. Της το χρωστούσα, μα πιο πολύ από τα χρωστούμενα στο μυαλό μου, της άξιζε. Τα δύο μυαλά έξω από το μυαλό μου που το κρατούσαν συγκροτημένο. Οι φωνές και οι φιγούρες... Οι φανταστικοί χαρακτήρες που έχω κρύψει τα άλλα μου εγώ. Το πεντάχρονο και το τρίχρονο. Αυτοί... Μία χούφτα ημίτρελες σταγόνες, ποτάμια, καταρράκτες, ωκεανοί. 

 Σε άλλα νέα, εγώ ήθελα άλλα να πω σήμερα. Ήθελα να πω για την αναστάτωση που μου προκάλεσε ο Σοπενχάουερ, τ' απομεινάρια μίας μέρας και κάτι άλλο που τώρα μου διαφεύγει. Έβαλα μέρος των γραπτών μου σε ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης να κάνει μία ανάλυση τους και κατέληξε στο ότι το ύφος και το περιεχόμενο είναι σπουδαίο, αλλά, (πάντα θα υπάρχει λες ένα αλλά;) θα μπορούσα ίσως να μη χοροπηδάω έτσι από το ένα θέμα στο άλλο για να είναι πιο εύκολη και ξεκάθαρη η πληροφορία που θέλω να σας δώκω. Σκέφτηκα έτσι να τα σπάσω σε τμήματα, να μην τα λέω όλα μονομιάς. Άντε τώρα. Μαζεύω, μαζεύω κι έπειτα περιμένω με τακτ να σκάσω. Στα αρχίδια μου(που είναι τεράστια), θα σκάω πιο συχνά, πιο διακριτικά. 

 Μα έπειτα, είναι και που δεν το ένιωσα να θέλει να βγει από μέσα μου ουρλιάζοντας. Δεν ξέρω αν έχει υπάρξει ξανά από τότε που ξεκίνησα αυτό το μπλογκ τόσο μεγάλο διάστημα σιωπής. Αυτό όμως ήταν στ' αλήθεια μεγάλο γιατί ήταν καθολικό. Δηλαδή και τώρα δεν ουρλιάζει, απλά έπεσα σε μία τρύπα στον χωροχρόνο. Έπεσα, δεν την δημιούργησα. Να σου πω κάτι. Θα το κλείσω εδώ. Έχω μία ιδέα γιατί συμβαίνει, αλλά επιμένω, να προσποιούμαι πως το αγνοώ. Όχι, δεν έχεις αλλάξει κάτι, την κρατάω την σιωπή μου. Αλλά πέρα από τις σιωπές, δε θα μπορούσε στην ιστορία να μην γίνει μία αναφορά σε όλα τα παραπάνω. Δε θα μπορούσα να μην κάνω μία αναφορά επίσης στον προπονητή της μικρής που μία μέρα που ήταν θλιμμένη το παρατήρησε, το ένιωσε, τον ένοιαξε, πήγε και της μίλησε, ήρθε και με βρήκε. Πόσο ωραίος θα ήταν ο κόσμος λοιπόν -και τώρα όντως θα το κλείσω-, αν υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι που νιώθουν, που νοιάζονται, που δε διστάζουν να δηλώσουν το παρόν, που εμπνέονται, που η στάση τους εμπνέει, που χαρίζουν γαλήνη και ασφάλεια μόνο επειδή ξέρεις ότι υπάρχουν. Συχνά λοιπόν είναι αρκετό να υπάρχεις, απλά να υπάρχεις. Όπως είσαι, αυτό που είσαι, να μην κρύβεσαι, γιατί δεν πάει ο νους σου πόσο καλό μπορείς να κάνεις...

Υ.Γ. Λες το Τάκης να προέκυψε τελικά από το φαντασματάκης;

Υ.Υ.Γ. Ρε λες να μεγαλώσω ποτέ τελικά, να ντραπώ και να σταματήσω να είμαι τόσο αλλόκοτα ρομαντικιά;

20240124

Απ' όλους τους τίτλους που θα μπορούσα να βάλω, επιλέγω το δικαίωμα στη σιωπή.

 Θυμάσαι την Έλλη; Την 'Εσθερ; Το Μέλι; Τον κροκόδειλο; Θυμάσαι τα ελάφια και το φεγγάρι που λέει ψέματα; Τον Ρόλι Τόμι Τζόουνς; Τον Κρόκο; Εκείνη; Το φάντασμα; Το γλυκό του κουταλιού; Τη λάμπα; Τον βασιλιά και την θάλασσα; Τον καπνό; Τη σπείρα; Τη Σολεδάδ και την Μαντρουγάδα; Ποιος είναι ποιος; Κατάλαβες ποτέ; Κατάλαβα;
 Θυμάσαι που είναι πολύ μπερδεμένο κι αυτό το σύμπαν σαν και το δικό μας, μα και πολύ ξεκάθαρο; Θυμάσαι που πάντα προσπαθούν να ξεφύγουν και πάντα μένουν εκεί; Θυμάσαι για την αφήγηση με κλειδιά; Τους γρίφους; Τα παζλ; Το κυνήγι θησαυρών; Τα παραμύθια; 
 Θυμάσαι τη σημαντικότητα του ρυθμού; Της μουσικής, των χρωμάτων; Του χάους και της αλλόκοτης τακτοποίησης; Των μπαλονιών; Των γραπτών και των σιωπών; Της διαχρονικότητας και της μίας ανάσας;
 Θυμάσαι πως πάντα θα έχεις το δικαίωμα της σιωπής; Θυμάσαι που όταν ουρλιάζεις, πάλι κανένας δε σε ακούει... Όταν χορεύεις κανείς δε βλέπει την ομορφιά σου; Κανείς μοιάζει να μη νιώθει. Θυμάσαι πως μερικές φορές όταν φοράς τα γυαλιά σου, είτε του ηλίου, είτε τα οράσεως, ο κόσμος λίγο γίνεται πιο σαφής; Βάλε τα γυαλιά σου να δω κάτι. Τους είδες καλά αυτούς; Γελάω... Ένας γελοίος κόσμος που απαιτεί τάχα διαύγεια για να σε αγκαλιάσει, να σε αποδεχτεί η σαθρότητα και τα ψέματά του... Τι λες; Θες να πας ,κοντά τους, θες να ταιριάξεις; Πάμε μαζί μία βόλτα; Βγάλε ξανά τα γυαλιά σου λοιπόν, μεθυσμένα από το φως και κάπως μπερδεμένα τα μάτια σου, βλέπουν καθαρότερα τελικά. Βάζε τα γυαλιά για να θυμάσαι, βγάζε τα, μπας και ξεχνάς. Μάσκα να μη μου φορέσεις μόνο κι ας ουρλιάζει η σιωπή σου. Σε ακούω. 
 Θυμάσαι γιατί ξεκίνησες να διαβάζεις αυτό που σου γράφω; Θυμάσαι εαυτέ μου γιατί ξεκίνησες να φλυαρείς τέτοια ώρα; Ποιο βάσανο δε σε αφήνει να κοιμηθείς; Σταμάτα. Πως θα τρέξει άλλη μία μέρα με τόσα πολλά που κουβαλάμε; Πως τάχα ξαλαφρώνεις; Πως φεύγεις από τις φυλακές που μόνος σου έχτισες και τις εξυμνείς από φόβο... Και όχι φυλακή δεν είναι ούτε η Μαντρουγάδα, ούτε η Σολεδάδ. Καταλαβαίνεις σε ποια γλώσσα σου μιλάω;
 Πες μου, δείξε μου, ζωγράφισέ το μου, χόρεψέ το, τραγούδησέ το μου. Άσε με να μπορώ να χρησιμοποιήσω όλες μου τις αισθήσεις να δω πως μυρίζει η δροσιά, πως ακούγεται η γλύκα και ποια είναι η εικόνα της μουσικής. Βοήθησέ με να γευτώ την ηρεμία. Ακούω τη σιωπή σου, αλλά διψάω για την φωνή σου.
 Έφτασες ως εδώ. Μία νέα μέρα ξημερώνει. Μία μέρα. Μία μέρα χαράς για τα όσα είσαι, για ό,τι είσαι και συνάμα μία μέρα ντροπής για τα όσα είσαι, για ό,τι είσαι.
 Δεν πειράζει... Κουβαλάω άλλωστε δύο τέρατα μέσα μου. Δύο καρδιές. Μία κυνική και μία ρομαντική. Παλεύουν ξέρεις... Θα λέω τάχα με καμάρι πως κερδίζει η πρώτη για ν'αντέχω να ταιριάζω που και που, μα θα πεθαίνω κάθε μέρα προτού σβήσω αληθινά, ελπίζοντας να την φάει η δεύτερη... Κι εσύ; Το παραμύθι αυτό, που το τέρας του ρομαντισμού, έκαψε τα ρούχα του κυνισμού και γυμνά όπως 'μείναν τα δύο τους φτιαγμένα τελικά από την ίδια δίψα, φέραν στον κόσμο την αγάπη
 Πειράζει; Τι πειράζει που κι αν καταλαβαίνουμε όλες τις γλώσσες του κόσμου πια, μας μπερδεύουνε τα σημεία στίξης; Λες επιτήδες να είναι όλα διττά, λες να είναι δειλά; Τι πειράζει που για λίγη σιγουριά άλλωστε καταπίνουμε, θαυμάζουμε κι απορούμε σε λάθος στιγμές. Όπου μας βολεύει! ό,τι είναι πιο εύκολο, Τι πειράζει να σωπαίνουμε και να φρενάρουμε όπου μας είπαν πως πρέπει; Κι ας υπήρχε τελικά κι άλλος δρόμος... Κι ας ήταν όλες οι πόρτες στις φυλακές μας ορθάνοιχτες. Κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε κι ας μιλάμε την ίδια γλώσσα. Δεν αναπνέουμε την ίδια στίξη όμως. Βάζουμε τα γυαλιά μας και παρακολουθούμε καθαρά να κατασπαράζει η μία μας καρδιά την άλλη. Κι έτσι ξημέρωνει... 

20231227

Καλειδοσκόπιο

 Δύο φορές ξεκίνησα να γραφώ και σταμάτησα. Μία για τα μινοράκια του Νοέμβρη και μία για το αν είναι πιο δυνατή η κραυγή ή σιωπή. Δε θα ήθελα να φύγει έτσι ο χρόνος όμως... Χάθηκε ο Νοέμβρης κι ας μην ήταν τόσο αδιάφορος για να χαθεί. Δεν ξέρω που να πρωτοσταθώ. Θα ήθελα να σου τα πω όλα, ακριβώς όταν συμβαίνουν, όπως συμβαίνουν, με πολύ ενθουσιασμό, πολλά «και», πολλά «επίσης», πολύ δράμα κι ίσως -και λυπάμαι γι' αυτό- πολύ κλάμα. 
 Έκλεισα την προηγούμενη φορά με μία ειδοποίηση πως η μπαταρία μου εξαντλείται. Αχ και να 'ξερα ότι η προειδοποίηση ήταν για εμένα και όχι για τον υπολογιστή μου τελικά. Οι μέρες και οι νύχτες που ακολούθησαν ήταν γεμάτες ζόρι. Χρησιμοποίησα ως δικαιολογία κάτι χάπια που έπαιρνα για την ακμή, η οποία στα 32 αποφάσισε να με επισκεφθεί ξανά σα να είμαι 16. Οι δικαιολογίες μου όμως στερεύουν. Συμφώνησα άτυπα με τον εαυτό μου για αρχή, να σταματήσω να κρύβω, να σκεπάζω και να ωραιοποιώ οτιδήποτε δε σώζεται, ίσως... Γρατζουνάει πολύ αυτό. Με παρηγορεί όμως, κάπως, η ιδέα του ταξιδιού κι ας είναι άγνωστος ο προορισμός κι ας μην υπάρχει στ' αλήθεια τελικά κάποιος προορισμός... Η σκέψη της πλεύσης, της κίνησης, της όμορφης θάλασσας, είναι ανάσα. Στα Ιαπωνικά «ούμι» λένε την όμορφη θάλασσα ξέρεις! 
 Πήρα από νωρίς αυτή τη χρονιά, την δική μου χρονιά που ξεκινάει κάθε Σεπτέμβρη, την απόφαση να μαζέψω ό,τι έχω κατακτήσει. Να τα ξεσκονίσω, να τα ξεκαθαρίσω και να τοποθετήσω στα σωστά ράφια, τα πιο μπροστά για να τα πιάνω πιο εύκολα. Δεν πάει και πολύ καλά αυτό, γιατί φώτισε κάτι άλλο. Κάτι που είδα πρόσφατα στην μικρή μου αδερφή και αφού θαύμασα την λεπτομέρεια και την ευστοχία της «διάγνωσης»  μου, κατάλαβα γιατί ήταν τόσο ακριβής και δεν ήταν καθόλου ευχάριστο αυτό. Θα μιλήσω για εκείνη λοιπόν. Παρατήρησα πόσο ανάγκη είχε, δίχως εκείνη να το αντιλαμβάνεται, ανθρώπους να την εκτιμούν, να την σέβονται, να την αναγνωρίζουν, να την προστατεύουν, να την θαυμάζουν, να την προσέχουν, να την αλαφρώσουν λίγο από τα «βάρη» της κι ας φαίνεται - κι ας είναι- τόσο δυνατή, τόσο ανεξάρτητη, τόσο «ψήλη» και «μεγάλη». 
 Ανέβηκα λίγο πιο ψηλά στον χάρτη τις προάλλες. Ξέρεις που θέλω να σταθώ απ' όλο το ταξίδι; Στον ποταμό Βιστούλα. Στην Βαλτική, λίγο αργότερα στην Βόρεια κι έπειτα σε κάποιον ωκεανό; Στο σύμπαν; Έπεσε μέσα το κίτρινο πλειμομπιλ στον ποταμό και το είδα από ψηλά να φεύγει επιπλέοντας μακριά μου. Δέχθηκα μία προτροπή να πετάξω και το άλλο για να του κάνει παρέα. Για μία στιγμή το σκέφτηκα... Όσο το σκεφτόμουν, το έσφιγγα στην γροθιά μου πιο δυνατά. Αν φύγει κάποιος, τι κάνει ο άλλος; Τι είναι πιο ρομαντικό εξάλλου; Ένας θάνατος μονάχα ή χιλιάδες μικροί θάνατοι που γεννιούνται από την ανάμνηση σου; Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Είναι λάθος μου; Δεν είναι; Έκλαψα πολύ εκείνη την νύχτα. Για λίγη ώρα, αλλά με μεγάλη ένταση. Για όλα αυτά τα χρόνια, για τα κομμάτια που απέμειναν, για το ότι δεν ήμουν φαινομενικά μόνη, αλλά ουσιαστικά ήμουν μόνη μου, εγώ και το πετρόλ πλέιμομπιλ πια. 
 Πιο κάτω στα συνταρακτικά νέα της πιο αδιάφορης και πιο σπουδαίας συνάμα εποχής μου, ας πούμε ότι κάποια σαν την αδερφή μου συνάντησε έναν άνθρωπο προσφάτως που ήπιε μαζί του ένα πράσινο τσάι. Εκείνη θαύμασε αυτόν τον άνθρωπο γιατί δεν έμοιαζε με άλλους ανθρώπους, σπάνιο. Φτιάχνει κάποια πράγματα που δεν μπορείς να τα ταξινομήσεις σε κάποια «κατηγορία», που πηγαίνει μόνος του και βλέπει ταινίες, που κατανοεί έννοιες όπως «ισότητα» και «πολλαπλή νοημοσύνη». Έναν άνθρωπο που μέσα σε μία ώρα της χάρισε μία από τις πιο σπουδαίες του ιστορίες. Επιπροσθέτως, αυτή που κάπως μοιάζει σαν την αδερφή μου, πήρε έναν σπόρο κατανόηση, έναν σπόρο θαυμασμό κι έναν σπόρο σεβασμό. Έπειτα, δεν ξέρω τι έγινε. Δεν ξέρω τι έκανε τους σπόρους. Νιώθω όμως πως ακόμα κι αν ήταν η όλη ιστορία μονάχα αυτή η μία ώρα, αυτοί οι σπόροι θα την κρατήσουν για καιρό ζωντανή. Κι εκεί έρχεται και συναντιέται του κόσμου όλου το κρίμα. Γιατί η ζεστασιά να μην είναι ίσα μοιρασμένη και πόσο τάχα κάποια δέντρα θα ήταν πιο ψηλά, αν μεγάλωναν σε πιο ιδανικά σημεία με πιο «σωστούς» ανθρώπους; 
 Στο σημείο που αποφάσισα να κάτσω για να σου γράψω όλα τα παραπάνω κάθε άλλο παρά την ησυχία που έψαχνα δεν έχει. Έχει όμως πολλούς μόνους. Πολλούς μόνους είχε και στα «πεσμένα φύλλα» που με έκαναν να νιώσω τόσο όμορφα. Κατάλαβα ότι νιώθω καλά να είμαι μόνη ανάμεσα σε μόνους. Καταλαβαίνω πόσο άβολα νιώθω κοντά σε μαζεμένους. Τους μαζεμένους σε ομάδες και ζεύγη που τους κρατάει κοντά η ρουτίνα, η υποχρέωση, ο φόβος, το συμφέρον, οι «συνθήκες», τους μαζεμένους που υποκρίνονται και τι τρομερό, κανένας μαζεμένος ως τώρα δε με έχει πείσει για το αντίθετο. Δε θέλω να γίνω έτσι όταν μεγαλώσω. Θέλω οτιδήποτε με φέρνει κοντά σε άλλους να μοσχοβολάει από όλα αυτά που λείπουν στην αδερφή μου και σε αυτή που μοιάζει στην αδερφή μου. 
 Στο σημείο που κάθομαι, έχω μέτωπο σε όλους του μόνους και από πάνω μου φέγγει ένα πολύ δυνατό φως που δε με αφήνει να κρυφτώ. Γράφοντας τα παραπάνω, αρκετές φορές πήγα να δακρύσω από συγκίνηση, δεν το άφησα να συμβεί. Τρεις μόνοι διαβάζουν. Δύο μόνοι γράφουν. Ένας μόνος μάλλον βλέπει κάποια ταινία στο λαπτοπ του κι εγώ μόνη κρατάω το παράθυρο ανοιχτό για εσένα. 
 Σε λίγες μέρες η χρονιά θα αλλάξει. Το έτος πλέον θα ονομάζεται 2024. Κάποιες νύχτες πριν είδα στο όνειρό μου πως έγινε μία έκρηξη και εξαφανίστηκε το φεγγάρι. Καθόμασταν όλοι μαζί, ήταν νύχτα και το χάζευα. Ύστερα κόπηκε στα δύο οριζόντια και το κάθε του μισό είχε ολόγυρα μαύρα κομμάτια σαν κάρβουνο, σαν καπνό. Δεν είναι δα αυτό ένα απλό όνειρο... Άρχισα να τρέχω να προλάβω να με σώσω, να σας σώσω. Από τα πιο υποσχόμενα ονειρικά σενάρια, που η ζωή, ο Φοιβάκος δηλαδή, αποφάσισε να διακόψει απότομα ερχόμενος στο καινούργιο μου κρεβ(β)άτι και φωνάζοντας: «μαμά, σήκω μαμά, θέλω κακά»! Ματαίως προσπάθησα να βρεθώ μέσα στο ίδιο όνειρο ξανά.
 Τέλος, θέλω να σου πω πως, σε λίγο θα αρχίσω να μοντάρω την καινούργια μου ταινιούλα. Είσαι και εσύ μέσα εκεί, αν και πραγματικά θα ήθελα μήτε μαύρα να φοράς, μήτε μάσκες. Και προς θεού (όποιου εσύ θες) μην κάτσεις στη καρέκλα. Κι αν κάθεσαι, άσε με να σε σηκώσω, να σε σπρώξω, να σε ρίξω, να σε λερώσω, να δεις πιο καθαρά. Δεν είσαι κουρασμένος, είσαι ένα παιδί! 

Υ.Γ. Αγαπημένη μου ούμι, ταξίδεψε τον κίτρινο φίλο μου σε σπουδαία μέρη κι ιστορίες κι ύστερα βοήθησέ με να μην σταματήσω να σκαρώνω παραμύθια για όσους η καρδιά τους μπορεί να τ' αντέξει. 
Υ.Υ.Γ. Αγαπημένη μου καρδιά βοήθησέ με να μπορώ να αντέξω όλες τις όμορφες θάλασσες. 
Υ.Υ.Υ.Γ. Ευχαριστώ όλους εσάς, τους υπέροχους μόνους που με βοηθήσατε να κάνω εικόνα την φαντασία μου και λέξεις τα μυστικά μου. 

Ίσως, καλή σας χρονιά! 



20231031

Ντεϊ οφ

  Το πείραμα του τυχαίου αριθμού.

 Δυσκολεύομαι να γράψω με χάρη καθώς έχω χτυπήσει βαριά στην καρδιά... Όλο μαλακίες, φτάνει. Έχω χτυπήσει στην μετακαρποφαλαγγική άρθρωση και σχεδόν σέρνεται ο αριστερός μου δείκτης. Μία εβδομάδα μετά αρχίζει να μην έχει πλάκα καθώς δεν βελτιώνεται. Σε άλλα νέα που δεν ένοιαξαν ποτέ κανέναν, έσπασα κι έφτιαξα (όχι εγώ ο κυρ Λάζαρος) ένα χειρόφρενο. Δέχτηκα κι έπειτα απέρριψα μία νέα τηλεοπτική περιπέτεια. Αποφάσισα να γίνω σκληρή (είμαι κλόουν) και μετά μαλάκωσα πάλι. 

 Οπότε σήμερα θα αναλύσω εν τάχει το πείραμα του τυχαίου αριθμού, γιατί είμαι σατανάς και γιατί στην πραγματικότητα δε θα ήθελα να πω κάτι. Και ναι, καταλαβαίνω και θαυμάζω κι ακολουθώ το να μη λες κάτι αν δεν έχεις κάτι να πεις, αλλά επειδή μαλάκωσα και πονάω και λίγο, βάζω παγίδες. 

 Αρχικά για να κάνεις αυτό το πείραμα πρέπει να έχεις κάμποσους φίλους ή γνωστούς. Δεν το κάνεις σε κάποιον άγνωστο, γιατί υπάρχει πληθώρα άλλων πληροφοριών να κατακτήσεις πριν από αυτό κι είναι άδικο να τοποθετείς σε κουτιά αγνώστους, αφού όσο έμπειρος κι αν είσαι, συχνά γίνονται τρομερές αδικίες. Σε κάποιον φιλογνωστό λοιπόν στέλνεις έναν αριθμό. Έτσι, χωρίς καλημέρες, καλησπέρες, καληνύχτες, καληνότσες, στα ξαφνικά στέλνεις π.χ. εντελώς τυχαία επιλογή αριθμού ένα: 5 

 Δεν πάει κάπου ξεκάθαρα αυτό. Μερικές σκέψεις έκανα μονάχα, άναρχες. Μία σκέψη είναι ότι από την απάντηση μπορείς να βάλεις σε κάποια κουτάκια τους ανθρώπους. Θα απαντήσουν τάχα ένα: 6; Θα μπορούσες ίσως να συμπεράνεις ότι είναι ένα άτομο με έντονη την ανάγκη να επικρατήσει; Θα μπορούσε ίσως να απαντήσει ένα: τι είναι πάλι αυτό; Εκεί θα πρέπει να αναρωτηθείς τι του βρήκες; Ένα: 4, θα μπορούσε ίσως να σημαίνει ότι ο χαρακτήρας είναι υποτακτικός. Μία απάντηση που τώρα δεν έχω σκεφτεί και δε θα μπορούσα να τη σκεφτώ, αλλά θα μου γεννούσε τη σκέψη: ουάου τι μου είπε τώρα, θα μπορούσε να ρίξει σποτλαϊτ στο υποκείμενο. Μπλεγμένη στις άτακτες σκέψεις του φανταστικού πειράματος του τυχαίου αριθμού, αναρωτιέμαι αν έμμεσα δίνω τουτόριαλ, αν είμαι μία αιμοδιψής κυνηγός ή αν όντως οι συμπεριφορές, οι απαντήσεις και οι σιωπές των ανθρώπων λειτουργούν ως κάποιας μορφής ναρκωτικό για τον οργανισμό μου και την εξερευνητική μου δίψα. 

 Σήμερα είναι χάλογουιν, που πια έχουμε και στα μέρη μας και θεωρώ αρκετά σέξι το να ρωτάει μία κολοκύθα τρικ ορ τριτ. Το ίδιο σέξι είναι κάτι τεράστιες πίκλες αγγουριού στα περίπτερα και ένα κοτόπουλο ψημένο στον φούρνο με ανοιχτά τα πόδια ανάσκελα, ανάμεσα σε άπειρες πατάτες. Δεν πεινάω. Διψάω. 

 Δέχτηκα μόλις μία ειδοποίηση από τον αγαπημένο μου ηλεκτρονικό υπολογιστή, ότι η μπαταρία μου εξαντλείται και μιας και η παροχή ρεύματος είναι μακριά, δεν σκοπεύω να την πλησιάσω γιατί βιάζομαι να προλάβω ανοιχτό το τσαγάδικο. Θα πω αυτό και θα κλείσω. Δεν καταλαβαίνω, καταλαβαίνω. Δεν σωπαίνω και σωπαίνω. Είναι ωστόσο τρομερό και με εκπλήσσει το πόσο εύκολο είναι να 

20231022

Για όλους εσάς που απόψε κοιμάστε

  Πριν κάμποσα χρόνια έκανα μία βουτιά σε μία πισίνα. Έπρεπε να κολυμπήσω μία απόσταση, γρήγορα και να τελειώσουν επιτέλους όλα, να μπορέσω να φύγω. Περίμενα αυτή τη διαδρομή πολύ καιρό, συμβολικά μα και πραγματικά. Το τέρμα της το έβαλα στόχο ζωής και σημείο αναφοράς μίας καινούργιας αρχής που άξιζα κι έπρεπε επιτέλους να γευτώ. Δύο στιγμές πριν από τη μεγάλη βουτιά, άκουσα μερικά από τα πιο άσχημα νέα της ζωής μου.

 Βούτηξα, κολυμπούσα κι έκλαιγα. Γι' αυτά που άκουσα ακόμα και το τελευταίο λεπτό, γι' αυτά που έζησα μέχρι τότε, γι' αυτά που κατάφερα, γι' όσα ήμουν έτοιμη να γνωρίσω, για όλες τις λάθος στιγμές. Έφτασα απέναντι πιο γρήγορα από ποτέ. Άγγιξα το τέρμα και με ρώτησαν το όνομά μου. Δεν απάντησα, κράτησα την αναπνοή μου και βυθίστηκα στο νερό. Δε θα ήθελα να ήμουν υπερβολική, αλλά ή μία μου ανάσα πρέπει να κράτησε έναν αιώνα και τα δάκρυα που άφησα σε εκείνο το τέρμα, λύπης και χαράς μαζί, πρέπει να έκαναν την πισίνα να ξεχειλίσει και πνίξανε τον κόσμο ολάκερο.  

 Απόψε αισθάνομαι το ίδιο. Καιρό αισθάνομαι το ίδιο. Παγιδευμένη σε αυτή τη συνθήκη. Άλλοτε βρίσκομαι στην αρχή, πριν την βουτιά κι ακούω κι άλλα άσχημα νέα. Κάποιες φορές κολυμπάω δίχως να έχω βρει τον προορισμό, το τέρμα. Δάκρυα κυλάνε από τα μάτια μου στη διαδρομή για όσα έζησα αλλά και για όσα ακόμα δεν έχω ζήσει. Άλλοτε πάλι φτάνω κάπου, με ρωτάνε πως με λένε και προτού τους απαντήσω, βυθίζομαι μέσα στο νερό κι εκεί παίρνω τις πιο ήρεμες ανάσες που πήρα ποτέ, αλλά δε βγαίνω να φωνάξω το όνομά μου, τους κοιτάζω κάτω από την επιφάνεια κι ύστερα από λίγο δε με απασχολεί καν το να τους βλέπω, δε με απασχολεί το να βγω και να μην μπορώ ν' αναπνεύσω, μάλλον ξέχασα και πως με λένε...




20231012

1937

  Τι περίεργα πράγματα είναι αυτά που μου λες; 

 Έναν μήνα πριν είχα όντως κόβιντ. Όταν το έλεγξα φαινόταν αμυδρά πως αυτό τελικά ήταν που είχε χαλάσει τη μύτη μου. Ένα μήνα μετά έχω μεγαλώσει τόσο σκληρά κι απότομα. Όχι, γι' αυτό δε φταίει ο ιός. Φταίει ο υιός. Ψέμα. Φορές κάποιες, θα ήθελα να παραδεχτώ καθαρά τι φταίει, αλλά είναι περισσότερες οι φορές εκείνες που με προστάζουν να μην τολμήσω και μιλήσω και κερδάνε. Ούτε εδώ, ούτε εκεί, ούτε με τις κινήσεις μου, ούτε με μάτια, ούτε με εικόνες, μουσικές και λέξεις, με τίποτα. Κάποιες μέρες που οριακά ένιωσα ότι πνίγομαι, πέρασα χρόνια δέκα στο κρεβάτι τυλιγμένη μέχρι πάνω με ένα σεντόνι. Κυριολεκτικά και μεταφορικά να μην μπορώ να πάρω ανάσα. Αλλά η ζωή κυλάει. Θυμάσαι που σου είχα πει κάποτε πως η ζωή κυκλάει; Άδικο δεν είχα. 

 Κύκλησα λοιπόν κι ας άργησα αυτή τη φορά και βρέθηκα στο 1937. Αλλά ας τα πάρουμε κάπως από την αρχή γιατί μα το θεό που δεν τον πίστεψα ποτέ, δε μου αρέσουν στ' αλήθεια τα μπερδεμένα λόγια. Δεν είναι το χόμπι μου. 

 Ήταν μεσημέρι και θυμήθηκα πως στο ντουλάπι έχει μείνει λίγη λουϊζα. Είχαν προηγηθεί οι αμυγδαλές της Βάσιας, ο αποχαιρετισμός μερικών αναρχικών κυττάρων του οργανισμού μου, η έναρξη της σχολικής χρονιάς, η απόφαση να μην μπλεχτώ σε νέες περιπέτειες αυτή τη σεζόν, αλλά να ξαποστάσω για να θυμηθώ όλα όσα έχω καταφέρει να είμαι, όλα όσα έχω συλλέξει, όλα όσα έχω ξεχάσει και σκονίστηκαν κάπως. Έτσι, ένα μεσημέρι, παρέα με τον Φοίβο βρεθήκαμε κοντά σε έναν ελέφαντα. Ο ελέφαντας περνούσε αρκετά δίπλα μας και ο Φοίβος τον αγνοούσε. Είχε στρέψει την προσοχή του σε κάτι λάστιχα μέσα στο σπίτι του ελέφαντα (πολύ παιδί μου). Του είπα τότε «Feve(r), δεν γίνεται να αγνοείς τον ελέφαντα στο δωμάτιο». Ο Φοίβος με κοίταξε στα μάτια και μου απάντησε «Έχεις δίκιο μητέρα» και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Τέλος. #not.

  Ο Φοίβος στ' αρχίδια του για τον ελέφαντα, τον οποίο αποκάλεσε μάλιστα σε κάποια φάση και «σκύλο». Και τότε τα είδα όλα! Καθάρισαν όλα! Το δίχρονο που δεν καίει λάδια (κακό αστείο, για λίγους έμπειρους) σοφά με δίδαξε εκείνη τη στιγμή πως, όχι μόνο μπορείς να αγνοήσεις τον ελέφαντα στο δωμάτιο, αλλά μπορείς ακόμα και να του αλλάξεις μορφή, αρκεί να κερδίσουν την προσοχή σου μερικά λάστιχα, που γιατί σκατά ήταν μέσα στο σπίτι ενός ελέφαντα; Αποδέχθηκα με χαρά ότι δεν πρέπει να πηγαίνω κόντρα σε αυτό που είμαι και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να το φρενάρω και μαζί του να φρενάρω κι όλα αυτά που θα ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω. Δεν χρειάζεται να μοιάσω πουθενά, να χωρέσω πουθενά και δε χρειάζομαι να ικανοποιήσω κανέναν που δεν μπορεί να με ικανοποιήσει. Τα λάστιχα μπορούν να είναι μέσα σε σπίτια ελεφάντων δεν είναι λάθος και δεν είναι υποχρεωτικό να κάνουν παρεούλα μόνο με ζάντες και σαμπρέλες. 

 Πίσω στο μεσημέρι της λουϊζας λοιπόν, την ετοίμασα λίγο λάθος πάλι, καθώς δεν είχε πολύ έντονη γεύση. Έπειτα άρχισα να παίρνω λίγες ανάσες. Θυμήθηκα. Στρίμωξα κάποιες νότες παρέα, λάθος το ξέρω και με τύμπανα ψεύτικα πολύ σαν τους ρόλους σας, μας. Έπειτα φόρτωσα κι αυτά που ίσως θα έπρεπε να μην έχω πει. Μπερδεμένα τάχα, μα πολύ καθαρά. Κι έτσι σηκώθηκα από το κρεβ(β)άτι μου. Σε αυτό το σημείο θέλω να πω πως το κρεβάτι έχει σπάσει και το στρώμα έχει πολύ χαλάσει και μαζί με αυτά και η μέση μου. 

 Λίγες ανάσες αργότερα, ήρθε η εποχή του Αντώνη. Η Νώνη γνώρισε τον έρωτα. Παραθέτω μερικά από τα λόγια της για να περιγράψει τα όσα νιώθει: «τον σκέφτομαι 26 ώρες τη μέρα», «όταν δε βλέπω τον Αντώνη στα όνειρά μου είμαι στεναχωρημένη», «όλες οι λέξεις λένε: Αντώνης» (πολύ παιδί μου). Και τότε τα είδα όλα! Καθάρισαν όλα! Το τετράχρονο, σοφά με δίδαξε εκείνες τις στιγμές πως όχι μόνο μπορείς να μεγαλώσεις τις μέρες και τα όνειρά σου, αλλά μπορείς να επιλέγεις όποιες λέξεις θέλεις για να παίρνεις ανάσες κι ας είναι όλες οι λάθος. 

 Πέρασε έτσι ένας μήνας που από τις βουτιές μέσα στο σεντόνι μου, πέρασα στις βουτιές στην πισίνα, βουτιές σε λάθη, βουτιές σε διαδρομές, βουτιές σε αναμονές, βουτιές σε νέα λυτρωτικά, βουτιές σε ιδρώτα και βουτιές στ' άξαφνα, σαν κανείς να μην το περίμενε, στα μέσα του Οκτώβρη. Όλες οι βουτιές για να μηδενίσω και να μάθω να αναπνέω ξανά.

 Χθες 01:44 έστειλα μήνυμα στον άνθρωπο που με έμαθε για την «καταβαράθρωση» να μου δώσει πέντε συμβουλές σαν ήμουν παιδί του για να γίνω πιο έξυπνο, πιο υποψιασμένο. Δίχως να το ξέρει πως το είχα ήδη αποφασίσει έτσι να ζω, η πεντάδα του ήταν η εξής: 

1. να μην νοιάζομαι για την γνώμη των άλλων

2. να μην φοβάμαι να αμφισβητώ ό,τι κι αν ακούω

3. να σκέφτομαι για τον εαυτό μου

4. να μη ρισκάρω τα πάντα

5. αλλά να αγωνίζομαι γι' αυτά που πραγματικά θέλω

ζήτησε συγγνώμη γιατί ήταν μία πρόχειρη λίστα, αλλά συχνά αυτά είναι και τα πιο ειλικρινή, όπως είπε. 01:54 ένιωθα καλύτερα.   

 Έπειτα τον ρώτησα για κάτι συγκεκριμένο, μπερδεμένα, αλλά κατάλαβε και μου είπε πολύ σοφά «συμφιλιώσου, μη συμβιβάζεσαι, πετάρισε». Λοιπόν, πόσο σπουδαίο είναι κατά τ' άλλα, ακόμα και τα μπερδεμένα σου, να υπάρχουν άνθρωποι που τα καταλαβαίνουν, τα νιώθουν! 

 Σε άλλα νέα, έχω βάλει στον φούρνο τη μικρού μήκους με την καρέκλα, έχω αφήσει στο ψυγείο το άλμπουμ «λα» και στη μαρινάδα το καίριο ερώτημα «αν ήμουν σεισμός, που θα ήταν το επίκεντρό μου;». Οι εικόνες που μου γαργάλησαν τη φαντασία τον προηγούμενο καιρό ήταν ένα αγαλματίδιο του Άτλαντα. Στον εγκέφαλό μου ο Άτλας δεν κρατούσε πια τη γη, αλλά τα στεφάνια από τους πέντε αποτυχημένους γάμους του. Έπειτα φαντάστηκα πως κάποιος πολύ φυσιολογικός κατά τ' άλλα, καθόλου περίεργος, αλλά αθόρυβος κι άχρωμος, θα μπορούσε όταν γυρίζει σπίτι του, να ντύνεται σκόρος και να προσποιείται τον σκόρο όλη τη νύχτα. 

-Βουνό που γουστάρει να κράταει το σκορ; Σκόρος. Δεν άντεξα, συγγνώμη- 

 Και τώρα κλείνω. Εύχομαι να ερωτευτώ ξανά και να μην επιστρέψω πίσω αργά τον Νοέμβρη. Ας προσευχηθώ γι' αυτό σε θεούς που δεν υπάρχουν. Αφού επιμένεις πριν φύγω, ας σου αφήσω μία πρόχειρη πεντάδα δώρο, αν ήσουν παιδί μου και ήθελα να γίνεις πιο έξυπνο για τα γούστα μου: 

1. τις περιπέτειες και τα παραμύθια τα κυνηγάς κι αν δεν τα απαντάς, τα δημιουργείς

2. σε ζώδια, μοίρες και θεούς να μην πιστέψεις 

3. αν δεν αναπνέεις πεθαίνεις

4. να μάθεις να οδηγείς όσα περισσότερα πράγματα μπορείς εκτός από τα πόδια σου και τις σκέψεις σου

5. να (με) κάνεις πολλές αγκαλιές, (μου) λείπουν και φρόντισε να είναι από τις καλές, τις σφικτές, τις ζωντανές, τις αληθινές 


 Υ.Γ. Κάποτε υπόσχομαι να στα ξεμπερδέψω όλα 











20230913

Η προηγούμενη μέρα της επόμενης

 Μία μέρα λοιπόν πριν την αλλαγή της χρονιάς. Δε μυρίζω και δε γεύομαι καλά, η μύτη μου απεργεί και υπολειτουργεί. Είναι ίσως από τις πιο άβολες χρονιές που πρόκειται να αρχίσει, διότι είναι ιδιαιτέρως βολική. Μαζί με τη σούπερ βουλωμένη μύτη και τη γλώσσα μου, υπολειτουργεί και η διάθεσή μου να μπλεχτώ σε νέους κόσμους, σε νέα σενάρια. Η μόνη ίσως χρονιά που δεν έχω στα πλάνα να ξεκινήσω κάτι. Τώρα δεν μπορώ ακόμα να αναγνωρίσω αν είναι μία εξαιρετική προσπάθεια για αυτοσαμποτάζ ή αν πραγματικά χρειάζομαι αυτό το φρενάρισμα για να ανασυγκροτήσω δίχως απόσπαση τις ήδη κεκτημένες πληροφορίες και να δω ρε παιδάκι μου τέλος πάντων που πάω. 
 Εκτός των άλλων, έχασα ακόμα κάποια κομμάτια από μέσα μου, τα άφησα να ταξιδέψουν και να μου πουν κι αυτά προς τα που κοιτάμε. Ματώνω κάθε μέρα, αλλά θα περάσει κι αυτό το άβολο και νιώθω πως αν τα μαντάτα είναι καλά, αυτός ο Νοέμβρης θα είναι από τους πιο απολαυστικούς. Μάλλον αυτή τη στιγμή τρώω μία πολύ νόστιμη ομελέτα, αλλά δεν μπορώ να είμαι σίγουρη γι' αυτό, λόγω της υπολειτουργίας. Ναι... 
 Η Νωνάρα ξεκίνησε σχολειό. Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι βγαίνοντας σήμερα από τον χώρο, το πρωί, είδα την κολλήτη μου του νηπιαγωγείου, η οποία είμαι σχεδόν σίγουρη ότι έχει παιδί. Το παιδί της, παίζει να είναι στην ίδια τάξη με την Νωνάρα. Κι ενώ για τίποτα από τα παραπάνω δεν είμαι σίγουρη, μα ούτε της μίλησα για να τα επιβεβαιώσω (αντικοινωνική λειτουργία ΟΝ), καθώς απομακρυνόμουν με το μηχανάκι, δάκρυσα. Δάκρυσα γιατί σκέφτηκα κάτι γονείς που έλεγαν στα παιδιά τους, που κάναν παρέα και ήταν στην ίδια τάξη «εγώ με τον μπαμπά σου/μαμά σου ήμασταν συμμαθητές σαν κι εσάς», τώρα πέρασα εγώ σε αυτή την πλευρά του έργου. Που λες στο παιδί άχρηστες πληροφορίες, που θεωρείς ουάου και το παιδί βασικά χέστηκε. Ύστερα θυμήθηκα που μιλούσαμε με τις ώρες στο τηλέφωνο με την Δέσποινα και ουσιαστικά δε λέγαμε κάτι, της έβαζα να ακούει έναν ήχο από ένα παιγνιδάκι μου (ένα ροζ σεσουάρ μαλλιών, που όταν πατούσες το κουμπί, έκανε τον αληθινό ήχο). Ρε κάτι πράγματα...
 Βασική μου έννοια σε σχέση με τη φάση σχολείο και Νώνη αυτή τη στιγμή, είναι η αποφυγή του να βρεθώ μπλεγμένη σε κάποια ομαδική με μανούλες στο βάιμπερ. Απ'ότι ακούω είναι τρεντ, είναι μαστ. Συντάσσονται και επεμβαίνουν.  
 Λοιπόν, τρομερό! Τόση ώρα δεν τρώω ομελέτα, μα τορτίγια! Ρε λες να υπολειτουργούν και τα μάθια μου; Αύριο δεν ξέρω τι να κάνω. Εκτός από την κατάσταση στο σύμπαν μέσα μου, παρόμοια είναι η κατάσταση, (θα πω και χειρότερη) στα γειτονικά σύμπαντα. Νιώθω ότι θέλω να κάτσω κάπου ήσυχα, μόνη μάλλον και να λύνω όλη μέρα σταυρόλεξα. Τα σταυρόλεξα που μέχρι πρότινος δεν τα συμπαθούσα καθόλου καθόλου. Όσες φορές είχα κάνει προσπάθεια και πιστέψτε με, ήταν πολλές φορές, (στο σπίτι που μεγάλωσα υπήρχαν παντού), εκνευριζόμουν. Όσο σε ρωτάνε κάτι συγκεκριμένο, οκ, αλλά μετά ξεκινάνε τα κουλά: μισό ζάρι, έτσι αρχίζει η υπομονή... άντε και γαμήσου σταυρόλεξο. Όχι μη σκεφτείς ότι δεν μπορούσαν να βρω το ΖΑ ή το ΡΙ και σίγουρα το ΥΠΟ, αλλά είναι δυνατόν από τη μία να σε ρωτάει το μικρό όνομα του Πολάνσκι, ιστορία, γεωγραφία και από την άλλη να σε θεωρεί τόσο χαζό; Τόσο λίγη προσπάθεια κατέβαλε ο δημιουργός του, απλά για να κολλήσει κάπως η μεγάλη του εικόνα; Να κλείσει το κάδρο για την κοινωνία; Αχ θα μου πεις έτσι είναι η ζωή. Ψεύτική. Ψεύτικη και πολυεπίπεδη και εκεί φαίνεται η μαγκιά, στο να μπορείς να ανεβοκατεβαίνεις με την ίδια χάρη από τα υπόγεια στις ταράτσες χάρτινων κόσμων. Έτσι κι ενώ για πολλά χρόνια δεν τους έριχνα ούτε μία ματιά, κουβαλούσα πάντα μαζί μου ένα σε διακοπές. Πάει πακέτο με ένα μικυμάου, σα συνταγή γιατρού. Τα κουβαλούσα βέβαια κι ασχολούμουν μόνο με τους γρίφους λογικής... Και τι κατάλαβα; 
 Εφέτο το λοιπόν, ξέχασα να πάρω μαζί μου στο ποτάμι γρίφους και μικυμάου. Πήρα μισή βιβλιοθήκη που σχεδόν δεν άγγιξα, άλλο κακό κι αυτό. Ένιωσα λοιπόν κάποια στιγμή μία έλλειψη, ένα κενό. Ευθύς αμέσως έτρεξα στο περίπτερο γειτονικού χωριού και τι βλέπω; Δεν του είχε μείνει ούτε ένα κομικ. Ρωτάω τον κυριούλη, τα είχαν πάρει όλα όλα, πράγματι. Τι να κάνω; Το πήρα απόφαση, μπορούσα να αγοράσω μονάχα το σταυρόλεξο. Κι εκεί έγινε η ζημιά. Έκανα το λάθος να ρίξω μία ματιά και συνειδητοποιημένη πλέον γυναικάρα, άρχισα να απαντάω σε όλα, ακομπλεξάριστα (σχεδόν). Και στα δύσκολα και στα εύκολα και δώσ' του οι λύσεις, δωσ' του η ικανοποίηση που τα γραμματάκια δένουν όλα μεταξύ τους. Σα να έμπαινε σε τάξη η ζωή μου. Σα το φλατ λάιν που ζω αυτή τη στιγμή. «Μην είσαι ξινιόλα» σκεφτόμουν, «λύσε κι άλλο» «αγνόησε όλα σου τα προβλήματα, εδώ είναι ο κόσμος σου, σε αυτή τη σελίδα, αν τακτοποιήσεις εδώ τα κουτάκια, όλα θα πάνε καλά, κρύψου». Παρόλα αυτά, για να κρατήσω έναν κάποιο χαρακτήρα, να σώσω οτιδήποτε αν σώζεται, εννοείται τα αφήνω στη μέση και τα ενοχλώ όλα. 
 Για να κλείσω με τα σταυρόλεξα, προτού πω ότι γυρνώντας στην Αθήνα πήγα και πήρα άπειρα και πλέον κοιμάμαι με το μολύβι στα χέρια, θέλω να παραδεχτώ ότι ντρέπομαι και λίγο. Η εικόνα μου να λύνω ένα σταυρόλεξο, δε μου αρμόζει. Με έχεις δει με ένα βιβλίο; Ερωτεύσιμη! Με βλέπω σε κάτι καλοκαιρινές φωτογραφίες που με βγάζαν ανύποπτα και είμαι με το σταυρόλεξάκι μου, σα μπάρμπας που του το επέβαλε ο παθολόγος για να κοροιδέψει τάχα το αλτσχάιμερ. Βροντοφωνάζει αυτή η εικόνα πως ξέρω ποιο ζώδιο ταιριάζει με ποιο, πιστεύω στο μάτι και γνωρίζω ποια είναι η εικονιζόμενη παρουσιάστρια πρωινής καθημερινής εκπομπής, τράτζικ. Κι ας τα αφήνω κενά αυτά να κρατήσω και λίγο επίπεδο. 
 Αύριο λοιπόν θα γίνω 32 και κάθε φορά που τελειώνω μία πρόταση σε «δύο», ακούω τον εγκέφαλό μου να λέει «τ' αρχίδια μας κουνιούνται και τα δύο». Μην έχοντας καθόλου καθαρό μυαλό, ή ίσως έχοντας πιο καθαρό μυαλό από ποτέ (δεν έχω αποφασίσει ακόμα), αύριο θα ξημερώσει Τετάρτη και θα βρίσκομαι μακριά απ' τη Βαγδάτη. Θα νιώθω πως κατούρησα την ήττα, ενώ στ' αλήθεια είμαι πίτα. Ίσως όμως, σαν βγει ο ήλιος το πρωί, να νιώσω πως είναι μεγάλη γιορτή. Κι έτσι περνάνε οι μέρες κι ο καιρός, λες να ήθελα να γίνω γιατρός; Φεύγω, πάω να πάρω τη μικρή κι από μποέμ, να γίνω μάνα, να γίνω η επιχειρηματίας, η φίλη και κάπου το βράδυ η αθλήτρια. 32.