20240124

Απ' όλους τους τίτλους που θα μπορούσα να βάλω, επιλέγω το δικαίωμα στη σιωπή.

 Θυμάσαι την Έλλη; Την 'Εσθερ; Το Μέλι; Τον κροκόδειλο; Θυμάσαι τα ελάφια και το φεγγάρι που λέει ψέματα; Τον Ρόλι Τόμι Τζόουνς; Τον Κρόκο; Εκείνη; Το φάντασμα; Το γλυκό του κουταλιού; Τη λάμπα; Τον βασιλιά και την θάλασσα; Τον καπνό; Τη σπείρα; Τη Σολεδάδ και την Μαντρουγάδα; Ποιος είναι ποιος; Κατάλαβες ποτέ; Κατάλαβα;
 Θυμάσαι που είναι πολύ μπερδεμένο κι αυτό το σύμπαν σαν και το δικό μας, μα και πολύ ξεκάθαρο; Θυμάσαι που πάντα προσπαθούν να ξεφύγουν και πάντα μένουν εκεί; Θυμάσαι για την αφήγηση με κλειδιά; Τους γρίφους; Τα παζλ; Το κυνήγι θησαυρών; Τα παραμύθια; 
 Θυμάσαι τη σημαντικότητα του ρυθμού; Της μουσικής, των χρωμάτων; Του χάους και της αλλόκοτης τακτοποίησης; Των μπαλονιών; Των γραπτών και των σιωπών; Της διαχρονικότητας και της μίας ανάσας;
 Θυμάσαι πως πάντα θα έχεις το δικαίωμα της σιωπής; Θυμάσαι που όταν ουρλιάζεις, πάλι κανένας δε σε ακούει... Όταν χορεύεις κανείς δε βλέπει την ομορφιά σου; Κανείς μοιάζει να μη νιώθει. Θυμάσαι πως μερικές φορές όταν φοράς τα γυαλιά σου, είτε του ηλίου, είτε τα οράσεως, ο κόσμος λίγο γίνεται πιο σαφής; Βάλε τα γυαλιά σου να δω κάτι. Τους είδες καλά αυτούς; Γελάω... Ένας γελοίος κόσμος που απαιτεί τάχα διαύγεια για να σε αγκαλιάσει, να σε αποδεχτεί η σαθρότητα και τα ψέματά του... Τι λες; Θες να πας ,κοντά τους, θες να ταιριάξεις; Πάμε μαζί μία βόλτα; Βγάλε ξανά τα γυαλιά σου λοιπόν, μεθυσμένα από το φως και κάπως μπερδεμένα τα μάτια σου, βλέπουν καθαρότερα τελικά. Βάζε τα γυαλιά για να θυμάσαι, βγάζε τα, μπας και ξεχνάς. Μάσκα να μη μου φορέσεις μόνο κι ας ουρλιάζει η σιωπή σου. Σε ακούω. 
 Θυμάσαι γιατί ξεκίνησες να διαβάζεις αυτό που σου γράφω; Θυμάσαι εαυτέ μου γιατί ξεκίνησες να φλυαρείς τέτοια ώρα; Ποιο βάσανο δε σε αφήνει να κοιμηθείς; Σταμάτα. Πως θα τρέξει άλλη μία μέρα με τόσα πολλά που κουβαλάμε; Πως τάχα ξαλαφρώνεις; Πως φεύγεις από τις φυλακές που μόνος σου έχτισες και τις εξυμνείς από φόβο... Και όχι φυλακή δεν είναι ούτε η Μαντρουγάδα, ούτε η Σολεδάδ. Καταλαβαίνεις σε ποια γλώσσα σου μιλάω;
 Πες μου, δείξε μου, ζωγράφισέ το μου, χόρεψέ το, τραγούδησέ το μου. Άσε με να μπορώ να χρησιμοποιήσω όλες μου τις αισθήσεις να δω πως μυρίζει η δροσιά, πως ακούγεται η γλύκα και ποια είναι η εικόνα της μουσικής. Βοήθησέ με να γευτώ την ηρεμία. Ακούω τη σιωπή σου, αλλά διψάω για την φωνή σου.
 Έφτασες ως εδώ. Μία νέα μέρα ξημερώνει. Μία μέρα. Μία μέρα χαράς για τα όσα είσαι, για ό,τι είσαι και συνάμα μία μέρα ντροπής για τα όσα είσαι, για ό,τι είσαι.
 Δεν πειράζει... Κουβαλάω άλλωστε δύο τέρατα μέσα μου. Δύο καρδιές. Μία κυνική και μία ρομαντική. Παλεύουν ξέρεις... Θα λέω τάχα με καμάρι πως κερδίζει η πρώτη για ν'αντέχω να ταιριάζω που και που, μα θα πεθαίνω κάθε μέρα προτού σβήσω αληθινά, ελπίζοντας να την φάει η δεύτερη... Κι εσύ; Το παραμύθι αυτό, που το τέρας του ρομαντισμού, έκαψε τα ρούχα του κυνισμού και γυμνά όπως 'μείναν τα δύο τους φτιαγμένα τελικά από την ίδια δίψα, φέραν στον κόσμο την αγάπη
 Πειράζει; Τι πειράζει που κι αν καταλαβαίνουμε όλες τις γλώσσες του κόσμου πια, μας μπερδεύουνε τα σημεία στίξης; Λες επιτήδες να είναι όλα διττά, λες να είναι δειλά; Τι πειράζει που για λίγη σιγουριά άλλωστε καταπίνουμε, θαυμάζουμε κι απορούμε σε λάθος στιγμές. Όπου μας βολεύει! ό,τι είναι πιο εύκολο, Τι πειράζει να σωπαίνουμε και να φρενάρουμε όπου μας είπαν πως πρέπει; Κι ας υπήρχε τελικά κι άλλος δρόμος... Κι ας ήταν όλες οι πόρτες στις φυλακές μας ορθάνοιχτες. Κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε κι ας μιλάμε την ίδια γλώσσα. Δεν αναπνέουμε την ίδια στίξη όμως. Βάζουμε τα γυαλιά μας και παρακολουθούμε καθαρά να κατασπαράζει η μία μας καρδιά την άλλη. Κι έτσι ξημέρωνει... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου