20240405

Le début du bonheur

  Τον Σοπενχάουερ τον γνώρισα κατά την ενηλικίωση μου. Συχνά, όταν γνωρίζω κάποιον, κάτι, προσπαθώ να πιάσω σήμα και πιάνω. Όχι με το στανιό, συμβαίνει. Συμβαίνει ίσως επειδή ξέρω που να βρω αρμονία με κάτι που μου μοιάζει ή πνευματική ανησυχία σε πράγματα και ανθρώπους που δεν μου μοιάζουν αλλά, η στάση τους και η καλοσύνη τους εμπνέουν σεβασμό. 

 Τον Άρτουρ λοιπόν, θυμάμαι καλά να μου τα λέει στα περισσότερα και να τον βάζω κάπως στο τιμόνι. Δέκα χρόνια μετά πιάνω ένα άλλο παιδί του Άρτουρ που προσπαθεί να αγγίξει την ευτυχία και με πιάνω να σκέφτομαι: Ώπα ρε άνθρωπε, όχι κι έτσι, όχι τόσο πνιγηρά, όχι τέτοιος συμβιβασμός, τέτοια παραίτηση, τάχα για την ευτυχία...

 Έβαλα έτσι να δω «τ' απομεινάρια μίας μέρας» και σκέφτηκα: Όχι, όχι είστε χαζοί... τι κάνετε; Γιατί τέτοιο πνίξιμο; Γιατί τέτοιος συμβιβασμός, τέτοια παραίτηση; Μιλήστε... Μην πεθάνετε σιωπηλά και τάχα ευτυχισμένοι...

 Πήγα κι βρήκα μετά «την τέχνη του πολέμου» και τον «ηγεμόνα» μήπως μπορέσω να τα κάνω όντως δικά μου. Χωρίς να ξέρω αν επιθυμώ πραγματικά κάτι τέτοιο, αλλά για να ξορκίσω άγαρμπα ή μεθοδικά την παραίτησή τους, τον συμβιβασμό τους, τον φόβο τους. Δεν τα έχω αγγίξει ακόμα, οπότε δεν ξέρω πολλά να σας πω. Ακόμα... 

 Άγγιξα όμως τον Ρουμί και δεν με άγγιξε, ακόμα, καθόλου εκείνος. Διάβαζα και διάβαζα και προσπαθούσα να καταλάβω ως προς τι όλο αυτό το χαϊπ ξαφνικά σαν γρίπη. Κατάλαβα τι αγόρασαν, μα διάβαζα και διάβαζα και σκέφτηκα: Κάπου ώπα βρε Τζελαλαντίν μου, φτάνει πια με αυτή τη μίρλα και τον θεό. Φτάνει πια με την «αγάπη» όταν δεν μπορείς να μου πεις τι είναι «η αγάπη». Ίσως να ήταν κακή η μετάφραση, δεν ξέρω... και να σκεφτείς ότι έφτασα σε εκείνον επειδή διάβασα κάπου ότι γνώρισε έναν περίεργο τύπο τον Σαμς και έξυσαν ο ένας το μυαλό του άλλου σε μία πνευματική περιπέτεια ζωής. Το θαύμασα αυτό και λέω: να δικός μου ο τρελάρας, ξέρει για την ευτυχία. Χασταγκ νοτ.

 Τέλος πάντων, μέσα σε όλη αυτή την ταραχή που με ποιον να την συζητήσω και ποιος θα με καταλάβει, βρήκα τον έρωτα στην «ασκητική». Τότε που έβαζα τον Σοπενχάουερ στο τιμόνι, τρεις φίλοι μου, επέμεναν ξανά και ξανά «διάβασε την ασκητική». Από πείσμα το άργησα, μα να που κατάλαβα τι είχατε δει... Κι ερωτεύτηκα έτσι ξανά. Την πρώτη φορά με την πρώτη ματιά, εκεί στα ψηλά, παιδί πολύ, να κοιτώ μαγεμένη το «δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος». Το 'βαλα στο τιμόνι κι ας μην ήξερα τη ρίζα. Αυτή τη φορά, βαθιά, καθάρια, συνειδητά, λίγες μέρες πριν, μία καθαρά Δευτέρα που δεν φύσηξε ποτέ, φύσηξε μέσα μου δροσούλα καυτή. Τους παράτησα όλους κι ανάμεσα σε κάτι λουλούδια και χορτάρια, πάλι στα ψηλά, τους φώναξα σε κάποια στιγμή: Μα γιατί άργησα τόσο να συναντήσω την ψυχή μου; Σαν ένα κομμάτι παζλ που βρήκες επιτέλους από που έλειπε και συμπληρώθηκε η μεγάλη εικόνα. Την βρήκα τη ρίζα επιτέλους!

 Θα σκεφτείς τώρα εσύ πως δε θα έπρεπε να τολμώ να μιλώ για τον Ρουμί και για τον Άρτουρ. Τέτοιο θράσος πια; Το σκέφτομαι κι εγώ μωρέ μια στο τόσο, τάχα θα με κράζει κι έμενα κάποια Ελενίτσα, αιώνες μετά, ή θα θέλει να με διαβάσει ξανά και δεύτερη και τρίτη φορά κάποιος να δει μην άλλαξαν τα μέσα του και δεν ταιριάζουν οι ανάσες μας ακόμα; Μετά αφήνω λίγο τις παράλογες σκέψεις και τρέχω με τον λογισμό μου εκεί στα ψηλά... Αφορισμένη, απαλλαγμένη κι αδιάκοπα ερωτευμένη, χωρίς φόβους, χωρίς ελπίδες, λέφτερη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου