20180221

4Ω 20w

 Λέκκα, τζαμαρία, υποψία βροχής. Στην κούπα μου έχω λίγο μέλι, λουϊζα και τσάι του βουνού. Η μουσική μυρίζει σαρανταπεντάρι βινύλιο του '60 που ξημερώνει σαν λιακάδα στην κοιλάδα της ανεμελιάς. Δουλεύω πολύ σκληρά αυτές τις μέρες και αυτά τα μεσημέρια που κλέβω χρόνο από τον χρόνο και την πραγματικότητα είναι μαγεία.
 Χθες τα μάτια μου συνάντησαν την ιδέα του Γκιγιέρμο και παίχτηκε μεγάλος καυγάς στο κεφάλι μου. Μπερδεψουά η κατάστα. Έβγαινα από την αίθουσα ξεφυσώντας και κατά τη διάρκεια της προβολής άλλαζα πλευρό νευρικά μονολογώντας «κοίτα να δεις ο σατανάς». Ξεκάθαρα ο τύπος με μία χρονομηχανή ταξίδεψε στο μέλλον, διάβασε τις ιστορίες μου, γύρισε πίσω και τις έκανε ταινίες. Κι όχι μόνο πήρε μυρωδιά από την ιδέα, αλλά την έντυσε με αισθητική και την χτένισε με μουσική που ξεκάθαρα επίσης με ένα γιγαντιαίο τρυπάνι διείσδυσε και πήρε ο λωποδύτης από τα μυστικά ντουλάπια του εγκεφάλου μου. Τέλος πάντων, θα τον βρω να του ζητήσω τα ρέστα κάποια στιγμή. 
 Σήμερα επίσης έκανα κοπάνα. Μου άρεσε. Μου αρέσει να κάνω κοπάνες που και που! Θέλω να κάτσω λίγο να σκεφτώ ασόβαρα τι μου αρέσει να κάνω, για να το κάνω πιο πολύ. Τυχαία σήμερα ο υπολογιστής μου, μου υπενθύμισε να ψάξω τι με κάνει ζωντανή για να το κάνω, γιατί ο κόσμος χρειάζεται ζωντανούς ανθρώπους. Κατά τα άλλα η λουϊζα λεμονίζει, αλλά και πιπερίζει κι ίσως το εγώ να έχει ήδη διαιρεθεί. 

20180220

Σοβεί

_ Πάλι καλά που είστε και εσείς που τρώτε σαλάτες και νιώθω για λίγο σεφ!
_ Τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;
_ Συγγραφέας!

 Ο διάλογος αυτός, στο περίπου, έγινε κάπου στο κέντρο της πόλης! Η μαγεία στη σύντομη αυτή ιστορία είναι ότι εγώ είπα την μεσαία ατάκα του διαλόγου! Ένας νεαρός που σίγουρα φτιάχνει τις πιο νόστιμες σαλάτες του κόσμου, γράφει κιόλας! Γράφει για βροχές!
 Παρακάτω.
 Στο έχω πει πώς ο καιρός αλλάζει αναλόγως με τη διάθεσή μου. Θα στο ξαναπώ για να προσέχεις. Είχα συννεφιάσει, χώθηκα μέσα στην κουκούλα μου, πήρα ένα ζεστό τσάι και ξεκίνησε βροχούλα!
 Παρακάτω.
 Νωρίτερα περπατώντας άκουσα το όνομά μου. Γύρισα κι είδα έναν νεαρό που δεν ήμουν και πολύ σίγουρη ότι φώναζε εμένα. Έσμιξα τα μάτια μου να εστιάσω καλύτερα και ναι, εμένα φώναζε. Απέκλεισα βάσει ονόματος κάποιες ομάδες και είπα διστακτικά «μήπως είσαι ξάδερφός μου;»
Και ευτυχώς ήταν ξάδερφός μου! Είμαστε μεγάλο σόι, αλλά όσο μεγάλο κι αν είμαστε είναι τόσο άσχημο που φτάνεις σε σημείο να μην αναγνωρίζεις αμέσως την οικογένεια σου. Ευτυχώς βέβαια που ήταν οικογένεια και δεν ήταν γκόμενος, γιατί για φαντάσου πόσο πονεμένη ατάκα θα ήταν αυτή για τον άνθρωπο.
 Παρακάτω. 
 Ο ξάδερφος με φώναζε με το πρώτο μου όνομα. Κάποια στιγμή άλλαξα το όνομά μου από πείσμα. Αυτό σε δεύτερη φάση με βοήθησε να τακτοποιήσω καλύτερα τους ανθρώπους. Είναι μαγικό πώς μία μικρή αλλαγή μπορεί να σε βοηθήσει να σιδερώσεις τις τσακίσεις. Είναι μαγικό πώς αναλόγως με το πως θα με φωνάξουν νιώθω πιο ζεστά, πιο οικεία πιο, πιο, πιο. Είναι επίσης ενδιαφέρον πώς οι σημαντικότεροι των σημαντικών, με βάπτισαν ξανά και ξανά, όλοι διαφορετικά και πώς αυτοί που αισθάνθηκα πιο κοντά μου με φώναζαν με το πρώτο μου όνομα ακόμα κι αν δεν τους συστήθηκα ποτέ με αυτό. Κάποτε ένα αγόρι, βρήκε το πραγματικό μου όνομα, το κοίταξα, του έκλεισα το μάτι και έφυγα μακριά του.
 Παρακάτω.
 Σε άλλα νέα χθες δεν βρήκα μονάχα ένα! Βρήκα πολλά. Δεν καταλαβαίνω γιατί οι περισσότεροι δεν τα μαζεύουν. Δεν καταλαβαίνω γιατί τα πετάνε; Με κάμποσα τέτοια κατάφερα να κάνω κάποτε μία βόλτα στη γη.
 Παρακάτω.
 Τρέχω να προλάβω να μην αρχίσει η προβολή. Μία κοπέλα ερωτεύεται κάτι που θα μπορούσε να μοιάζει με κροκόδειλο. Το τσογλάνι, να δεις που θα πάρει όσκαρ. Όσκαρ με πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν πραγματικά 28 στις 1002201808. Όσκαρ με παραμύθια.
 Παρακάτω.



20180218

Τοστ πλουϊτ

 
Βρέθηκα πάλι στο μυστικό αγαπημένο μου γραφείο. Βρέθηκα ξανά στα στέκια τα παλιά. Σήμερα είναι Κυριακή, χθες ήταν Σάββατο κι αύριο θα είναι Δευτέρα. Η προηγούμενη πρόταση περιγράφει απόλυτα τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Η επόμενη πρόταση αναφέρεται στο τι συνέβη νωρίτερα σήμερα το πρωί: Ξύπνησα από βαθύ ύπνο κι άρχισα να τρέχω πανικόβλητη για να ξεράσω κάπου. Κάτι θα με πείραξε μάλλον. Ύστερα αφού άδειασα, κοιμήθηκα ξανά, ξύπνησα και άρχισα να τρώω μία πάστα. Καθώς έτρωγα την πάστα, ένιωσα μία αηδία, σαν να έφαγα κάτι πολύ άσχημο ή σαν να άλλαξε στιγμιαία η πάστα γεύση. Την έφτυσα! Λίγα λεπτά αργότερα ξεχάστηκα και η γεύση της πάστας ήταν πάλι ίδια, έφαγα μερικές κουταλιές και επέστρεψα την υπόλοιπη στο ψυγείο. Υποθέτω ότι αυτά είναι το κύκνειο άσμα του πάρτι των συμπτώσεων (επεισόδιο προπροηγούμενο). Έτσι, για να γελάσουμε λίγο ακόμα βρε αδερφέ.
 Δυστυχώς νιώθω ότι στο φανερομυστικό λιμάνι μου αυτόν τον καιρό, στο σεντουκάκι με τους θησαυρούς μου, στο αγαπημένο μου πλοκ, εκτελούνται υποχρεωτικές εργασίες, για τις οποίες έχω υπογράψει βεβαίως βεβαίως, αλλά μάλλον... Νιώθω εσάνς δημοσίου ότι πλημμύρισε το λιμανάκι. Εσάνς που ταξιδεύει από πασιέντζα και τεράστια διαλείμματα για καϊφε, σε κακής ποιότητας βραδινή σαπουνόπερα και καταλήγει στην εκκλησία την Κυριακή να προσπαθεί να σβήσει την «δίψα» με κόλλυβα τυχαίου μνημοσύνου.
_ Καλός άνθρωπος ο Γιώργος, θειός σχωρέστον. 
_ Μα Μαρία την έλεγαν!
Νιώθω ότι δεν μπορώ να γράψω κανένα παραμύθι. Τώρα. Βουτιά και μέσα στο νερό χωρίς ανάσα. Σσσσσ, αύριο θα είναι Δευτέρα και χθες ήταν Σάββατο. 
 Παρ'όλα αυτά καλοκάγαθή μου πάχνη, μου άφησες στα δάχτυλα έναν ρυθμό. Σαράντα κι έξι παλμούς το λεπτό οι όποιοι από φάλαγγα σε φάλαγγα με κατεύθυνση από το εγώ στον κόσμο αγγίζουν αισίως τους εκατόν ενενήντα τέσσερις και έναν. Ο ένας για να σπάει τον κανόνα. Ο ρυθμός αυτός σήμερα θα γυρίσει το κεφάλι του εσκεμμένα από την άλλη. Πλοτ τουίστ και φαινόμενο της πεταλούδας. Όχι τροφή για σκέψη, όχι. Τροφή για τσίκι, τσίκι, φτου. 


  •  Ο Γολιάθ γελάει με την σφεντόνα του Δαβίδ, κοκομπλόκο ο Δαβίδ, πετάει στην άκρη τη σφεντονίτσα. Ο Γολιάθ πλησιάζει τον Δαβίδ και αδέξιος σάματις είναι, πατάει την σφεντονίτσα και του την σπάει. 
  • Δούρειος Ίππος παρκαρισμένος έξω από την Τροία, «Έλληνες, Αθηνά χαριστήριον». Τρώες απορούν αν υπάρχει έστω κι ένας άνθρωπος στον πλανήτη που θα άνοιγε την πόρτα πεπεισμένος. Γελάνε. 
  • Νώε κάνει κουμάντο στο φόρτωμα. Δεινόσαυροι τρώνε πόρτα από την κιβωτό λόγω ντρες κόουντ. 
  • Νεύτωνας το τρώει στο κεφάλι, κλωτσάει νευριασμένος την μηλιά, κάθεται πάλι κάτω και συνεχίζει την προσπάθεια να καθαρίσει το κρεατάκι που σφήνωσε μεταξύ κυνόδοντα και πρώτου προγομφίου. 
  • Κολόμβος τρώει φτύσιμο από ζευγαράκι ιθαγενών που φασώνεται στην παραλία. Με τα χίλια ζόρια μετά από πρήξιμο φάση «γουέρ ιζ ακρόπολις;» και μπόλικη γλώσσα του σώματος του έδειξαν «όλο ευθεία». Κατάλαβε λάθος, γύρισε πίσω. 
  • Ναπολέων έβαλε τα κλάματα επειδή δεν ήταν αρκετά ψηλός για να μπει στο ρολερ κοστερ. Έκλαψε βουβά γυρνώντας διακριτικά το κεφάλι από την άλλη. Κανένας δεν το είδε αυτό ποτέ. 
  • Ιουλιέτα δεν γουστάρει καθόλου τον ηλίθιο που της χαλάει τον κισσό για να τις λέει πίπες κάθε βράδυ. Αν είχε κάτι, ευχαρίστως θα του το πέταγε από το μπαλκόνι κατ' ευθείαν στο δόξα πατρί.
  • Στο Χάμελιν δεν έχει ακουστεί ποτέ κανένα πνευστό. Απαγορεύονται. Ξεκάθαρα ήταν όλα ένα ψέμα. 
  • Ο Αλαντίν ανατρίχιαζε με τον ήχο που κάνει το ανθρώπινο νύχι πάνω στον μαυροπίνακα, το πιρούνι που πατινάρει σε ένα άδειο πορσελάνινο πιάτο, το πανάκι ενώ τρίβει το λυχνάρι. 
  • Ο βάτραχος είπε ψέματα στην χοντρή που τον φίλησε. Είχε βάλει στοίχημα με μερικούς φίλους. Ήταν κι αυτή λιγουλάκι απελπισμένη.
  • Αχ Χιονάτη, οι νάνοι έπαιρναν πάντα μάτι. Ο πρίγκιπας δεν ήρθε ποτέ. 
  • Ο Βάλτερ το έβαλε στα πόδια, σιγά μην κάτσει να κάνει μαλακίες ο Γουλιέλμος.
  • Ο Άγιος Βασίλης είναι αλκοολικός. Κάθε βράδυ πίνει πολύ. Όλα τα βραδιά.
Έχει κι άλλα η ιστορία, δεν αντέχω όμως σήμερα. Είναι εξαντλητικό να κρατάς το μονοκλ για να βλέπεις τις λεπτομέρειες, ιδίως όταν το άλλο μάτι παρτάρει με έκσταση. Χρειάζομαι εξάλλου και λίγο καφέ να ξυπνήσω. Άλλωστε αύριο είναι Δευτέρα και ξέρεις τώρα, οι Δευτέρες είναι Δευτέρες, είτε βρόμικες είτε καθαρές. Ευλόγησον.






20180215

Σκόνη

Καθάρισα τον υπολογιστή μου. Τον καθάρισα μετά από πολλά χρόνια. Πόσα δεν ξέρω, έχασα το μέτρημα. Έβαλα οινόπνευμα σε ένα βαμβάκι, καθάρισα τα πλήκτρα, την οθόνη και γύρω γύρω. Νωρίτερα τον ίδιο χρόνο, άδειασα τον υπολογιστή μου απ' οτιδήποτε είχε μέσα ο εγκέφαλός του. Μετέφερα όλα τα αρχεία σε συρτάρια. Ο υπολογιστής μου παρ'όλα αυτά αργεί πολύ να σκεφτεί. Πρέπει δε να τον καθαρίσω ακόμα πιο σχολαστικά, διότι αν και είναι ορατά καθαρότερος από πριν, φέρει ακόμα πολλή σκόνη.


20180214

1002201708:27

Θεωρία των πιθανοτήτων, Μέρφι και φίλοι (του Μέρφι) τα τελευταία εικοσιτετράωρα κάνουν πάρτι στον εγκέφαλο μου. Θα έλεγα πως χορεύουν τρανς και κάνουν κατάχρηση όλων των γνωστών και άγνωστων ναρκωτικών ουσιών. Χθες, μα τους χίλιους γαλάζιους ελέφαντες του προφήτη Σάου-Σάου, ούρλιαζαν τραγουδώντας καραόκε τα κωλόπαιδα. Γρια γειτόνισσα εγώ που είπε αντίο σε κάθε άνοιξή της, βάζω σε λούπα το ανοιξιάτικο βαλσάκι του Σοπέν, μπας και σταματήσω το πάρτι τους, να τους ξενερώσω! Πολλά ζωντανά ξέρεις, ξενερώνουν με Σοπέν. Δεν γουστάρουν. Ήρθε σήμερα μία γυναίκα και μου είπε να αλλάξω αμέσως αυτή τη μουσική που είναι για να κοιμηθείς.
Και περνάνε λοιπόν οι ώρες και τους το χαλάω λίγο και περνάνε οι ώρες και το πάρτι αρχίζει ξανά. Μέσα σε μία θάλασσα κόβω βόλτες πάνω κάτω μιλώντας μόνη όπως κάθε τρελός που σέβεται τον εαυτό του. Που να μιλήσω και τι να πω; Τα φωνάζω, αλλά ο καθένας ακούει μονάχα αυτά που θέλει να ακούσει. Δε θα μιλήσω σε κανέναν ξανά, γιατί κανείς δε θα καταλάβει. Μου αρκεί που κατάλαβες εσύ για μία στιγμή. Μετά τα βάζω πάλι κάτω και τίποτα δεν βγαίνει σωστό. Κύριοι, υπάρχει σφάλμα εδώ κι ας είναι χάλια η σχέση μου με τα μαθηματικά. Τα βάζω κάτω και τίποτα δε βγαίνει ούτε λάθος.
«Απίθανα» λέω και ξεφυσάω. Ύστερα, περνάει μία ισπανόφωνη στιγμή, μου χαμογελάει, μου κλείνει το μάτι, ξεχνιέμαι εγώ με το πανέμορφό της χρώμα και κρυφακούει η ζωή που σκέφτομαι «A ¡hola! πιθανά».
Μία είμαι σίγουρη πώς, δεν μπορεί, αυτό είναι χάρισμα! Μετά το ξανασκέφτομαι και αποφασίζω πως είναι κατάρα. Μετά γίνεται πάλι χάρισμα κι ύστερα πάλι μπελάς κι ύστερα φορτίο ασήκωτο κι ύστερα φτερά που με ταξιδεύουν κι ύστερα... 
Γύρω οχλαγωγούν, φλυαρούν, porte-parole. Ξέρουν την πανάκεια, ξέρουν τον έρωτα, ξέρουν τη ζωή, ξέρουν τους πλανήτες, ξέρουν, ξέρουν, ξέρουν, μα όλα πια τα ξέρουν. Παπάρια, τα βρήκαν έτοιμα και τα κλέψαν και ντυθήκαν βασιλιάδες. Ξέχασαν όμως να ράβουν. Ξέχασαν να ζωγραφίζουν το φεγγάρι, να τραγουδάνε δυνατά και να εξερευνούν. Χάθηκαν αυτά ανάμεσα στα «ξέρω». Ξέχασαν να κάθονται χάμω στη γη, να σιωπούν, να λερώνουν τα χέρια τους και τις καρδιές τους. Χάθηκαν κι αυτά ανάμεσα στην ανάγκη για αποδείξεις. Χάθηκαν τα γέλια, τα δάκρυα και οι γεύσεις. Χάθηκαν και οι αισθήσεις και σκόρπισε ο θάνατος.
Θα προσπαθήσω σιωπηλά να συνεχίσω να ράβω, να είμαι άνθρωπος ρακένδυτος μα πλούσιος από κλωστές, περιπατητής. Να σπέρνω και να θερίζω. Φεγγάρια να ζωγραφίζω με χοντρούς παιδιάστικους μαρκαδόρους, να τραγουδώ και να λερώνομαι. Μου αρέσει να λερώνομαι. Να γελάω, να κλαίω, να νιώθω και να γεύομαι. Θα προσπαθήσω στο υπόσχομαι. Και έτσι πάντα θα λάμπω για να μπορείς να με βρεις όποτε θες να περπατάμε παρέα παράλληλα.
Τώρα το πάρτι αρχίζει και σταματά θαρρώ. Θα ξέρω σίγουρα τον επόμενο καιρό. Μα πόσο με αναστάτωσε αυτό το πάρτι. Ελπίζω να σωπάσει, ειδάλλως θα φάω πέντε σφαλιάρες και πέντε όσκαρ. 'Η νόμπελ, από εμένα εξαρτάται αυτό κι από τον Νοέμβρη.
Μα τι απίθανη που είναι η ζωή... Πώς σε ακούει τις πιο μυστικές στιγμές κι αποφασίζει να παίξει το πιο τρελό σενάριο. Αποφασίζει αυτοβούλως δίχως να το συζητήσει πρώτα.
_ Κάτσε λίγο να τα πούμε βρε Ζωή. 
_ Όχι χέστηκα, έχεις χάρισμα, λέει και θα αρχίζει να χορεύει η παλαβή.
_ Όχι κατάρα Ζωή 
Πρόσεχε σε παρακαλώ, μην ξεχάσεις να ράβεις, σου έχω αφήσει κλωστές. Ντύσου με τα όμορφα κουρέλια σου και σπάσε τους καθρέφτες, πριν μου παγώσεις. Είναι παγίδα ο αντικατοπτρισμός και σε θολώνει, θα σε δείχνει βασιλιά μα θα φοράς τα κουρέλια σου κι αν δεν περπατάς η καρδιά σου θα κρυώσει. Πρόσεχε σε παρακαλώ μην ξεχάσεις να ράβεις, μην ξεχάσεις να περπατάς. 



20180207

stop motion

Σκέφτομαι σοβαρά πώς πρέπει εκτός από τις παραμυθένιες πραγματικότητες να αρχίσω να καταγράφω και τις πραγματικές πραγματικότητες. Θα ήθελα να μπορώ να μεταφέρω κάποτε στα παιδιά μου και να θυμάμαι πώς ένιωθα με τα «ναι» και τα «όχι». Τι συνέβαινε με τους πρόσφυγες, με τους σεισμούς, με τις φωτιές. Ποια ήταν τα σκάνδαλα της εποχής και ποιες οι κρίσεις. Τι υποστήριζε και ποιος και πώς αυτά έφταναν στα μάτια μου στο τέλος. Πώς ήταν η πόλη και πώς οι άνθρωποί της.
Δεν μου πολύ αρέσουν οι άνθρωποι της και φοβάμαι το τι κακό μπορούν να προκαλέσουν στην ιστορία. Βιάζουν με θράσος και άγνοια το σήμερα, σκέψου τι θα συμβεί όταν το σήμερα γίνει πολύ χθες... Δηλαδή μου αρέσουν οι άνθρωποι, γιατί αποτελούν τροφή για εμένα, αλλά, οι πολλοί δε με ψηλώνουν. Προσπαθούν να με κάνουν να δω κάτω, ενώ σκοπός είναι να κοιτάμε πάνω. Ποιος σήκωσε τελευταία φορά τον δείκτη του για να σας δείξει κάτι πάνω; Συνήθως σηκώνουν τον δείκτη για να με μαλώσουν ή να μου δείξουν κάποιον διάδρομο προσγείωσης, ή μάλλον όχι διάδρομο,
κάποιον λάκκο, κάποια κατηφόρα, να κρυφτώ μέσα, να κυλήσω, να σοβαρευτώ, να μεγαλώσω πια, να γίνω σαν αυτούς. Θα τα φάω αυτά τα δάχτυλα μία μέρα. Θα τα μαζέψω και θα φτιάξω μία κούνια. Θα κάνω κούνια, θα κουνάω και τα πόδια μου ανέμελα καθώς θα χαζεύω. Μπορεί να τρώω και γλυφιτζούρια ή ποπκορν. Δεν ξέρω ακόμα... Θα αποφασίσω αργότερα!





20180204

Cloudy foggy moon

_ Χορεύεις;

Πλησίασαν έλυσε το σώμα της και αυτός την κράτησε πάνω του. Είχε τόση ησυχία που άκουγες τις ανάσες τους, τα απαλά τους βήματα... κι όμως νοερά η μουσική ήταν τόσο δυνατή που θα μπορούσε να κάνει ακόμα και τον πιο σκληρό άνθρωπο του κόσμου να ανατριχιάσει.
 Ένιωσε πώς δεν την κρατούσε άνθρωπος, ένιωθε πώς την είχαν αγκαλιάσει τα χέρια του θεού που για λίγα λεπτά για χάρη της άφησε έναν ολάκερο κόσμο στην τύχη του.
Τα χέρια του την έσφιγγαν και την χάιδευαν ταυτόχρονα. Τόσο δυνατά, τόσο αισθαντικά. Σαν να βουτάς για κοχύλια το καλοκαίρι, να σου τελειώνει το οξυγόνο κι εσύ να κοιτάς με πείσμα το κοχύλι σου χωρίς να σε νοιάζει η ανάσα που σου κλείνει το μάτι στην λυτρωτική επιφάνεια. Την άγγιζε όπως το κοχύλι που έπιασες χωρίς αέρα στα πνευμόνια σου σχεδόν νεκρός και όσο ποτέ άλλοτε ζωντανός. Σαν εκείνο το ανέμελο καλοκαίρι. Σαν σόλο μέσα σε μία συναυλία κατάμεστη που όλοι σώπασαν ευλαβικά για να ξεδιψάσουν. Σαν τα παιδιά που τους φωνάζει η μάνα ότι το παιγνίδι τελείωσε κι εκείνα συνεχίζουν με μανία να αρπάζουν τις στιγμές όσο προλάβουν πριν έρθει να τα μαζέψει με το ζόρι αλαφιασμένη. Σαν ένα βάζο με σοκολάτα που κάποτε καθάρισες με την γλώσσα, με τα δάχτυλά, με την ψυχή σου.

Όλα θα τελειώσουν μόλις τελειώσει το κομμάτι και ταυτόχρονα τίποτα δε θα τελειώσει ποτέ. Όλα έχουν ήδη αρχίσει και τίποτα δεν άρχισε ποτέ.



Εκείνη τα ξέχασε όλα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από την σιωπηλή μουσική και τη στιγμή. Δεν ταξίδευε πουθενά. Ήταν εκεί μαζί του. Δε χρειαζόταν να σκαρώσει κανένα παραμύθι, με κάθε τους ανάσα και βήμα έγραφαν μαζί ένα από τα πιο σπουδαία μυστικά παραμύθια του κόσμου. Τα χέρια της τύλιγαν και χάιδευαν το λαιμό του, φωνάζοντας όλα όσα θα έπρεπε το κεφάλι της να ξέρει και να είχε παραδεχτεί. Κι ύστερα επειδή ποτέ δε θα ήταν αρκετό μα και ποτέ δε θα ήταν λίγο αυτό το παραμύθι, του ψιθύρισε πώς το κομμάτι τελειώνει.
Εκείνη είναι η στιγμή που πέφτει το φιλί, πέφτει κι η αυλαία. Όμως αυτή η σκηνή δεν είχε φιλί. Την τράβηξε πάνω του ακόμα πιο πολύ, τον έσφιξε πάνω της ακόμα πιο δυνατά. Ό,τι ένιωθε  εκείνη ένιωθε κι αυτός. Ό,τι ένιωθε αυτός, ένιωθε κι εκείνη. Ό,τι ένιωθαν, χρωμάτισε το σύμπαν.
Το κομμάτι τελείωσε και λύθηκαν.
Γύρισε το κεφάλι της και είδε το φεγγάρι που ξεπρόβαλε θολό πίσω από ένα τεράστιο σύννεφο.

_Δες το φεγγάρι!














Άνοιξε τα μάτια απότομα, άπλωσε το χέρι της κι άρχισε να ψαχουλεύει να βρει τα γυαλιά οράσεως με τον χοντρό μαύρο σκελετό στο κομοδίνο. Τα φόρεσε και είδε δίπλα της το γλυκό του κουταλιού που την χάζευε. Της χαμογέλασε και της είπε απαλά

_Καλημέρα Έλλη