Θεωρία των πιθανοτήτων, Μέρφι και φίλοι (του Μέρφι) τα τελευταία εικοσιτετράωρα κάνουν πάρτι στον εγκέφαλο μου. Θα έλεγα πως χορεύουν τρανς και κάνουν κατάχρηση όλων των γνωστών και άγνωστων ναρκωτικών ουσιών. Χθες, μα τους χίλιους γαλάζιους ελέφαντες του προφήτη Σάου-Σάου, ούρλιαζαν τραγουδώντας καραόκε τα κωλόπαιδα. Γρια γειτόνισσα εγώ που είπε αντίο σε κάθε άνοιξή της, βάζω σε λούπα το ανοιξιάτικο βαλσάκι του Σοπέν, μπας και σταματήσω το πάρτι τους, να τους ξενερώσω! Πολλά ζωντανά ξέρεις, ξενερώνουν με Σοπέν. Δεν γουστάρουν. Ήρθε σήμερα μία γυναίκα και μου είπε να αλλάξω αμέσως αυτή τη μουσική που είναι για να κοιμηθείς.
Και περνάνε λοιπόν οι ώρες και τους το χαλάω λίγο και περνάνε οι ώρες και το πάρτι αρχίζει ξανά. Μέσα σε μία θάλασσα κόβω βόλτες πάνω κάτω μιλώντας μόνη όπως κάθε τρελός που σέβεται τον εαυτό του. Που να μιλήσω και τι να πω; Τα φωνάζω, αλλά ο καθένας ακούει μονάχα αυτά που θέλει να ακούσει. Δε θα μιλήσω σε κανέναν ξανά, γιατί κανείς δε θα καταλάβει. Μου αρκεί που κατάλαβες εσύ για μία στιγμή. Μετά τα βάζω πάλι κάτω και τίποτα δεν βγαίνει σωστό. Κύριοι, υπάρχει σφάλμα εδώ κι ας είναι χάλια η σχέση μου με τα μαθηματικά. Τα βάζω κάτω και τίποτα δε βγαίνει ούτε λάθος.
«Απίθανα» λέω και ξεφυσάω. Ύστερα, περνάει μία ισπανόφωνη στιγμή, μου χαμογελάει, μου κλείνει το μάτι, ξεχνιέμαι εγώ με το πανέμορφό της χρώμα και κρυφακούει η ζωή που σκέφτομαι «A ¡hola! πιθανά».
Μία είμαι σίγουρη πώς, δεν μπορεί, αυτό είναι χάρισμα! Μετά το ξανασκέφτομαι και αποφασίζω πως είναι κατάρα. Μετά γίνεται πάλι χάρισμα κι ύστερα πάλι μπελάς κι ύστερα φορτίο ασήκωτο κι ύστερα φτερά που με ταξιδεύουν κι ύστερα...
Γύρω οχλαγωγούν, φλυαρούν, porte-parole. Ξέρουν την πανάκεια, ξέρουν τον έρωτα, ξέρουν τη ζωή, ξέρουν τους πλανήτες, ξέρουν, ξέρουν, ξέρουν, μα όλα πια τα ξέρουν. Παπάρια, τα βρήκαν έτοιμα και τα κλέψαν και ντυθήκαν βασιλιάδες. Ξέχασαν όμως να ράβουν. Ξέχασαν να ζωγραφίζουν το φεγγάρι, να τραγουδάνε δυνατά και να εξερευνούν. Χάθηκαν αυτά ανάμεσα στα «ξέρω». Ξέχασαν να κάθονται χάμω στη γη, να σιωπούν, να λερώνουν τα χέρια τους και τις καρδιές τους. Χάθηκαν κι αυτά ανάμεσα στην ανάγκη για αποδείξεις. Χάθηκαν τα γέλια, τα δάκρυα και οι γεύσεις. Χάθηκαν και οι αισθήσεις και σκόρπισε ο θάνατος.
Θα προσπαθήσω σιωπηλά να συνεχίσω να ράβω, να είμαι άνθρωπος ρακένδυτος μα πλούσιος από κλωστές, περιπατητής. Να σπέρνω και να θερίζω. Φεγγάρια να ζωγραφίζω με χοντρούς παιδιάστικους μαρκαδόρους, να τραγουδώ και να λερώνομαι. Μου αρέσει να λερώνομαι. Να γελάω, να κλαίω, να νιώθω και να γεύομαι. Θα προσπαθήσω στο υπόσχομαι. Και έτσι πάντα θα λάμπω για να μπορείς να με βρεις όποτε θες να περπατάμε παρέα παράλληλα.
Τώρα το πάρτι αρχίζει και σταματά θαρρώ. Θα ξέρω σίγουρα τον επόμενο καιρό. Μα πόσο με αναστάτωσε αυτό το πάρτι. Ελπίζω να σωπάσει, ειδάλλως θα φάω πέντε σφαλιάρες και πέντε όσκαρ. 'Η νόμπελ, από εμένα εξαρτάται αυτό κι από τον Νοέμβρη.
Μα τι απίθανη που είναι η ζωή... Πώς σε ακούει τις πιο μυστικές στιγμές κι αποφασίζει να παίξει το πιο τρελό σενάριο. Αποφασίζει αυτοβούλως δίχως να το συζητήσει πρώτα.
_ Κάτσε λίγο να τα πούμε βρε Ζωή.
_ Όχι χέστηκα, έχεις χάρισμα, λέει και θα αρχίζει να χορεύει η παλαβή.
_ Όχι κατάρα Ζωή
Πρόσεχε σε παρακαλώ, μην ξεχάσεις να ράβεις, σου έχω αφήσει κλωστές. Ντύσου με τα όμορφα κουρέλια σου και σπάσε τους καθρέφτες, πριν μου παγώσεις. Είναι παγίδα ο αντικατοπτρισμός και σε θολώνει, θα σε δείχνει βασιλιά μα θα φοράς τα κουρέλια σου κι αν δεν περπατάς η καρδιά σου θα κρυώσει. Πρόσεχε σε παρακαλώ μην ξεχάσεις να ράβεις, μην ξεχάσεις να περπατάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου