20180204

Cloudy foggy moon

_ Χορεύεις;

Πλησίασαν έλυσε το σώμα της και αυτός την κράτησε πάνω του. Είχε τόση ησυχία που άκουγες τις ανάσες τους, τα απαλά τους βήματα... κι όμως νοερά η μουσική ήταν τόσο δυνατή που θα μπορούσε να κάνει ακόμα και τον πιο σκληρό άνθρωπο του κόσμου να ανατριχιάσει.
 Ένιωσε πώς δεν την κρατούσε άνθρωπος, ένιωθε πώς την είχαν αγκαλιάσει τα χέρια του θεού που για λίγα λεπτά για χάρη της άφησε έναν ολάκερο κόσμο στην τύχη του.
Τα χέρια του την έσφιγγαν και την χάιδευαν ταυτόχρονα. Τόσο δυνατά, τόσο αισθαντικά. Σαν να βουτάς για κοχύλια το καλοκαίρι, να σου τελειώνει το οξυγόνο κι εσύ να κοιτάς με πείσμα το κοχύλι σου χωρίς να σε νοιάζει η ανάσα που σου κλείνει το μάτι στην λυτρωτική επιφάνεια. Την άγγιζε όπως το κοχύλι που έπιασες χωρίς αέρα στα πνευμόνια σου σχεδόν νεκρός και όσο ποτέ άλλοτε ζωντανός. Σαν εκείνο το ανέμελο καλοκαίρι. Σαν σόλο μέσα σε μία συναυλία κατάμεστη που όλοι σώπασαν ευλαβικά για να ξεδιψάσουν. Σαν τα παιδιά που τους φωνάζει η μάνα ότι το παιγνίδι τελείωσε κι εκείνα συνεχίζουν με μανία να αρπάζουν τις στιγμές όσο προλάβουν πριν έρθει να τα μαζέψει με το ζόρι αλαφιασμένη. Σαν ένα βάζο με σοκολάτα που κάποτε καθάρισες με την γλώσσα, με τα δάχτυλά, με την ψυχή σου.

Όλα θα τελειώσουν μόλις τελειώσει το κομμάτι και ταυτόχρονα τίποτα δε θα τελειώσει ποτέ. Όλα έχουν ήδη αρχίσει και τίποτα δεν άρχισε ποτέ.



Εκείνη τα ξέχασε όλα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από την σιωπηλή μουσική και τη στιγμή. Δεν ταξίδευε πουθενά. Ήταν εκεί μαζί του. Δε χρειαζόταν να σκαρώσει κανένα παραμύθι, με κάθε τους ανάσα και βήμα έγραφαν μαζί ένα από τα πιο σπουδαία μυστικά παραμύθια του κόσμου. Τα χέρια της τύλιγαν και χάιδευαν το λαιμό του, φωνάζοντας όλα όσα θα έπρεπε το κεφάλι της να ξέρει και να είχε παραδεχτεί. Κι ύστερα επειδή ποτέ δε θα ήταν αρκετό μα και ποτέ δε θα ήταν λίγο αυτό το παραμύθι, του ψιθύρισε πώς το κομμάτι τελειώνει.
Εκείνη είναι η στιγμή που πέφτει το φιλί, πέφτει κι η αυλαία. Όμως αυτή η σκηνή δεν είχε φιλί. Την τράβηξε πάνω του ακόμα πιο πολύ, τον έσφιξε πάνω της ακόμα πιο δυνατά. Ό,τι ένιωθε  εκείνη ένιωθε κι αυτός. Ό,τι ένιωθε αυτός, ένιωθε κι εκείνη. Ό,τι ένιωθαν, χρωμάτισε το σύμπαν.
Το κομμάτι τελείωσε και λύθηκαν.
Γύρισε το κεφάλι της και είδε το φεγγάρι που ξεπρόβαλε θολό πίσω από ένα τεράστιο σύννεφο.

_Δες το φεγγάρι!














Άνοιξε τα μάτια απότομα, άπλωσε το χέρι της κι άρχισε να ψαχουλεύει να βρει τα γυαλιά οράσεως με τον χοντρό μαύρο σκελετό στο κομοδίνο. Τα φόρεσε και είδε δίπλα της το γλυκό του κουταλιού που την χάζευε. Της χαμογέλασε και της είπε απαλά

_Καλημέρα Έλλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου