20180130

Μα προφανώς ήταν η λάμπα που σκόρπισε το σκοτάδι.

Λένε ότι τα πράγματα έχουν τη βαρύτητα που εμείς τους δίνουμε. Λένε ότι η κοινωνία έχει επιταγές. Λένε πώς υπάρχουν ένστικτα. Λένε πώς όλοι εν δυνάμει είμαστε τα πάντα. Είμαστε τέρατα, είμαστε άγιοι. Είμαστε εγώ κι εσύ. Είμαστε εγώ;
Εσύ;
Κάποτε είχα διαβάσει για μία φοβερή τακτική να ξεγελάς τη ζωή. Να σου μένουν μαζί σου στο χρόνο καλές κι ανάλαφρες αναμνήσεις τρυπώντας εσκεμμένα την πραγματικότητα. Να καταφέρνεις εν τέλει να μένει κάτι μεγαλύτερο πάνω από το τρομερό μεγάλο που σε τραβάει από τα μαλλιά. Να το επισκιάζεις με τα ίδια σου τα χέρια. Ταίζεις τη μνήμη και πνίγεις την πραγματικότητα με κάτι μεγαλύτερο από το μεγάλο. Κάτι ακόμα πιο μεγάλο από το μεγάλο σου. Κάτι που θα πέσει σαν χιόνι να σε παγώσει λίγο ακόμη.
Η μεγάλη αναστάτωση που αρχίζει και τελειώνει στα μυαλά μας όμως;
Χορεύει τάνγκο με μεγάλο φόβο. Γιγαντώνεται ο φόβος όταν ο ίδιος κωδικός αναστάτωσης μπορεί να κάνει βόλτες σε δύο κεφάλια. Τότε;
Δεν ξέρω τι γράφω. Έχω αφήσει τα δάχτυλα μου ελεύθερα πάνω στο πληκτρολόγιο και προσπαθώ να φτάσω τη μουσική. Να μην χάσω τον ρυθμό της. Είμαι μέσα στον ρυθμό, είμαι μέσα στον ρυθμό, παίρνω μία ανάσα και... Χάος. Όχι πολύ μεγάλο χάος, αλλά αρκετό και σίγουρα τα νερά του είναι βαθιά. Χρειάζομαι καλοκαίρι και θάλασσα, τώρα. Όχι για να μάθω τι θα γραψώ . Όχι να φτάσω τη μουσική. Για να με φτάσει εκείνη, χωρίς να χάνω την ανάσα μου.
Ξέρεις κάτι. Γάμησέ το το καλοκαίρι. Δεν το χρειάζομαι. Δεν το αγαπώ πια. Χρειάζομαι μονάχα θάλασσα. Μία βουτιά. Όχι πως κάτι θα αλλάξει, αλλά η θάλασσα είναι μαγική και όλα θα τ'αλλάξει.
Χρειάζομαι μία ανάσα. Χρειάζομαι το ποδήλατό μου και μερικές κατηφόρες. Χρειάζομαι κάποιο ταξίδι. Χρειάζομαι να βγάλω ρίζες και να τις ξεριζώσω ξανά και ξανά. Πιο πολύ από όλα χρειάζομαι να σταματήσω να ξέρω πώς όπου και να πας, δεν σταματάς να κουβαλάς την ψυχή σου.
Ένα ακόμα τρομακτικό πράγμα στην ιστορία της ζωής είναι τα ποσά πολλά μένουν στη σιωπή. Πόσα πολλά πρέπει ακόμα να γραφτούν και πόσα κάποιος θα τα σκοτώσει με φρικτό πνιγμό. Κι ύστερα; Μετά από πόσα χρόνια παύει; Και τι γίνεται με τη σιωπή που ουρλιάζει; Και τι γίνεται με την ζωή θάλασσα που δεν μπορείς να συμβιβαστείς και να χορτάσεις; Τι συμβαίνει με την ψυχή που δεν πίστεψες ποτέ ότι υπάρχει;
Είναι υπέροχο να είσαι αυτοί οι στίχοι, αλλά σαν καρφίτσα πάντα θα με τσιμπάει ότι είναι όλα μέσα σε ένα τεράστιο μηδέν και η ευτυχία ενδεχομένως να εξισώνεται ορθώς για τα μικρά μας τα κεφάλια σε αυτά τα πρόσωπα-απρόσωπα με μάσκες που έχουν στήσει χορό μέσα στο μηδέν. Εντός ορίων, εντός του κύκλου. Άλλωστε είναι πολύ λεπτή η γραμμή αυτή που κλείνει και δημιουργεί το μηδέν και συγκρατεί σαν αγρίμι απ'έξω το χάος. Σπάει τόσο εύκολα. Ή μήπως το χάος είναι μέσα; Βέβαια τα μηδέν είναι σαν μπάμπουσκα. Ένα μηδέν αγκαλιάζει τ'άλλο και πράγματι βλέπεις παντού κύκλους και σύμπαντα. Σαν σπείρα που ποτέ δεν έγινε ένα, σαν τη σπείρα πάνω μου, που ποτέ δεν πρόσεξες.
Κι απόψε θα δεις το φεγγάρι τεράστιο. Έτοιμο να σε φάει.
Γι'αυτό χρειάζομαι τη θάλασσα. Για να κάνω το μεγαλύτερο να φάει το μεγάλο. Ένα μεγάλο πολύ δυνατό. Πολύ απλό και όμορφο. Που θα έπρεπε να τρώει τα πάντα αχόρταγα, με ηρεμία και βλέμμα που κόβει όλους τους πάγους της γης.
Είμαι μόνη μου και μόνη μου όταν είμαι πάλι μου φωνάζω. Κι όταν είμαι μαζί σας ουρλιάζω ξανά, αλλά δεν με ακούτε παρά μόνο εσύ κι εσύ και κανείς.
Χρειάζομαι να τρέξω. Όχι για να μην με πιάσει. Χρειάζομαι να τρέξω για να μην το πιάσω εγώ. Να τρέξω αντίθετα. Χρειάζομαι πολύ οξυγόνο. Τόσο που να ζαλιστώ να πέσω και να κοιτάξω τον ουρανό. Εκεί θα δω το φεγγάρι και θα το φάω εγώ.
Είχα πει πως κανένα γραπτό δε θα μείνει πουθενά για να μην προδοθώ. Μα να ΄ξερες μονάχα πόσα πολλά γραμμένα αξίζουν κάποιοι. Κι ύστερα ο βασιλιάς είναι αυτός που τα προδίδει όλα. Ένας βασιλιάς που στέκει εκεί περιμένοντας αρχή, μέση και τέλος. Όχι για να αλλάξει κάτι. Όχι για να αγαπήσει ή να αγαπηθεί. Ένας βασιλιάς που ήταν εκεί πριν από εσένα, πριν να έρθω κι εγώ εκεί.
Δεν έχω χάσει τον ρυθμό ακόμα. Χάνω ίσως κάποιες ανάσες. Αναπνέω ώρες ώρες τόσο αργά που γελάω στη σκέψη πως κάποια μέρα θα ξεχαστώ. Κι αυτό αργά, όλα αργά.
Σταμάτα. Μη σταματάς. Ούτε φρένο, ούτε γκάζι. Όλα είναι αισθήσεις. Βουτιά. Σαν τη βουτιά που αν δεν τη νιώσω σήμερα θα ξεμείνω από ανάσες. Μία βουτιά στα παγωμένα νερά. Να σπάσει η καρδιά μου από το κρύο και το αλάτι.
Μία κλεφτή ματιά που θα μου ρίξει το φεγγάρι θα το νικήσει το επίμονο δικό μου βλέμμα πάνω του, που θα το αφήσει πιο γυμνό από πριν που τόλμησε να κοιτάξει.
Γαρυφαλέλαιο στα χείλη. Ένας χορός με μάτια κλειστά ανάμεσα σε τόσο κόσμο αλλά τόσο μόνος σου. Αυτή η βουτιά στα παγωμένα νερά που δεν έκανες ποτέ. Να κλείνεις τα μάτια σε σκοτεινούς κήπους και να μπορείς να ακούς καθαρά τη βροχή. Να την μυρίζεις. Να την αφήνεις να σε αγγίζει στο πρόσωπο. Χωρίς πριν, χωρίς μετά. Σα θάλασσα που βρέθηκες μέσα και δε σε νοιάζει γιατί. Δε σε νοιάζει που η θάλασσά σου ξεκινάει και που σταματάει. Ποτέ να μην σε νοιάξει. Σαν μία μεγάλη κουβέντα που έγινε κομμάτια ή μισή και η άλλη μισή τσαλακώθηκε. Σαν τα δέκα καβουράκια που ακούγονται τόσο δυνατά όταν οδηγώ σε δρόμους μεγάλους. Σαν τα χέρια μου που ιδρώνουν στο τιμόνι όταν πλησιάζω άλλους και σκέφτομαι πως μπορεί να χαθεί ο έλεγχος. Σαν ένα πρωί που σε ξύπνησαν με φασαρία έξω από το παράθυρό σου. Σαν τσάι από τόπους μακρινούς που πεθαίνει ξεχασμένο σε κάποιο ντουλάπι. Σαν κάποια τραγούδια που σου άλλαξαν τη ζωή. Σαν μυστικά που κόπηκαν στα δύο και ξέρεις ότι θα είναι πάντα ζεστό κι αγκαλιασμένο το άλλο τους μισό. Σα γεύση από ροζ 6000 και μία πινελιά από το φως του φεγγαριού αλά γαλιστί. Σαν γρίφους υπέροχους και απλούς που γυρνάς την πλάτη και δε θα λύσεις ποτέ. Σαν ένα παράπονο που νιώθεις ότι κάτι αλλάζει. Σαν εσένα, σαν εμένα, σαν αυτόν, σαν εκείνους όλους και κανέναν μας ξανά.



«Είναι πολύ λίγοι άνθρωποι πάνω στη γη που είναι εντελώς ελεύθεροι. Δεν είμαι ελεύθερη, αλλά δουλεύω πάνω σε αυτό»


Υ.Γ. Εντάξει, που και που λέω κανένα ψέμα. Δε θα σταματήσω να αγαπώ το καλοκαίρι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου