Με μία ανάσα_
Προσπαθώ να βρω την άριστη συνταγή για να φτιάξω λουΐζα. Δεν πρέπει να γράψω περισσότερα, μα πως να συγκρατηθείς στα μάγια; Δεν πήρα κλαδάκι από τον θάμνο για να το αποξηράνω. Δηλαδή το φυτό χρειαζόταν φροντίδα. Χρειάζεται. Πήρα μισό βάζο. Πήρα ένα μισό ολόκληρο βάζο. Ήπια κάτι σαν κρέμα λεμόνι. Μολονότι αποσαφήνισα τις οδηγίες παρασκευής, δεν τα κατάφερα. Ακόμη.
Τον τελευταίο καιρό, έχω αγαπήσει αρκετά τις λεμονόπιτες. Πρόσεχε, όχι τις λεμονόταρτες, αυτές τις «πίτες» που έχουν και το λευκό από πάνω που μοιάζει με σαντιγί, μα σαν την γη δεν είναι. Είναι σαν τον παράδεισο που ποτέ δεν πίστεψα πως υπάρχει, αλλά τον πλάθουμε κάθε μέρα μέσα από συντρίμμια ξανά και ξανά. Και ενώ νιώθω μία απογοήτευση κι έπειτα μία υπεργοήτευση τούτη την εποχή κι ακροβατώ για να μην πέσω κι αυτό κλασικά με μπερδεύει, έπιασα στα χέρια μου ένα βιβλίο της Μαλβίνας. Βαρύ αυτό που θα γράψω, αλλά κάπως ρε παιδάκι μου να ένιωθα μία νοερή συγγένεια από τα παιδικάτα μου, χωρίς να έχω εμβαθύνει ποτέ αρκετά. Σκέφτηκα κάποτε σε ένα φανάρι πως η Μελίνα είναι η μάνα μου, η Ρίκα και η Μαλβίνα οι αδερφές μου. Ελπίζω βαθύτατα η αρρώστια μονάχα, να μην είναι κληρονομικός παράγοντας.
Έπιασα το βιβλίο λοιπόν ένα απόγευμα που το σπίτι ήταν άδειο και είχα φτιάξει μία κούπα βυσσινόκηπο. Άρχισα να διαβάζω και συνοφρυώθηκα. Αυτό που διάβαζα ήταν πλήρως κατανοητό και άκρως χαοτικό. ΜΑΛΑΚΑ ΜΟΥ, ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΤΣΑΙ! Κατέληξα να κόβω βόλτες πάνω στο χαλί και να ακούω τη φωνή μου. Διάβαζα δυνατά στην αρχή για να μη χάνεται το μυαλό μου κι έπειτα για να με ακούσει όλο το σύμπαν. Μα... Είναι φορές που κάτι διαβάζεις, κάτι βλέπεις, κάτι μυρίζεις, κάτι γεύεσαι και σκέφτεσαι «αυτό είμαι εγώ, γεια σου καθρέπτη μου, τι χαρά που επιτέλους συναντηθήκαμε γιατί νόμιζα πως δεν υπήρχε φως, μονάχα μοναξιά εδώ στην τρελούπολη». Για να γίνω μία βασικιά, έπαθα το ίδιο όταν είδα την Αμελί στα 18, χρόνια μετά απ' όταν γεννήθηκε το φιλμ και και και όταν διάβασα τον μικρό πρίγκιπα, στα 19. Τέτοια είμαι. Αμελί και μικρός πρίγκιπας. Τουλάχιστον δεν έχω αφήσει ακόμα τον Παυλίδη να με πείσει. Ή δεν έχω εμβαθύνει; (Εκτός από τη σοκολάτα, που έχει μέσα φράουλα, που δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα, θυμίστε μου να την ψάξω) Μα δε θέλω. Ενώ το βιβλίο το ήθελα. Ένιωσα χαρά όταν το αγόρασα. Ένιωσα χαρά όταν το διάβαζα. Σκέφτηκα πως πολύ θα ήθελα να μοιράζομαι αυτούσια αυτά που θαυμάζω κι εδώ. Αλλά δε θα το κάνω, διότι το έχω ήδη κάνει με λόγια διαφορετικά, ίδια.
Μιλούσα τις προάλλες με τη Βάσια. Δηλαδή χθες. Έφυγα από τη μία απογοήτευση και πήγα στη γοήτευση. Δεν πρόλαβε να μου πει για τον έρωτα γιατί ήρθαν οι τρελές. Θέλω πολύ να μου πει η Βάσια για τον έρωτα. Όταν μου πει, θα σας πω τι μου είπε. Αλλά νομίζω πως ήδη σας τα έχω πει, με λόγια διαφορετικά, ίδια. Μου έδειξε τις Σκιαδαρέσες και επί 51 λεπτά που οδηγούσα σήμερα μέχρι να φτάσω, τις άκουγα, τις ένιωθα. Ανυπομονώ να φύγω για να ακούω πάλι για μία περίπου ώρα, ώσπου πίσω να φτάσω, για τον Βαγγέλη, τον Άρη και για αετούς που πιάνουν καρχαρίες.
Θα το εξομολογηθώ κι ας σου είπα χθες πως πλέον υπάρχουν πράγματα που ούτε εδώ δεν τολμώ να αφήσω, χωρίς να είναι μασκαρεμένα έστω με roman à clef. Θα το εξομολογηθώ πως θα ήθελα να μπορώ να τραγουδώ πιο καλά, πιο πολύ και να ήξερα καλά να παίζω κι οργανάκι. Όχι τα μέτρια, του χαβαλέ. Τα ερωτεύσιμα. Σου είπα επίσης πως κάτι που βάζει ένα τουβλάκι και χτίζει τον τοίχο της απογοήτευσης, είναι η ιδέα πως αυτά που εδώ αφήνω, τελικά ίσως δε φτάνουν πουθενά. Όχι φυσικά ότι θα σταματήσω να φτύνω τα σωθικά μου. Το βρίσκω το νόημα μονάχη. Όχι πως θα σταματήσουν τα δάχτυλά μου να αγγίζουν κάμερες και πλήκτρα και χορδές...
Ήρθες ρε φιλαράκι από την άλλη εσύ την επόμενη μέρα, να μου πεις πως με είδαν δύο που στεκόμουν στο ανοιχτό το παραθύρι! Χάρηκα λιγάκι, ναι. Έφτασε η στιγμή να παραδεχτώ πως είμαι αδύναμη. Ντρέπομαι, μα κατάλαβα πως την έχω την ανάγκη να με χαιρετάνε από τον δρόμο, να με χαιρετούν από τα άλλα παράθυρα γειτονάκια, να μου χαρίζουν βάζα μισογεμάτα οι καρδίες οι απλόχερες οι ολογέμιστες, να με εμπιστεύονται, να με κοιτούν στα μάτια να ψηλώνουμε παρέα, να μου μιλούν, να κάθονται σιμά μου στη σιωπή να ξερνάμε τις ψυχές μας σε συντρίμμια παραδεισένια.
Μόλις με ρώτησε ο Νάσος, τι βάραω στα πλήκτρα τόση ώρα. Αν παίζω ή αν δουλεύω. Του απάντησα πως βαστάω το παράθυρο ανοιχτό. Με ρώτησε ποιο είναι το μπλογκ, του εξήγησα πως δεν είναι αυτό που ακούγεται, περίπου. Έπειτα με ρώτησε αν είναι «μαμαδοφάση». Του είπα «Ξερνάω. Είναι έρωτες και τσάι η φάση». Ο Νάσος χάρηκε, χάρηκα κι εγώ.
Χαρές και χαιρετίσματα και να πεθάνει ο Χάρος και «το βρήκατε εύκολα;» και ένα σωρό κλισέ. Ξερνάω ξανά αδέρφια.
Άντε μπάι τώρα τέλειωσε η μπαταρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου