Βρέχει πάλι! Την έκανα την εξέταση. Είχα πολύ χαρεί στην ιδέα της μέθης. Όταν είχα κάνει κάποια άλλη εξέταση με μέθη, μόλις ξύπνησα είχα ενθουσιαστεί τόσο από το πως εκεί που τους μιλούσα ξύπνησα σε άλλο χώρο και μου έτρεχαν σαλάκια στο μαξιλάρι! Αυτή τη φορά, ξάπλωσα. μου έβαλαν τα μηχανήματα κι άκουγα την καρδιά μου που πήγαινε πάρα πολύ γρήγορα. Μου είπαν ότι είχα αγχωθεί και τσουπ, το νιώθω όλο. Στεγνά. Χωρίς πρώτα να το συζητήσουμε λίγο. Είχα πιει τέσσερα λίτρα καθαρτικού με γεύση όχι εμετού, αλλά κακού πλαστικού φτηνιάρικου παιγνιδιού από την Κίνα, μέσα σε γλυφό νερό νησιού που δεν πίνεται, με μπόλικη μαγειρική σόδα, αλάτι και ζάχαρη. Το ήπια. Τέσσερα λίτρα, χωρίς να ξεράσω. Και μέθη δεν έγινε ποτέ. Μου είπαν πως μου έδωσαν ενδοφλέβια παυσίπονα και κάτι για να είμαι ήρεμη, αλλά δεν έκανα αυτό τον ωραίο τον βαθύ τον ύπνο της προηγούμενης φοράς, ούτε ήμουν μέσα στην τρελή χαρά μετά. Επίσης θα στο ξαναπώ, αυτό που γινόταν εκεί πίσω, το ΕΝΙΩΘΑ ΟΛΟ. Εκ των υστέρων μαθαίνω ότι μάλλον την πρώτη φορά δεν ήταν αυτό που λένε «μέθη» αλλά κάτι πιο βαρύ. Τέλος πάντων, όλα καλά. Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια.
Η καραντίνα συνεχίζεται και σήμερα έφτιαξα δύο φαγητά. Δύο! Σε μία μέρα. Όχι σε ένα μήνα που είναι μία νορμάλ κατάσταση. Έφτιαξα μπακαλιάρο με σκορδαλιά και κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο. Θα σου εξηγήσω... Σχετικά με τον μπακαλιάρο και την σκορδαλιά ίσως δεν έχω κάποια καλή δικαιολογία. Ίσως γιατί ήταν η μέρα; Ή κλάιν ας φάμε όσο σκόρδο μπορούμε τώρα; Δεν ξέρω, απλά έγινε. Το κοτόπουλο με εκνεύριζε. Αποφάσισα να λιώσω άπειρες τοματούλες για να έχω στην κατάψυξη χυμό και δεν θα χωρούσαν άλλα σακουλάκια αν δεν δημιουργούσα χώρο.
Βγήκαν όλα πολύ νόστιμα. Ίσως αυτό το κοτόπουλο να ήταν ότι πιο όμορφο έχω φτιάξει ποτέ. Έκρυψα σε όλα τα φαγητά σήμερα μπίρα. Δεν ξέρω να μαγειρεύω, ούτε το ψάχνω, αλλά βάζω αγάπη. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι πως θα γίνει κάτι νόστιμο. Το φαντάζομαι νόστιμο. Νιώθω τι γεύση θέλω να έχει κι ύστερα, μαγικά, τη δημιουργώ. Ξέρω ωστόσο πολύ καλά να παραγγέλνω!
Αφού λοιπόν υπήρχε στο σπίτι άπειρο φαγητό (και δύο πίτσες από χθες) σκέφτηκα ότι ήρθε η στιγμή να ξεκινήσω σωματική άσκηση. Ναι τώρα! Τώρα που υπάρχει φαϊ και μου λένε να μείνω σπίτι. Έβαλα λοιπόν κολάν, αντιανεμικά, παπουτσάρες, έστειλα 6 στο 13033, πήρα την ταυτότητα και βγήκα. Πήγα μηχανικά να επιλέξω τον δρόμο που συνήθως δεν συναντώ πολύ κόσμο και ενώ άρχισα να ανηφορίζω, διαπιστώνω ότι αν και 19:00 το απόγευμα οι δρόμοι, η ησυχία, ο ρυθμός ήταν σα να είναι 00:00. Αλλάζω έτσι δρόμο και επιλέγω έναν κεντρικό. Όλα άδεια. Στα επόμενα βήματα βρίσκω μπροστά μου 1 cent. Ομολογώ ότι χάρηκα πολύ. Σκέφτηκα πόσο παραμυθένια είναι η ζωή μου για ακόμα μία φορά. Υπό αυτές τις συνθήκες, αυτή τη μέρα, να επιλέγω να βγω, να αλλάζω δρόμο τελευταία στιγμή για να βρεθώ πάνω στο κέρμα. Σκέφτηκα ότι ακόμα κι έτσι, η μαγεία δεν σταματά, την έλκω, όχι απλά την δημιουργώ.
Τρέχω, περπατάω, τρέχω, χωρίς να σκέφτομαι ρυθμό, χρόνο, δρομολόγια. Κάνω ό,τι μου έρθει. Στο δρόμο όσους πεζούς συνάντησα είχαν μαζί τους ένα σκύλο. Ακόμα και τα αμάξια, ήταν ελάχιστα. Ερημιά. Σε κάποια στιγμή βρήκα έναν σκύλο, είχε περιλαίμιο, αλλά δεν είχε ταυτότητα. Σκέφτηκα ότι ήταν αδέσποτος και άρχισα να του μιλάω. Τον ρώτησα αν ήθελε να συνεχίσουμε την βόλτα παρέα, του είπα «ψήσου να έχω μία καλύτερη δικαιολογία» μου γάβγισε, του σφύριξα, με ακολούθησε λίγο, του ξαναείπα «άντε έλα», μετά πετάχτηκε από κάπου ο ιδιοκτήτης, μόνο ρεζίλι... Εκεί έτρεξα για λίγο και δεν κοίταξα πίσω. Σταμάτησα για να χαζέψω ένα φανάρι. Έρημος δρόμος. Το φανάρι έκανε κανονικά τον κύκλο του μα δεν υπήρχε ούτε πεζός, ούτε αμάξι. Έπειτα παρατήρησα τα νεράντζια. Πεσμένα κάτω. Κανένας δεν τα είχε κλωτσήσει. Πήρα ένα και το άφησα να κυλήσει λίγο στον άδειο δρόμο. Το χάζεψα και συνέχισα. Βρέθηκα πάλι σε δίλημμα και αποφάσισα τελικά να μπω μέσα από την Πλάκα.
Μπροστά αρκετά μέτρα ήταν μία κοπέλα. Είχα σταματήσει να τρέχω και περπατούσα. Παρατήρησα ότι κρατάει μία κούτα από ζαχαροπλαστείο. Θυμήθηκα ότι θέλω γλυκό. Φορούσε τακούνια και ο ρυθμικός τους ήχος έσπαγε την σιωπή. Σκέφτηκα ότι χαλάει την καραντίνα και πηγαίνει επίσκεψη. Αναρχική; Ανεύθυνη; Αδιάφορη; Ξένη; Αλλά ποια είμαι εγώ να τα σκέφτομαι αυτά. Πήγα να κλέψω ξένο σκύλο. Αν και αρκετά μέτρα μπροστά μου, έφτασε στη μύτη μου το άρωμά της. Αναρωτήθηκα αν ο ιός μπορεί να ταξιδέψει όπως η μυρωδιά του αρώματος. Μετά ταξίδεψα σε κάτι άσχετες άλλες σκέψεις και την είδα να σταματάει. Γύρισε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ελαφρώς σαστισμένη. Σκέφτηκα ότι ίσως τρόμαξε, μετά σκέφτηκα να αποφύγω να την κοιτάξω στα μάτια για να αποφύγω κάποια ενδεχόμενη συναναστροφή με άνθρωπο, όχι για τον ιό, αλλά το κλασσικό που προχωράς και κάνεις ότι δεν βλέπεις κάποιον γνωστό σου. Έπειτα όμως την κοιτάω γιατί σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι τουρίστρια και να έχει χαθεί, όποτε να την βοηθήσω με το βλέμμα μου να αισθανθεί άνετα να μου πει αυτό που θέλει. Μου μιλάει και μου λέει ότι είναι πολύ ερημικά και φοβήθηκε και της λέω με μία άνεση λες και το έκανα πρόβες «έλα πάμε παρέα». Περπατήσαμε έτσι μαζί! Μου είπε να την βρω στο ίνσταγκραμ να γίνουμε φίλες. Την βρήκα και είδα ότι είναι ηθοποιός. Την κοίταξα και μου λέει «δεν είμαι γνωστή τώρα ξεκινάω».
_Κοίτα να δεις! Όταν μεγαλώσω θέλω μάλλον να γίνω σκηνοθέτις.
Μετά από την σύντομη κουβέντα μου είπε ότι είναι 33 ετών. Φαίνεται πολύ μικρότερη. Σκέφτηκα ότι μου αρέσει πολύ άνθρωπος που λέει «τώρα ξεκινάω» χωρίς να σκέφτεται ηλικιακά όρια. Σκέφτομαι ότι είναι κοινωνική σαν κι εμένα. Ότι πιθανότατα να είναι στο καστ μου κάποια στιγμή. Θα έχει πλάκα όταν μας ρωτάνε πως γνωριστήκαμε. Σκέφτομαι ότι η ζωή μου συνεχίζει να είναι παραμύθι. Έλα τώρα; Σκέψου το σκηνικό. Σκέψου το 1 cent.
_Μία φίλη στα χρόνια της πανδημίας λοιπόν, της είπα και ύστερα από λίγο φτάσαμε! Την χαιρέτισα με ένα χαμόγελο και μία μικρή υπόκλιση και συνέχισα. Συνέχισα με το χαμόγελο που την άφησα. One shot, χωρίς πρόβα, χωρίς να σταματήσω την κίνηση.
Κάπου εκεί νοερά, άρχισα να βλέπω το μπαλόνι να βολτάρει αμέριμνο στους άδειους δρόμους. Ένα μεγάλο κίτρινο μπαλόνι. Γύρω στα είκοσι μου, συνήθιζα να κάνω βόλτες με κάποιο μπαλόνι. Περπατούσα πολύ τα βράδια. Ξημερώματα και είχα παρέα ένα μπαλόνι. Άλλοτε οι δύο μας, άλλοτε με φίλους κι άλλες φορές με τυχαίους αδέσποτους σκύλους που ακολουθούσαν. Είδα το μπαλόνι να ανεβαίνει τις κυλιόμενες σκάλες στο μετρό. Όση ώρα στάθηκα να τις παρατηρήσω δεν τις χρησιμοποίησε κανείς.
Κατηφορίζοντας προς το σπίτι άρχισα να κλοτσάω τα νεράντζια. Κυλούσαν υπέροχα στις άδειες κατηφόρες. Έσκυβα έπιανα μερικά, τα μύριζα, τα πέταγα μπροστά σα να έπαιζα μπόουλινγκ. Έτσι όπως έσκυψα να μαζέψω ένα, βρήκα ακόμα ένα κέρμα των 2 cents. Εκεί βεβαιώθηκα. Η ζωή μου είναι παραμύθι σπουδαίο. Όλο αυτό έπρεπε να το καταγράψω. Οι άδειοι δρόμοι κι ο λόγος που τους έχει ερημώσει, είναι μία στιγμή που πρέπει να απαθανατιστεί. Οι δρόμοι πρέπει να γεμίσουν μπαλόνια και νεράντζια. Η κίνηση που δεν είναι φυσιολογικό να ντύνεται από τόση μοναξιά πρέπει να μείνει. Πρέπει να σπάσει το παράξενο, από το απροσδόκητο. Όπως σου είπα η εικόνα της πόλης, είναι εικόνα μίας πόλης τα ξημερώματα. Όμως τα ξημερώματα τα φανάρια σταματάνε και οι σκάλες στο μετρό δεν λειτουργούν. Αυτό που συμβαίνει είναι ανατριχιαστικό. Τί πρέπει όμως να στείλω στο 13033 που δεν έχει την επιλογή;
7: σκορπίζω μπαλόνια και νεράντζια στην άδεια πόλη και αιχμαλωτίζω τη στιγμή στην κάμερα μου.
Η καραντίνα συνεχίζεται και σήμερα έφτιαξα δύο φαγητά. Δύο! Σε μία μέρα. Όχι σε ένα μήνα που είναι μία νορμάλ κατάσταση. Έφτιαξα μπακαλιάρο με σκορδαλιά και κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο. Θα σου εξηγήσω... Σχετικά με τον μπακαλιάρο και την σκορδαλιά ίσως δεν έχω κάποια καλή δικαιολογία. Ίσως γιατί ήταν η μέρα; Ή κλάιν ας φάμε όσο σκόρδο μπορούμε τώρα; Δεν ξέρω, απλά έγινε. Το κοτόπουλο με εκνεύριζε. Αποφάσισα να λιώσω άπειρες τοματούλες για να έχω στην κατάψυξη χυμό και δεν θα χωρούσαν άλλα σακουλάκια αν δεν δημιουργούσα χώρο.
Βγήκαν όλα πολύ νόστιμα. Ίσως αυτό το κοτόπουλο να ήταν ότι πιο όμορφο έχω φτιάξει ποτέ. Έκρυψα σε όλα τα φαγητά σήμερα μπίρα. Δεν ξέρω να μαγειρεύω, ούτε το ψάχνω, αλλά βάζω αγάπη. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι πως θα γίνει κάτι νόστιμο. Το φαντάζομαι νόστιμο. Νιώθω τι γεύση θέλω να έχει κι ύστερα, μαγικά, τη δημιουργώ. Ξέρω ωστόσο πολύ καλά να παραγγέλνω!
Αφού λοιπόν υπήρχε στο σπίτι άπειρο φαγητό (και δύο πίτσες από χθες) σκέφτηκα ότι ήρθε η στιγμή να ξεκινήσω σωματική άσκηση. Ναι τώρα! Τώρα που υπάρχει φαϊ και μου λένε να μείνω σπίτι. Έβαλα λοιπόν κολάν, αντιανεμικά, παπουτσάρες, έστειλα 6 στο 13033, πήρα την ταυτότητα και βγήκα. Πήγα μηχανικά να επιλέξω τον δρόμο που συνήθως δεν συναντώ πολύ κόσμο και ενώ άρχισα να ανηφορίζω, διαπιστώνω ότι αν και 19:00 το απόγευμα οι δρόμοι, η ησυχία, ο ρυθμός ήταν σα να είναι 00:00. Αλλάζω έτσι δρόμο και επιλέγω έναν κεντρικό. Όλα άδεια. Στα επόμενα βήματα βρίσκω μπροστά μου 1 cent. Ομολογώ ότι χάρηκα πολύ. Σκέφτηκα πόσο παραμυθένια είναι η ζωή μου για ακόμα μία φορά. Υπό αυτές τις συνθήκες, αυτή τη μέρα, να επιλέγω να βγω, να αλλάζω δρόμο τελευταία στιγμή για να βρεθώ πάνω στο κέρμα. Σκέφτηκα ότι ακόμα κι έτσι, η μαγεία δεν σταματά, την έλκω, όχι απλά την δημιουργώ.
Τρέχω, περπατάω, τρέχω, χωρίς να σκέφτομαι ρυθμό, χρόνο, δρομολόγια. Κάνω ό,τι μου έρθει. Στο δρόμο όσους πεζούς συνάντησα είχαν μαζί τους ένα σκύλο. Ακόμα και τα αμάξια, ήταν ελάχιστα. Ερημιά. Σε κάποια στιγμή βρήκα έναν σκύλο, είχε περιλαίμιο, αλλά δεν είχε ταυτότητα. Σκέφτηκα ότι ήταν αδέσποτος και άρχισα να του μιλάω. Τον ρώτησα αν ήθελε να συνεχίσουμε την βόλτα παρέα, του είπα «ψήσου να έχω μία καλύτερη δικαιολογία» μου γάβγισε, του σφύριξα, με ακολούθησε λίγο, του ξαναείπα «άντε έλα», μετά πετάχτηκε από κάπου ο ιδιοκτήτης, μόνο ρεζίλι... Εκεί έτρεξα για λίγο και δεν κοίταξα πίσω. Σταμάτησα για να χαζέψω ένα φανάρι. Έρημος δρόμος. Το φανάρι έκανε κανονικά τον κύκλο του μα δεν υπήρχε ούτε πεζός, ούτε αμάξι. Έπειτα παρατήρησα τα νεράντζια. Πεσμένα κάτω. Κανένας δεν τα είχε κλωτσήσει. Πήρα ένα και το άφησα να κυλήσει λίγο στον άδειο δρόμο. Το χάζεψα και συνέχισα. Βρέθηκα πάλι σε δίλημμα και αποφάσισα τελικά να μπω μέσα από την Πλάκα.
Μπροστά αρκετά μέτρα ήταν μία κοπέλα. Είχα σταματήσει να τρέχω και περπατούσα. Παρατήρησα ότι κρατάει μία κούτα από ζαχαροπλαστείο. Θυμήθηκα ότι θέλω γλυκό. Φορούσε τακούνια και ο ρυθμικός τους ήχος έσπαγε την σιωπή. Σκέφτηκα ότι χαλάει την καραντίνα και πηγαίνει επίσκεψη. Αναρχική; Ανεύθυνη; Αδιάφορη; Ξένη; Αλλά ποια είμαι εγώ να τα σκέφτομαι αυτά. Πήγα να κλέψω ξένο σκύλο. Αν και αρκετά μέτρα μπροστά μου, έφτασε στη μύτη μου το άρωμά της. Αναρωτήθηκα αν ο ιός μπορεί να ταξιδέψει όπως η μυρωδιά του αρώματος. Μετά ταξίδεψα σε κάτι άσχετες άλλες σκέψεις και την είδα να σταματάει. Γύρισε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ελαφρώς σαστισμένη. Σκέφτηκα ότι ίσως τρόμαξε, μετά σκέφτηκα να αποφύγω να την κοιτάξω στα μάτια για να αποφύγω κάποια ενδεχόμενη συναναστροφή με άνθρωπο, όχι για τον ιό, αλλά το κλασσικό που προχωράς και κάνεις ότι δεν βλέπεις κάποιον γνωστό σου. Έπειτα όμως την κοιτάω γιατί σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι τουρίστρια και να έχει χαθεί, όποτε να την βοηθήσω με το βλέμμα μου να αισθανθεί άνετα να μου πει αυτό που θέλει. Μου μιλάει και μου λέει ότι είναι πολύ ερημικά και φοβήθηκε και της λέω με μία άνεση λες και το έκανα πρόβες «έλα πάμε παρέα». Περπατήσαμε έτσι μαζί! Μου είπε να την βρω στο ίνσταγκραμ να γίνουμε φίλες. Την βρήκα και είδα ότι είναι ηθοποιός. Την κοίταξα και μου λέει «δεν είμαι γνωστή τώρα ξεκινάω».
_Κοίτα να δεις! Όταν μεγαλώσω θέλω μάλλον να γίνω σκηνοθέτις.
Μετά από την σύντομη κουβέντα μου είπε ότι είναι 33 ετών. Φαίνεται πολύ μικρότερη. Σκέφτηκα ότι μου αρέσει πολύ άνθρωπος που λέει «τώρα ξεκινάω» χωρίς να σκέφτεται ηλικιακά όρια. Σκέφτομαι ότι είναι κοινωνική σαν κι εμένα. Ότι πιθανότατα να είναι στο καστ μου κάποια στιγμή. Θα έχει πλάκα όταν μας ρωτάνε πως γνωριστήκαμε. Σκέφτομαι ότι η ζωή μου συνεχίζει να είναι παραμύθι. Έλα τώρα; Σκέψου το σκηνικό. Σκέψου το 1 cent.
_Μία φίλη στα χρόνια της πανδημίας λοιπόν, της είπα και ύστερα από λίγο φτάσαμε! Την χαιρέτισα με ένα χαμόγελο και μία μικρή υπόκλιση και συνέχισα. Συνέχισα με το χαμόγελο που την άφησα. One shot, χωρίς πρόβα, χωρίς να σταματήσω την κίνηση.
Κάπου εκεί νοερά, άρχισα να βλέπω το μπαλόνι να βολτάρει αμέριμνο στους άδειους δρόμους. Ένα μεγάλο κίτρινο μπαλόνι. Γύρω στα είκοσι μου, συνήθιζα να κάνω βόλτες με κάποιο μπαλόνι. Περπατούσα πολύ τα βράδια. Ξημερώματα και είχα παρέα ένα μπαλόνι. Άλλοτε οι δύο μας, άλλοτε με φίλους κι άλλες φορές με τυχαίους αδέσποτους σκύλους που ακολουθούσαν. Είδα το μπαλόνι να ανεβαίνει τις κυλιόμενες σκάλες στο μετρό. Όση ώρα στάθηκα να τις παρατηρήσω δεν τις χρησιμοποίησε κανείς.
Κατηφορίζοντας προς το σπίτι άρχισα να κλοτσάω τα νεράντζια. Κυλούσαν υπέροχα στις άδειες κατηφόρες. Έσκυβα έπιανα μερικά, τα μύριζα, τα πέταγα μπροστά σα να έπαιζα μπόουλινγκ. Έτσι όπως έσκυψα να μαζέψω ένα, βρήκα ακόμα ένα κέρμα των 2 cents. Εκεί βεβαιώθηκα. Η ζωή μου είναι παραμύθι σπουδαίο. Όλο αυτό έπρεπε να το καταγράψω. Οι άδειοι δρόμοι κι ο λόγος που τους έχει ερημώσει, είναι μία στιγμή που πρέπει να απαθανατιστεί. Οι δρόμοι πρέπει να γεμίσουν μπαλόνια και νεράντζια. Η κίνηση που δεν είναι φυσιολογικό να ντύνεται από τόση μοναξιά πρέπει να μείνει. Πρέπει να σπάσει το παράξενο, από το απροσδόκητο. Όπως σου είπα η εικόνα της πόλης, είναι εικόνα μίας πόλης τα ξημερώματα. Όμως τα ξημερώματα τα φανάρια σταματάνε και οι σκάλες στο μετρό δεν λειτουργούν. Αυτό που συμβαίνει είναι ανατριχιαστικό. Τί πρέπει όμως να στείλω στο 13033 που δεν έχει την επιλογή;
7: σκορπίζω μπαλόνια και νεράντζια στην άδεια πόλη και αιχμαλωτίζω τη στιγμή στην κάμερα μου.