20190729

τα κουτάκια

 Πριν καιρό κατάλαβα πως ζούμε όλοι μέσα σε κουτάκια. Ξυπνάμε σε κουτάκια και φεύγουμε για λίγο από αυτά, έχοντας στο μυαλό μας πως θα γυρίσουμε πάλι σε αυτά. Όλη μέρα κοιτάμε κουτάκια, άλλος πιο μεγάλα κι άλλος πιο μικρά.
 Σε ένα κουτάκι μεγάλο, με πολλά κουτάκια μικρά μέσα, ήμουν μία μέρα φορτωμένη. Έψαχνα για μπρόκολα όταν άκουσα το όνομά μου. Ήταν ένα ευγενικό αγόρι που κάποτε για ένα χρόνο πήγαμε στο ίδιο πανεπιστήμιο και παίζαμε όλη μέρα με μαρκαδόρους, χορούς και λαχνίσματα. Κάποτε κάναμε και μία αγκαλιά μέσα σε μία περίπου ζούγκλα!
 Βιαζόμουν να βρω τα μπρόκολα. Λίγο γιατί το είχα πιστέψει, λίγο γιατί η πεντανόστιμη γραβιέρα με τσίλι από το προηγούμενο σούπερ μάρκερ αλλοιωνόταν όσο έμενε εκτός ψυγείου, λίγο, λίγο, λιγόψυχη σε κόσμο μεγάλων, έτρεχα. Με φώναξε λοιπόν και μου άδειασε χώρο στο καρότσι του να ακουμπήσω τα πράγματά μου. Λίγες στιγμές μετά με βρήκα ξανά. Απόλαυσα αυτή την μικρή βόλτα. Σταμάτησα να τρέχω. Εμένα το σούπερ μάρκετ πολύ μου αρέσει. Έχω περάσει φοβερές στιγμές στα σουπερμάρκετ. Τον ρώτησα τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει και μου είπε! Μετά μου είπε γιατί το καναρίνι του το λένε Κύκλωπα, για το ποδήλατό του την Γριούλα και την ιστορία με το αβοκάντο του που καταφέρνει να μεγαλώσει ω μωρό μου, σε αυτόν τον άγριο κόσμο και τον κάνει πολύ χαρούμενο και για τα προηγούμενα αβοκάΝΤΑ που του τα έφαγαν οι χελώνες. Όπως μου είπε σε κάποια στιγμή, αυτά είναι πράγματα που δεν έχει πει σε άλλον, ίσως γιατί δεν είναι σημαντικά και δεν έχουν κανένα νόημα. Εμένα όμως θα μου αρέσουν, σκέφτηκε. Είχε τόσο δίκιο. Εμένα κάτι τέτοια, πολύ πολύ μου αρέσουν. Αποχωριστήκαμε και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για κάποια τυχαία στιγμή στο ίδιο σούπερ μάρκετ.
 Πριν δύο μέρες στεκόμουν σε μία γέφυρα με μία χάρτινη σαΐτα στο χέρι και σκεφτόμουν να την πετάξω ή όχι. Έπειτα στην εντελώς αντίθετη πλευρά της πόλης κράτησα στην κάμερα λίγο από το πρώτο φως του ήλιου για κάτι καινούργιο που έχω στο μυαλό και θα το αφήσω κάποια στιγμή στη μέση κι αυτό. Φεύγοντας από το λιμάνι, μία κόκκινη νταλίκα κόλλησε πίσω μου και για δύο ολόκληρα λεπτά, δεν έβγαλε το χέρι από την κόρνα. Εμένα μου άρεσε αυτή η φασαρία. Με ηρεμεί. Φτάσαμε στο παζάρι και ήθελαν να μου πουλήσουν τα γράμματα 30€! Αυτό ας πούμε με τάραξε! Σε'μένα ρε; Δεν τα πήρα. Κι είχα πάει μπας και βρω αυτά που άφησα στις εκλογές 8€... Αλλά που! Τα πούλησαν. Μα καλά, ποιος περίεργος αγοράζει παλιά γράμματα; Το κερασάκι στην τούρτα: με σταμάτησαν οι μπάτσοι! Έζησα για κάποιες στιγμές το «καλός μπάτσος-κακός μπάτσος». Πούλησα το «ευάλωτη-σεκσι» και έφυγα χωρίς πόνο.
 Χθες αποφάσισα να έχω τα δικά μου γράμματα. Να τα δημιουργήσω. Αλλά ούτε εκεί τα πήγα πολύ καλά. Ο κόσμος σήμερα δε θέλει φίλους δι' αλληλογραφίας. Ξεκίνησα να βλέπω και την υπηρέτρια και τη σταμάτησα στα 30 περίπου λεπτά, όταν ένιωσα ότι κάτι πολύ καλό έρχεται και πρέπει να το μοιραστώ.
 Τώρα επιστρέφω από το νοσοκομείο. Την έχω πάρει την απόφαση και μένει μόνο να απαντήσω θετικά στην εισερχόμενη κλήση που θα περιμένω. Σκέφτομαι τα φιλιά. Αχ τα φιλιά. Αυτά φταίνε για όλα. Αλλά αυτό είναι για άλλη ώρα. Πήγα και αγόρασα τσάι. Πράσινα μόνο, για τα πίνω κρύα. Το τσάι της Παλλακίδας που πια όλοι ξέρετε, δε θα επεκταθώ, το sakura που έχει κεράσι, κανέλα και ροζ πιπέρι και το πράσινο σύννεφο που έχει ροδοπέταλα, μάνγκο και περγαμόντο. Κάθισα και σε αυτό το καφέ που μου αρέσει και πήρα καφέ ζεστό και αυγά. Πήρα και δεύτερο καφέ ζεστό.
 Ωραία που είναι η ζωή!







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου