20180301

Contact improvisation

«Δε νιώθω καλά στα παπούτσια μου. Άλλοτε είναι πολύ μικρά κι άλλοτε μέσα τους κολυμπάω. Δεν μπορώ να ανασάνω κι άλλοτε χάνομαι» είπε αυτά το λόγια, πέταξε τα παπούτσια της μακριά κι άρχισε να τρέχει.
 Η Έσθερ έτρεξε μέρες ολόκληρες. Έτρεξε νύχτες, έτρεξε μήνες, έτρεξε χρόνια. Πουθενά δεν πήγαινε, πουθενά δεν ήθελε να φτάσει και κάποιες φορές δεν ήθελε να θυμάται ούτε από που ξεκίνησε.
 Μία νύχτα πέρασε από μία γέφυρα. Ήταν τόσο όμορφη αυτή γέφυρα που την μάγεψε κι έκανε μία στάση. Ήταν η γέφυρα της ελπίδας. Σταμάτησε να πάρει μία ανάσα και να δει από περιέργεια πόσο μακριά είναι η θάλασσα. Ανέβηκε ψηλά κι άρχισε να χαζεύει τον δρόμο, τα δέντρα, τους ανθρώπους, τα παιδιά, την κίνηση και τη ζωή. Αγνάντευε από τη γέφυρα της ελπίδας μέρες ολόκληρες. Αγνάντευε νύχτες, μήνες, χρόνια. Ξαφνικά ένα βράδυ, αργά το βράδυ λίγο πριν την αυγή, άρχισε να βρέχει μαρκαδόρους. Λευκούς μαρκαδόρους! Η Έσθερ έκλεισε τα μάτια της κι ευχήθηκε να έχει μία αγκαλιά, μέσα στη ζεστασιά της να δει τη βροχή από μαρκαδόρους και να μη νιώθει πια τόσο μόνη.
 Η γέφυρα της ελπίδας άκουσε την ευχή της και ξαφνικά ένα φάντασμα πήρε στην αγκαλιά του την Έσθερ. Μαζί αγκαλιασμένοι αγνάντεψαν τον δρόμο, τα δέντρα, τους ανθρώπους, τα παιδιά, την κίνηση και τη ζωή. Αγκαλιασμένοι αποκοιμήθηκαν, ερωτεύτηκαν, ζωγράφισαν και δημιούργησαν δύο ψυχές, την Σολεδάδ και την Μαντρουγάδα. Όταν η ώρα πέρασε και η βροχή από λευκούς μαρκαδόρους σταμάτησε, η Έσθερ γύρισε να χαμογελάσει το φάντασμα μα αυτό είχε εξαφανιστεί. Πόνεσε πολύ. Πήρε στα χέρια της έναν λευκό μαρκαδόρο και έγραψε στη γέφυρα της ελπίδας
«Μία μέρα».
Μία μέρα που η Έσθερ θα χαμογελάσει στο φάντασμα ξανά κι αυτό θα την κρατήσει πάλι στην αγκαλιά του. Η γέφυρα της ελπίδας έστεκε βουβή. Η Έσθερ πήγαινε νευρικά από άκρη σ'άκρη περιμένοντας κι ο χρόνος περνούσε. Η Έσθερ πήγαινε στενοχωρημένη από άκρη σ'άκρη περιμένοντας κι ο χρόνος περνούσε. Η Έσθερ πήγαινε εξαντλημένη από άκρη σ'άκρη περιμένοντας κι ο χρόνος είχε πια περάσει. Κάθε φορά που ένιωθε βήματα να τραντάζουν τη γέφυρα, η καρδιά της χτύπαγε δυνατά και γρήγορα. Κρυφοκοιτούσε να δει αν ήταν το φάντασμα της που ερχόταν. Έκανε πρόβες για να μη δείχνει ξαφνιασμένη κι ανυπόμονη, αλλά ήταν άσκοπο, κανένας από τους διαβάτες δεν ήταν το φάντασμα. Η γέφυρα της ελπίδας έβαλε τα κλάματα, δεν μπορούσε να την βοηθήσει... Τότε η Έσθερ κατάλαβε πώς έπρεπε να φύγει.
 Μάζεψε όλο τον πόνο της κι άρχισε να τρέχει ξανά. Στις πλάτες της πια κουβαλούσε την Σολεδάδ και την Μαντρουγάδα. Μπορεί να ήταν μεγάλο βάρος, αλλά η Έσθερ ήταν πολύ δυνατή γυναίκα. Πέρασαν μέρες ολόκληρες, πέρασαν νύχτες, μήνες, χρόνια. Όταν η Σολεδάδ κι Μαντρουγάδα μεγάλωσαν πέταξαν μακριά από την πλάτη της Έσθερ, ταξίδεψαν και σκέπασαν όλο τον κόσμο. Πήγε η Σολεδάδ στη Δύση και η Μαντρουγάδα στην Ανατολή, μα αυτό είναι μία άλλη ιστορία...
 Η Έσθερ είχε ολόλευκα μαλλιά πια. Έτρεχε μέρες ολόκληρες. Έτρεχε νύχτες, έτρεχε μήνες, έτρεχε χρόνια, ώσπου μία νύχτα 03:01 ένας αέρας της ψιθύρισε στο αυτί ότι το φάντασμα θα την περιμένει την ερχόμενη μέρα του θεού στη γέφυρα της ελπίδας.
 Όταν έφτασε εκείνη η μέρα η Έσθερ ήταν από νωρίς εκεί. Ψηλά στην γέφυρα, στεκόταν ανέμελα μα και κάπως ανυπόμονα παρατηρώντας τον δρόμο, τα δέντρα, τους ανθρώπους, τα παιδιά, την κίνηση και τη ζωή. Ξαφνικά ένιωσε μία ζεστασιά να πλησιάζει. Γύρισε και είδε το φάντασμα. Χαμογέλασε πιο πλατιά από ποτέ. Πήρε το φάντασμα από το χέρι και του έδειξε το «Μία μέρα» που ήταν γραμμένο στο πάτωμα κι ο χρόνος το είχε πια ξεθωριάσει. Στάθηκε πάνω του ξυπόλυτη, το φάντασμα την έκλεισε στην αγκαλιά του κι εκείνη χαμογέλασε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου