![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFPljdge8z9RoprDNziE7Km0n_9S_UWNMB-8qiBV-uZg7cc9o7sPdvtkbF0phmfaqDtK3LthWvi4xbHlRCFGduVvjNh6N1RnnFZDmIGEMiDGwvFeXYPsU34vvqbt0hsqVr1BDzeA6u2Ss/s320/imageedit_4_2818312231.gif)
Ωστόσο η Έλλη έπεσε.
Η ιστορία της Έλλης ξεκινάει κάπου στα βάθη της ανατολής όταν μία κινέζικη κίτρινη καταιγίδα της άλλαξε απροσδόκητα το παραμύθι. Ήταν περίπου μεσημέρι και έπλεε στα βαθιά. Τότε δεν είχε κρύο, ούτε τζαζ. Μονάχα πλεύση. Μέσα στη βάρκα που έπλεε μονάχη, περνούσε αρκετές ώρες τρέχοντας επί τόπου κι ακούγοντας Σοπέν. Μόνο Σοπέν.
Εκείνη την Τρίτη και ενώ έπλεε, η κινέζικη κίτρινη καταιγίδα προειδοποίησε με το βαθύ της μουγκρητό. Όπως ήταν λογικό, ο Σοπέν στα αυτιά της Έλλης δεν την άφησε να ακούσει τα προειδοποιητικά σημάδια.
Λίγες στιγμές αργότερα η Έλλη βρισκόταν μέσα στη γκρίζα θάλασσα.
Κακή βάρκα ή κακή η καπετάνισσα έχει άραγε καμία σημασία;
Σχεδόν αναίσθητη όπως πάντα, το κύμα την ξέβρασε στο νησί 91217.
Όταν ξύπνησε απέναντι της καθόταν ένα τεράστιο βάζο με γλυκό του κουταλιού και την κοιτούσε ευτυχισμένο.
Η Έλλη άρχισε να κλαίει κι έπειτα σταμάτησε. Ύστερα άρχισε να κλαίει ξανά κι έπειτα σταμάτησε πάλι. Αυτό το έκανε πολλές φορές μέχρι που το γλυκό του κουταλιού τη διέκοψε για να τη ρωτήσει ευγενικά αν είχε μαζί της κουτάλι να της χαρίσει λίγο από τον εαυτό του. Μεταξύ μας ήθελε και λίγο να ξαλαφρώσει, αλλά είχε πολύ γλυκιά καρδιά αυτό το γλυκό του κουταλιού, οπότε σίγουρα ήθελε να την κάνει χαρούμενη.
Η Έλλη έχασε το κουτάλι της μαζί με την βάρκα. Το γλυκό στενοχωρήθηκε γιατί περίμενε πολύ καιρό κάποιον με έναν κουτάλι. Η Έλλη έβαλε πάλι τα κλάματα.
Η ζωή της Έλλης ήταν πολύ παράξενη. Είχε κάνει πολλές βόλτες τη γη. Είχε γνωρίσει πολύ παράξενα πλάσματα. Κάθε της μέρα ήταν σαν ταινία κι όσες δεν ήταν, τις έκανε η Έλλη να είναι. Είχε πολλές ιστορίες να σου πει, αλλά έπρεπε να νιώσει ότι θες να τις ακούσεις πρώτα. Αλλιώς η Έλλη δε μιλούσε. Παρατηρούσε κι έπινε μέντα.
Αυτή την εποχή κανείς δεν ήθελε να ακούσει, έτσι μία μέρα που η Έλλη καθόταν δίπλα σε έναν φάρο και χάζευε μία τη θάλασσα, μία το κόκκινο φως του φάρου και μία το φεγγάρι πίνοντας μέντα, αποφάσισε να φύγει. Πήρε μία βάρκα και ταξίδευε στη θάλασσά της. Δεν ήξερε που πήγαινε. Ίσως ποτέ δεν ήξερε, αλλά πιθανότατα εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να βρεθεί σε κάποιο ξένο, παράξενο νησί.
Κοιτάζοντας λίγο καλύτερα το γλυκό και το έντονο πορτοκαλί του χρώμα της θύμισε κάτι.
_ Πώς σε λένε;
_ Είμαι το γλυκό του κουταλιού Μ. Εσένα;
_ Έλλη
_ Θα μου πεις μία ιστορία;
Η Έλλη σηκώθηκε, τακτοποίησε τα ανακατεμένα της μαλλιά, πέταξε μακριά τα μαύρα της γυαλιά, τέντωσε ψηλά τα χέρια της και με ένα χαριτωμένο αλματάκι έπεσε μέσα στο βάζο με το γλυκό του κουταλιού.
Δεν μπόρεσε να θυμηθεί τι ήταν αυτό το πορτοκαλί χρώμα.
Τέλος.
Υ.Γ. Έκαναν κι ένα παιδί και το είπαν Μέλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου