20230331

go love yourself

 Καλημέρα. 

 Δε θα το αναβάλλω άλλο. Σήμερα θα βουτήξω μέσα σε ακόμα μία αποτυχία. Θα κάνω την αρχή. Δέχθηκα μέσα σε λίγες ώρες μία απόρριψη και μία ανάμνηση. Έγινα φτωχότερη, πιο έμπειρη, πιο ολοκληρωμένη. Είμαι έτοιμη να αλλάξω χρώμα και να κυνηγήσω την απόλαυση. Είμαι έτοιμη για νέα σχέδια που θα ναυαγήσουν κι αυτά. Είμαι έτοιμη να δημιουργήσω κι ύστερα να κάψω άλλη μία Ρώμη. 

 Έχω πιεί καφέδες δύο και δεν ξέρω που έχασα την μπάλα και έπεσα σε αυτή την παγίδα. Όταν μεγαλώσω θα γίνω μαγαζί γωνία που ο ήλιος θα του γελάει και η νεραντζιές απ' έξω θα το κάνουν να μυρίζει όπως οι σκέψεις μου. 

 Θα αγοράσω κι ένα παντζάρι αν προλάβω πριν το μεσημέρι. Μήλο, πορτοκάλι, αχλάδι, παντζάρι, ζωή. Ξέρεις η ιδέα ότι το παντζάρι χρωματίζει όντως το μέσα σου, δεν ξεκινάει από μόνο του μία φοβερή ιστορία; 

 Μπέρδεψα τρομερά τις μέρες, τους μήνες και τις ώρες αυτό τον καιρό. Μπέρδεψα τον Μάιο με τον Απρίλη και το Σάββατο με Κυριακή. Ένιωσα πως οι 16:00 είναι μία δύσκολη ώρα καθότι δεν μπορείς με καθαρό μυαλό να πεις αν είναι μεσημέρι ή απόγευμα. Το ένιωσα και για τον Μάρτη. Δεν μπόρεσα καθαρά να πω ότι ήταν χειμώνας μου ή άνοιξή μου. Παρ 'όλο που είναι όσο άνοιξη για εσάς, όσο ο καφές που χρειάζεστε για να «ανοίξει το μάτι σας».

 Βλέπω αυτή τη στιγμή από το τζάμι να πέφτουν τα άνθη της νεραντζιάς σα να χιονίζει. Νιώθω λες και σε λίγο δε θα διστάσει καθόλου να βγει από μέσα μου. Θα ανοίξει κι έπειτα θα φτάσει ο καλός ο καιρός. 

 Άντε, μπάι τώρα. Και φιλάκι και μπάι 

20230328

Περίπου

 Φαίνεται σιγά σιγά πως, ό,τι δε μου αρέσει το αλλάζω. Είναι αρκετά πρωί και όλα τα γρανάζια είναι καλά λαδωμένα για να χορέψει η ζωή. Ό,τι κόπηκε και μπορούσα να το αλλάξω, το άλλαξα. Ό,τι χάλασε και ήθελα να το φτιάξω, το έφτιαξα. Πριν λίγα λεπτά αγόρασα ακόμα ένα μαξιλάρι για να αντικαταστήσω τα νεοαποκτηθέντα που τελικά δε με ικανοποιούν. Ελπίζω να καταφέρω πια να κοιμηθώ. Τόσα μαξιλάρια μετά ξέρεις, θαρρώ πως στέρεψαν οι δικαιολογίες πως τάχα αυτά φταίνε. Να κοιμηθώ βαθιά και ήρεμα θέλω, να μ' αγκαλιάσει η στοργή. 

 Θα ξεκινούσα ώρα πριν να γράψω για το «περίπου». Η ώρα τελευταία φορά που κοίταξα ήταν 10:10. Κάποια συμμαθήτρια κάποια στιγμή μου είχε πει, πως όταν συμβαίνει αυτό κάποιος τάχα σε σκέφτεται. Παράτησα το «περίπου» μου κι έκανα μία παύση για να αναζητήσω αν είχα γράψει ξανά γι' αυτό το «περίπου», γι' αυτό το «δε χωράς πουθενά». Διάβαζα αρκετή ώρα όσες καταθέσεις μου, είχαν μέσα κάποιο «περίπου». Όσο έσκαψα δε βρήκα κάτι για αυτό το βαρύ «περίπου» που ήθελα σήμερα να σου ακουμπήσω. Επίσημα πια είμαι δέκα χρονών και με προβληματίζει ξέρεις η επανάληψη. Όχι επανάληψη στο ύφος ή στο χρώμα, μα η επανάληψη ιστοριών, των κακών κειμένων. Ο φόβος του τέλματος, της μη δημιουργίας. Χαίρομαι όταν αυτό δε συμβαίνει, αλλά νιώθω ολοένα και περισσότερο πως φλερτάρω με το να συμβεί. Γύρισα πίσω στη σημερινή σελίδα, κοίταξα την ώρα, 11:11. 

 Τώρα νιώθω πια πως δε θέλω να σου πω για το «περίπου». Τώρα νιώθω «ακριβώς». Αν μπορούσα σήμερα να κάνω κάτι, θα ήταν να μπουκάρω σε εκδοτικούς, να πάρω πλάνα, να βρω ένα μικρόφωνο και να σου διαβάσω τα δέκα τελευταία μου χρόνια, να καταλάβεις ακριβώς τις παύσεις μου, τις ανάσες μου, να νιώσεις που περίπου ήσουν εκεί και που ακριβώς. Που δεν είχες ακόμα φανεί και από πόσο νωρίς είχες φτάσει. Έγραφα και παλιότερα, δεν είμαι στ' αλήθεια μόνο δέκα χρονών. Έγραφα όμως πολύ σκόρπια σε ηλεκτρονική μορφή και εξίσου σκόρπια σε ένα σωρό σημειωματάρια, τους θησαυρούς μου. Ποτέ όμως τόσο οργανωμένα κι ανοργάνωτα ταυτοχρόνως. 

 Αφαίρεσα λίγες μέρες πριν από τα φώτα τον τρόπο για να φτάσεις εύκολα εδώ. Σου τα έκρυψα πάλι τα κλειδιά. Αν διαβάζεις τώρα αυτό, σημαίνει πως είτε έφτασες τυχαία (περαστικά), είτε θες να είσαι εδώ, έψαξες, θυμόσουν κι αυτό ήρθε η ώρα να το φωτίσεις. Έβαλα το «καφέ του χαμένου χρόνου» στ' αυτιά και σκέφτομαι όλο και πιο έντονα πως ίσως αυτό το κλείσιμο του φάρου μου, με βοηθήσει κάπως στο να μπουκάρω, πλανάρω και μιλήσω πιο ανέμελα, βουτήξω πιο βαθιά, φύγω πιο εύκολα. Μήπως καταφέρω να σου δείξω πως όλα τα «περίπου» μας, είναι τόσο «ακριβώς» όταν κλείσουν τα φώτα και με πάρεις αγκαλιά. 

 Θα επιστρέψω να σε ενημερώσω για το καινούργιο μαξιλάρι, ώστε να μπορέσεις να κοιμηθείς με ησυχία απόψε. Το πρωί όμως, σαν ξυπνήσεις να πας να βρεις μαργαρίτες για να μαδήσεις και παγωτά ανάμεικτα να κεράσεις την αμφιβολία και τη σιγουριά σου και να τους πεις μία ιστορία για ανθρώπους που φοβήθηκαν να κλείσουν τα φώτα. 

 Καλημέρα.





20230315

Τρίτη

 Θα ξεκινήσω από το μαξιλάρι. Ή μάλλον όχι. Θα ξεκινήσω από το «γράψτε μου κάτι αληθινό». Ή όχι, έτσι θα κλείσω... 

 Στον εγκέφαλό μου, πρόσεχε, όχι στα ηχεία στον χώρο μα στο μυαλό, παίζει επαναλαμβανόμενα «ο μηχανισμός» του Άσιμου. Τον Πελοπίδα τρως με μια τσιμπίδα, στην Παρθενόπη χαρίζεις ένα τόπι. Εδώ και κάμποσες μέρες ακούω τον μηχανισμό. Εδώ και αιώνες τον παρατηρώ. Εδώ και μέρες έχω επίσης αποφασίσει, πως το παλιό το μαξιλάρι δεν μου κάνει πια. Μου προκαλεί κάτι σαν ενόχληση στον αυχένα. Κάποιος ή κάποιοι μύες άλλοτε επιπολής κι άλλοτε εν τω βάθει συχνά πυκνά κάνουν μία απότομη σύσπαση κατά τη διάρκεια του ύπνου. Αποφάσισα κι ελπίζω πως φταίει το μαξιλάρι. Το άλλαξα λοιπόν και είμαι ήδη σχεδόν απογοητευμένη από τη νέα επιλογή. Θα έπρεπε να υπήρχαν δοκιμαστικές νύχτες πριν αγοράσεις κάτι τόσο σημαντικό. Αν και πολλές φορές ακόμα κι οι δοκιμαστικές νύχτες δε λένε όλες τις αλήθειες. 

 Νωρίτερα είχα πάει τα παιδιά στον παιδίατρο για έναν τακτικό έλεγχο. Η νοσοκόμα κάπου προς το τέλος με ρώτησε αν είμαι η μπέιμπι σίτερ. Από τα πιο όμορφα κομπλιμέντα που έχω δεχθεί. Ήταν η ενέργεια, τα ρούχα, η φρεσκάδα, η μάπα. Ποιο το πανίσχυρο μυστικό αυτής της εκπληκτικής συνταγής; Ή δεν είναι ακόμα ώρα να κομπάσω για το τι υπέροχους ανθρώπους μεγαλώνω μαζί με εμένα; Θα σου δώσω ίσως μία μικρή γεύση. Μία αρχή. Νιώθω αρκετές φορές πως για όλα ευθύνεται η μαμαδοτσάντα. Ξέρεις αυτή η τσάντα που όλες αγοράζουν όταν έρθει η στιγμή; Αυτή η σημαία, που χωράει όλα όσα σε κάνουν να νομίζεις πως χρειάζεσαι. Με ειδικές θήκες για πάνες, για μπιμπερό, για πιπίλες, για τα βρεγμένα, για τα στεγνά, για τ' άπλυτα, για να σε μάθει, να σε ρουφήξει και μία ειδική θήκη για να σε σβήσει κι εκεί να σε κοιμίσει. Το ό,τι απέφυγα να την αποκτήσω και να την κουβαλήσω, αυτό, ναι αυτό, έπαιξε σπουδαίο ρόλο για να είναι σήμερα ο Φοίβος και η Φακή, τόσο ολόκληροι, τόσο ξεχωριστοί, τόσο δυνατοί κι ας είναι τόσο βλαστάρια. Δεν άφησα την τσάντα να μας κουβαλήσει. Μας κουβαλάνε τα πόδια μας, τα χέρια μας, οι πλάτες μας και τα μυαλά μας.  

 Ξέρω πως αν δεν έχεις μπεις στον χορό δεν καταλαβαίνεις τίποτα από τα παραπάνω, μα θα έρθει ίσως κάποτε η στιγμή κι ελπίζω τότε να θυμηθείς τον λόγο μου. Πάρε την σχολική σου τσάντα καλύτερα. Μία σακούλα σκουπιδιών. Μία τόουτ μπαγκ, να πάνε καλά και οι δουλειές. Χώσε πράμα στις τσέπες, στις κάλτσες, στις κουκούλες. Πάρε κάτι που δε θα φωνάζει αυτό για εσένα, αλλά θα φωνάζει αυτό πως είσαι εσύ! Κάνε κάτι που θα φωνάζει πως είσαι εσύ. Κι έπειτα μην έχεις καμία απαίτηση να φωνάξει κανείς το όνομά σου σαν προσευχή, γιατί το πιο σπουδαίο που μπορείς να κάνεις, είναι να μπορείς να εμφυσήσεις στους άλλους πως, ο καθένας είναι θεός του εαυτού του. Μάθε τους μόνο να ξέρουν ποιοι και πως και πότε είναι, εξετάζοντας κι αγκαλιάζοντας διαρκώς οτιδήποτε νιώθουν πως αλλάζει. Κι όλα τα παραπάνω, χωρίς εσύ να βγάλεις φωνή. Χωρίς να χρειάζεσαι πολύ χώρο ή πολύ χρόνο, παρά μόνο πολλές ιδέες. 

 Που το πάω απόψε; Θέλω να το πάω στην φάλαινα. Θέλω τώρα, ν' αφήσω εδώ κάτω πως, σα να ζήλεψα. Πρώτη φορά. Δεν ξέρω τη ζήλια, γιατί νιώθω πως όταν θέλω, έχω. Απόψε όμως κατάλαβα, πως δεν μπορώ να έχω. Δε θα έχω ποτέ μία συγγνώμη. Δεν υπήρξε ποτέ ανάγκη να με μάθει. Δεν έκανε ποτέ βήματα προς τα εμένα, είτε συμβολικά, είτε πραγματικά. Κοίτα τι ξύπνησε μία ταινία... Άνοιξαν τα φωτά στο τέλος πριν προλάβω να μαζέψω τα δύο δάκρυα. Βιαστικά. Να σε φωτίσουν προτού προλάβεις να φορέσεις την σκληράδα. Ανεβήκαμε στο μηχανάκι και πίσω τουρτούριζα και πολλαπλασίασα -χωρίς καμία προσπάθεια- τον αριθμό των δακρύων που έτρεχαν στο πρόσωπό μου. Άντε να εξηγήσεις... Τι να πεις και ποιος θα καταλάβει και γιατί στο κάτω κάτω να καταλάβει; Θόλωνα με βαθιές ζεστές εκπνοές το τζαμάκι στο κράνος, ώσπου σταμάτησαν να κυλάνε σταγόνες και το άφησα να ξεθαμπώσει. Μέχρι να φτάσουμε σπίτι, είχα γίνει σκληρή ξανά. Η ταινία όπως ακούστηκε τριγύρω ήταν για τη ζωή ενός χοντρού κι άρχισαν αυτή τη φορά να κυλάνε δάκρυα στον εγκέφαλό μου. 

 Τώρα σειρά σου. Γράψε μου κάτι αληθινό... 

Υ.Γ. Τα φώτα της πόλης αν τα δεις μέσα από θολωμένο τζάμι είναι μαγικά

Υ.Υ.Γ Ο κινηματογράφος αυτός είχε προβάλει ταινία μου. Να ΄ταν τάχα η πρώτη και η τελευταία φορά που συνέβαινε αυτό; Θα συναντηθώ άραγε ξανά με την έμπνευση;

Υ.Υ.Υ.Γ. Εσύ ξέρεις ότι ο καθένας βλέπει τα πράγματα μέσα από τα δικά του μάτια; Είσαι σίγουρος πως το θυμάσαι αυτό και είσαι σίγουρα σίγουρος πως αυτό είναι εντάξει; Αν δεν είσαι, πρέπει να γίνεις. 

Υ.Υ.Υ.Υ.Γ



20230309

Το μαραμπού

 Έχω κάνει μία στάση να φάω κάτι. Στα χέρια μου έχω ένα γράμμα που δεν έχω ακόμα ανοίξει. Ένα δικό μου γράμμα! Φαντάζομαι πως κάπου ως εδώ, θα σου έχω πει πως μου αρέσουν τα γράμματα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η αλληλογραφία ψυχορραγεί έτσι. Σκέψου την ιεροτελεστία που αγκαλιάζει αυτή την συνθήκη. Σκέψου το χέρι σου να κρατάει το μολύβι ή το μελάνι και με αυτό να ταξιδεύεις πάνω σε άδειες κόλλες. Δημιουργία! Αφήνεις πάνω στο χαρτί τις σκέψεις σου, τα συναισθήματά σου, τις μυρωδιές σου. Τα μυρίζω τα γράμματα να ξέρεις. Μυρίζω και τα βιβλία. Περίμενε γιατί ξεφεύγει ο λογισμός μου. Φαντάζομαι πως κάπου ως εδώ, θα σου έχω πει πως μου αρέσουν οι μυρωδιές.
 Χθες καθώς οδηγούσα το μηχανοκίνητο «άτι» μου, άφηνα για κάποιες φευγαλέες ματιές τον δρόμο και ρούφαγα λίγο από το φεγγάρι. Ευθύς αμέσως σκέφτηκα πόσo κοντά είμαι στην ποίηση, αν πάρω κάποιες ανάσες πιο αργά. 
«Θα πεθάνω μία μέρα και αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Σίγουρο είναι επίσης πως η ώρα δε θα σταματά να κυλά. Οι στιγμές θα συνεχίσουν την ιστορία τους. Το φεγγάρι θα συνεχίσει την ατέρμονη βόλτα του. Τα τραγούδια δε θα πάψουν. Ο καιρός, οι εποχές θα χορεύουν. Ο έρωτας δε θα χαθεί. Κάποιος στον κόσμο την ίδια στιγμή θα ανταλλάζει ένα φιλί και κάποιος θα το αναζητεί. Ο άνεμος και η θάλασσα, άλλοτε γλυκά κι άλλοτε αγριεμένα θα φτάνουν και θα φεύγουν ξανά και ξανά. Είθε αυτή η συνέχεια να είναι η παρηγοριά. Η συνέχεια και η δημιουργία που σου άφησα και μέσα από αυτή δε θα πάψω ποτέ να ζω. Ο φόβος μονάχα απόψε έπαψε» 

Τώρα θα το δεις αλλιώτικα και θα καταλάβεις τι εννοώ: 

Θα πεθάνω μία μέρα 
αυτό είναι το μόνο σίγουρο. 

Σίγουρο είναι επίσης πως 
η ώρα δε θα σταματά να κυλά. 

Οι στιγμές θα συνεχίσουν την ιστορία τους. 

Το φεγγάρι θα συνεχίσει την ατέρμονη βόλτα του. 

Τα τραγούδια δε θα πάψουν. 

Ο καιρός, οι εποχές θα χορεύουν. 

Ο έρωτας δε θα χαθεί. 

Κάποιος στον κόσμο την ίδια στιγμή θα ανταλλάζει ένα φιλί
και κάποιος θα το αναζητεί 

Ο άνεμος κι η θάλασσα, 
άλλοτε γλυκά κι άλλοτε αγριεμένα 
θα φτάνουν και θα φεύγουν 
ξανά και ξανά. 

Είθε αυτή η συνέχεια 
να είναι η παρηγοριά. 

Η συνέχεια και η δημιουργία που σου άφησα.

Μέσα από αυτή δε θα πάψω ποτέ να ζω. 

Ο φόβος μονάχα απόψε έπαψε. 


 Ναι, αυτά σκεφτόμουν. Μάλιστα έφτασα στο σημείο να συγκρίνω τη σιγουριά του τέλους, με τη σιγουριά του έρωτα. Πιο συγκεκριμένα με το ό,τι σίγουρα σε κάποια στιγμή της ζωής σου έπιασες τον εαυτό σου ν' ανυπομονείς να δεις κάποιον, σίγουρα η σκέψη ενός ατόμου σου δημιούργησε παράξενα, σπαρταριστά συναισθήματα και σίγουρα κάποια στιγμή, όταν άγγιξες κάποιο σώμα, κάποια χείλη, ένιωσες σαν πανσέληνος. Γιομάτος άνθρωπος. Αν δεν σου έχει συμβεί μέχρι τα τώρα, ευχή σου δίνω να σε βρει αυτό το «κακό». Βασικά άσε τις ευχές, σου δίνω οδηγία: τσακίσου και φάε τον κόσμο να τα ζήσεις όλα αυτά. 
 Δε θέλω όμως να ξεφύγω από το λόγο που σήμερα σου γράφω. Στα χέρια μου έχω ένα γράμμα, ακόμα μέσα δεν ξέρω τι γράφει. Θα κάνω μία παύση να το διαβάσω και θα γυρίσω να κλείσω έτσι. Ξέρω όμως πως μέσα ο φάκελος έχει το μαραμπού. Το μαραμπού! Αυτό το μαραμπού, δεν είναι απλά το μαραμπού. Αυτό το μαραμπού είναι θησαυρός. 
 Στάσου τώρα λίγο να διαβάσω το γράμμα μου. 

 Να τώρα λίγο δάκρυσα λοιπόν... Διάβασε την εικόνα: Βρίσκομαι στο κέντρο μίας καφετέριας. Μοιράζομαι το μεγάλο τραπέζι με κάτι άγνωστους. Μπροστά μου έχω το λαπτοπ. Δεξιά έχω σχεδόν τελειώσει το καλύτερο ίσως κροκ μαντάμ της πόλης. Μπροστά στο πιάτο ένα φλυτζάνι τσάι που το λένε «πριγκίπισσα αλόη». Δεν έχω πιει ακόμα ούτε μία γουλιά. Το νερό το έφεραν καυτό, δεν ξέρουν... Η κούπα είναι πολύ μικρή για την ποσότητα του τσαγιού που είχε το φακελάκι. Δε θα το άφηνα έτσι αυτό. Μέσα στην τσάντα μου έχω ένα παγούρι με νεράκι. Με γρήγορες κινήσεις, βύθισα το φακελάκι μέσα στο παγούρι και σε λίγα λεπτά θα το αφαιρέσω. Κέρδισα έτσι ένα επιπλέον λίτρο υπέροχου τσαγιού. Αριστερά μου είναι το μαραμπού σου. Το μαραμπού μου. Το μαραμπού μας. Φοράω ψηλά παπούτσια και κάθομαι ευθυτενής, επιβεβαιώνοντας μάλλον τα όσα μου γράφεις. 
 Δάκρυσα λίγο λοιπόν. Δάκρυσα και είχα ένα χαμόγελο στα χείλη ταυτόχρονα. Στη μέση μιας καφετέριας κάποιο μεσημέρι. Κινηματογραφική εικόνα. Ξέρεις όμως ποιος ευθύνεται γι' αυτό; Εσύ. Εσύ που με βλέπεις έτσι κι έτσι όπως με βλέπεις πιο πολύ θέλω να γίνομαι. Εσύ που με βλέπεις έτσι και μπορώ με αυτή τη δύναμη να σβήνω όλες τις άλλες υποθέσεις που δεν ταιριάζουν στο σενάριο μου. Το σενάριο μου, είναι ό,τι μου γραφείς στο χαρτί. Έτσι να ξέρεις σε βλέπω κι εγώ. Έτσι βλέπω τον κόσμο ολάκερο. 

 Σε ευχαριστώ. 




20230302

Μάρtea να πιείς, να μη σε κάψει ο ήλιος

 Δύο, τρία, δύο, τρία σήμερα. Ο Ασάφ στα ηχεία λέει να το «να το αφήσεις ή να το αγαπήσεις». Μέσα στο δωμάτιο που μοιάζει με σπίτι, δύο νέοι σπάνε πράγματα με έναν λοστό. Οι μέρες είναι τέλειες για ν' αρχίσω να βγάζω βόλτα το ποδήλατό μου. Πρώτα ωστόσο πρέπει να φτιάξω ξανά το καλαθάκι. Έτσι λέω για να δικαιολογηθώ. Όχι τη σέλα. Όπου κι αν κάτσεις, άβολα θα είναι εν τέλει.

 Δαγκώνομαι να μην πω πράγματα που θέλω να πω. Σφίγγω τις γροθιές μου να μην κάνω τα πράγματα που το σώμα μου έχει μάθει αυτόματα να εκτελεί. Κοιτάω αλλού να μην απογυμνωθώ. Βάζω δυνατά τη μουσική να μην διαβαστούν οι σκέψεις μου. 

 Σταμάτησα να μαθαίνω να μιλάω σε γλώσσα ξένη, σταμάτησα και να τραγουδώ. Σταμάτησα να βλέπω τον κόσμο γύρω μου σα να τραβάω πλάνα. Στρίβω να κόψω δρόμο, ρισκάρω χωρίς ασφάλεια. 

 Αγόρασα μία νέα τσαγιέρα, την Ουρανία και τρεις νέες κούπες, μία ροζ, μία μαύρη και μία μπλε βαθύ του Αιγαίου. Στην παραπάνω παραφωνία έκρυψα μέρος της σύγχυσής μου. Η Συννεφούλα, είναι γκρι. 

 Ορίστε, θυμάσαι κάποια λεπτά πριν, που σου είπα πως είναι τέλειες μέρες για το ποδήλατο. Μόλις άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. 

 Δε μαγειρεύω συχνά, με πρόγραμμα, ζητώ κάποια συνεννόηση και ομαδικότητα ειδάλλως αισθάνομαι ό,τι υπηρετώ κι απογοητεύομαι. Όταν δεν αισθάνομαι έτσι, δημιουργώ τις πιο νόστιμες γεύσεις του κόσμου. 

 Οι νέοι έφυγαν... Ο Ασάφ τώρα τραγουδά την «άγκυρα». Νωρίτερα θυμήθηκα πόσο συμπαθώ τον Καββαδία καθώς άκουγα το «κούρο σίβο» και χάρηκα πολύ που τα μιλώ τα ναυτικά και έτσι τον κατανοώ. Μέρες τώρα προσπαθώ (όχι πολύ σκληρά) να αγοράσω το «μαραμπού».  Αντ' αυτού, ήπια ένα σφηνάκι μαλιμπού. 

 Το «αν ήσουν άγγελος» του Καζούλη και το «αν θυμηθείς το όνειρό μου» από τη Γιοβάννα έπαιζε πολύ συχνά από το ράδιο στο σπίτι. Μεγάλωσα με αυτά και κοιτώντας από το παράθυρο. Να δεις που αυτά φταίνε. Αυτά για τη βροχή, αυτά και για τη σύγχυση. 

 Διαβάζω αυτές τις ώρες λίγο από τη «λέσχη της αυπνίας», λίγο από το «Απρίλης: η ιστορία ενός έρωτα» και λίγο από «το κάλεσμα του Κθούλου». Κοιμάμαι λίγο. Ξυπνάω συχνά. Ακούω στα αυτιά μου ξανά τον «λύκο της στέπας» για να μου θυμίζω πως όλα τα κάνω σωστά. 

 Αγόρασα και λίγο πράσινο με τριαντάφυλλο από κάπου που κατά τ' άλλα είχα πει πως, δε θα δώσω ξανά άλλη ευκαιρία. Παρ' όλα αυτά, αυτή τη φορά με εξέπληξε. Το' χω τώρα δίπλα μου και καθώς η ώρα πέρασε, η βροχή δε φαίνεται να σταματά και ένα ζευγάρι πλέον σπάει πράγματα στο δίπλα δωμάτιο.

 Ήταν ένα βουβό, σύντομο, μουσικό ταξίδι, μέσα από τις λογοτεχνικές συμπληγάδες μίας άλλης εποχής. Ένα κατά τα άλλα αδιάφορο απόγιομα που έχω αποκοιμίσει την έμπνευσή μου και μαστιγώνω αλύπητα μέρος μεγάλο του εαυτού μου. 

 Ξέχασα να σου πω πως προκάλεσα και μία σύγχυση και στα μαλλιά μου. Στη μέση τους άλλαξα το χρώμα κι ύστερα το άλλαξα ξανά. Αφού είδα πως ίσως δεν είναι καλή περίοδος για γιγάντιές αλλαγές, πήγα και χάραξα στο σώμα μου λάθη και σωστά ανεξίτηλα, αιώνια. Λάθη κι έρωτα. 

 Γεια.