Μισή ώρα! Έχω μισή ώρα! Πάρκαρα κάπως πολύ παράνομα και δεν το συνηθίζω αυτό. Πήρα το βρωμότσαγο κι ανέβηκα στον πάνω όροφο όπου σχεδόν όλοι είναι μόνοι και διαβάζουν ή δουλεύουν. Βρήκα μία άκρη στον καναπέ δίπλα στο δέντρο. Κάθομαι οκλαδόν και παίζει τζαζ. Τι ήταν αυτό που έπρεπε να σου γράψω, τι είναι αυτό το τόσο σημαντικό; Το φως του φεγγαριού ξεκίνησε από σήμερα να ταξιδεύει τον κόσμο. Θα πω ξανά και ξανά τι κρίμα να μην συναντάς τους κατάλληλους ανθρώπους, που έχουν κοινή οπτική και αισθητική σωστά στον χρόνο. Τι κρίμα να μην τους συναντάς καθόλου. Τι κρίμα κάποια πράγματα να υπάρχουν, να ήταν πάντα εκεί αλλά να γίνονται ευρέως γνωστά και θαυμαστά όταν κάποιος «μεγάλος» τα φωτίσει.
Από το δωμάτιο ακουγόταν στη διαπασών το φως του φεγγαριού. Άνοιξα την πόρτα και η Φακή με ρώτησε τι ήταν αυτή η μουσική.
_Δε θυμάσαι;
_Αα ναι μαμά, θυμάμαι.
_Τι σου θυμίζει αυτή η μουσική;
_Την αγάπη. Την αγάπη μου για εσένα.
Αυτό το κορίτσι μοιάζει να τα ξέρει όλα κι ας μην ξέρει τίποτα. Σαν τη μαμά του.
Λίγες στιγμές νωρίτερα σκεφτόμουν πως θα περιέγραφα το ιδανικό μα άβολο συναίσθημα σαν το νερό που προετοιμάζεις για το τσάι σου. Θα μιλήσουμε για earl grey τώρα. Για 100άρι, για βρασμό, για μαύρο. Ξεκινάς και είναι μία ιεροτελεστία, μία χορογραφία. Στην αρχή είναι παγωμένο. Θερμαίνεται. Αρχίζει και υπάρχει μία βαβούρα η οποία διαρκώς και μεγαλώνει. Φουσκάλες ανεβαίνουν, μουγκρίζει. Υπάρχει ένα σημείο που ψευδώς μπορεί να δώσει την αίσθηση πως έφτασες στο τέρμα. Υπάρχει και το σημείο που έφτασε στους εκατό. Που βράζει. Που χάνει τον έλεγχο και γίνεται πόλεμος. Αλλάζει μορφή. Γίνεται αέρας και φεύγει. Λιγοστεύει. Στερεύει. Έζησε όμως όλο αυτό κι είναι μαγεία ό,τι κι αν μου λες.
Κάπου μετά τους εβδομήντα και αρκετά πριν τους εκατό, λέω ότι είναι το υπέροχο. Κάπου ανάμεσα στο πράσινο και στο ουλόνγκ. Αν πέσει από τους εβδομήντα, χάνεται το ενδιαφέρον. Χάνονται τα βάσανα, οι σκέψεις. Παγώνει, πέφτει σε θερμοκρασία δωματίου. Θερμοκρασία δωματίου... Τι πιο γενικό και άοσμο. Πως κάποιος έκανε ένα όλα τα δωμάτια κι όλες τις ιστορίες τους για να αποφασίσει μία συγκεκριμένη θερμοκρασία για όλα τα χρώματα; Αδιάφορο. Αν πάλι πλησιάσει τον βρασμό, ξεκίνησε η αρχή του τέλους. Ξεκίνησε να στερεύει.
Θέλω να είμαι πάντα πάνω από τους εβδομήντα. Αν παγώσω, χάνομαι. Θέλω να προσπαθώ να φτάσω. Θέλω να αγγίξω ίσα που, προτού ανοίξω την πόρτα του τέλους. Κι ύστερα πάλι να κατέβω, να πάρω δύο ανάσες, μέσα στη βαβούρα, το άβολο, το ζωντανό... και ξανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου