20210723
Μπλε τηγανητές πατάτες
20210715
Φέρι Ρομπότ
Εντάξει, θα προσπαθήσω να γράψω κάτι αστείο. Θα προσπαθήσω να είμαι κουλ. Θέλει τρομερή προσπάθεια να είσαι κουλ. Κάποιες στιγμές νιώθω φουλ κουλ, μπιφόρ ιτ γουόζ κουλ του μπι σο κουλ και κάποιες άλλες νιώθω πως είμαι η απόλυτη κουλάδα.
Συνήθως η κουλάδα μου συμβαίνει όταν μιλάω σιγά, κάνω κάποια ερώτηση ή προσπαθώ να κάνω μία απλή ψιλοκουβέντα πχ με τον τύπου που φτιάχνει τον καφέ (όχι τον κρητικό, τον άλλον στην γωνία του μαγαζιού). Εκεί είναι πολύ κουλ άτομα. Πολύ φασαίοι. Ρωτάω που λέτε προχθές, αν περνάει κόσμος σήμερα. Φουλ ηλίθια ερώτηση, το ξέρω. Στην πραγματικότητα χέστηκα αν περνάει κόσμος. Μακάρι δηλαδή να μην περνάει. Να κατέβω στο υπόγειο και πίσω από το φρούριο να χαθώ στα πλάνα μου. Δεν ξέρω τι κάνω με τη ζωή μου. Ίσως να φταίει η επικείμενη αλλαγή δεκαετίας. Έθεσα λοιπόν αυτό το απίστευτα βαρετό ερώτημα και δε μου απάντησε κανείς από τα κουλ άτομα. Είναι λοιπόν το σημείο που παγώνω. Σκέψεις ξεκινάνε μέσα μου να χορεύουν ταραντέλα. Δε με άκουσαν; Μήπως με άκουσαν και με γράφουν; Λες να είναι κι αυτοί χαμένοι στις σκέψεις τους; Να ξανακάνω την ερώτηση; ΌΧΙ, όχι, κάνε πως δε μίλησες ποτέ. Που να κοιτάξω τώρα; Να κάνω ότι δένω το κορδόνι μου; Να ψάξω το πορτοφόλι; Όχι όχι το κρατάω! Λες να γυρίσουν τις κάμερες πίσω και να δουν ότι έκανα μία ερώτηση και να αισθανθούν άβολα; Λες να μιλάω όντως σιγά; Λες να ήταν οι νταήδες του σχολείου; Όλο το κουλνεσ μου έχει γυρίσει ανάποδα σαν κατσαρίδα στο πάτωμα και κουνάει τα πόδια του λες και τρώει ηλεκτροσόκ.Παραπροχθές μιλούσα με μία θεία μου. Τα ίδια. Την άκουγα με προσοχή και κάποια στιγμή αποφάσισα να της κάνω μία ερώτηση πάνω σε αυτά που έλεγε. Να την κάνω να χαρεί. Να νιώσει πως αυτά που μου λέει όντως τα ακούω και θέλω να εμβαθύνω. Η θεία προσπέρασε την ερώτηση σα να μην την άκουσε ποτέ. Το ίδιο και κάποιοι πελάτες προχθές. Συνήθως συμβαίνει όταν ρωτάω βαρετά πράγματα ίσα για να προσπαθήσω να είμαι κοινωνική.
Έπειτα καταλήγω ξανά στο ότι φταίει πως δεν παίρνω ξεκάθαρες θέσεις στα σόσιαλ σχετικά με την επικαιρότητα. Δεν κυνηγάω με πίστη τα λάικ. Δεν υποστηρίζω ξεκάθαρα και με πάθος κάποιο κόμμα, δε γράφω τσιτάτα, δε φοράω τη φανέλα κάποιας κοινωνικής ομάδας να κράξω τους οχτρούς, δε γράφω 1312 ή 420, δε με πουλάω πολύ. Με λίγα λόγια δεν προσπαθώ να είμαι κουλ. Δε χωρώ πουθενά. Για τους «έτσι» είμαι πολύ «αλλιώς» και για τους «αλλιώς» πολύ «έτσι».
Αλλά, ήρθε η ώρα να σας πω κάτι πολύ αστείο. Κουλνεσ, επίθεση τώρα:
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν δύο τομάτες στις ράγες ενός τρένου.
«'Ερχεται το τρένο» λέει η μία ΣΠΛΑΤΣ
«Που είναι;» λέει η άλλη ΣΠΛΟΥΤΣ.
Το μικρόφωνο έπεσε.
20210709
Ο κόσμος σου
Το αυτοκόλλητο είναι σπουδαία εφεύρεση. Έχει κόλλα. Δική του κόλλα, γι' αυτό κιόλας λέγεται αυτοκόλλητο. Δηλαδή μπορεί να κολλήσει τον εαυτό του όπου θέλει κι αυτό επειδή έχει πάνω του κόλλα. Αυτοκολλάει. Είναι τρομερό το γεγονός πως το αυτοκόλλητο μπορεί να κολλήσει πάνω σε άλλες επιφάνειες και άλλες επιφάνειες μπορούν να κολλήσουν πάνω στο αυτοκόλλητο. Τάχα ποιος να κάνει το πρώτο βήμα για να κολλήσει και ποιος να κάνει το πρώτο βήμα για να αποκολληθεί. Το αυτοκόλλητο ή οι διάφορες επιφάνειες. Οι διάφορες επιφάνειες ή το αυτοκόλλητο;
Σε κάμποσες μέρες θα έχουμε πάλι φθινόπωρο και σε κάμποσα χρόνια θάνατο και ζωή. Ζωή και θάνατο. Πάντα όμως θα έχουμε έρωτα. Ή πορτοκάλι, όπως θέλεις πες το μαμά. Πάντα θα είναι η εποχή του, πάντα θα κολλάει. Η πανδημία του έρωτα. Ερωτική πανδημία. Πάντα κολλάει. Πάντα κόλλαγε. Πάντα θα κολλάς.
Ακόμα είναι νύχτες καλοκαιριού. Αυτές κι αν κολλάνε. Σε κάνουν να ιδρώνεις και είναι η κόλλα μας. Υγρασία και αλμύρα του κορμιού. Ύστερα από λίγο θα βουτήξουμε στα αλμυρά νερά της θαλασσιάς. Κάπως έτσι θα γίνει ανάμνηση ακόμα μία νύχτα καλοκαιριού. Ανάμνηση όπως έγινε κι ο έρωτας, οι έρωτες. Αυτοκόλλητα.
- Παρατηρώ τα δάχτυλά μου καθώς πληκτρολογούν αυτές τις αράδες. Είναι σα να παίζω μουσική. Πολύ θα ήθελα, αλλά όχι τόσο πολύ ώστε να μείνω πιστή σε αυτό και να το κάνω να συμβεί. Εξ' άλλου παίζω μουσική στα πλήκτρα αυτά, στο όργανο «φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής» ευρύτερα γνωστός και ως «λαπτοπ».-
20210703
το σατέν σκουπιδοφόρεμα
Στα καζίνο στον Παναμά υπάρχουν πολλές πόρνες. Είναι χαρούμενες και πλησιάζουν τους «παίκτες», διασκεδάζουν όλοι μαζί προσπαθώντας όλοι κάτι να κερδίσουν. Σε μία γωνιά κάποτε σε ένα καζίνο, είχε καραόκε πάρτι. Έμοιαζε περισσότερο με βραδιά μπίνγκο όπως ίσως την έχετε στο μυαλό σας από κάποια ταινία. Τραπέζια ανακατεμένα με ναυτικούς, γελαστές γυναίκες και παππούδες. Είχε μία σκηνή και εκεί πάνω τραγουδούσε μία κοπέλα με πανέμορφη φωνή:
¿Cómo ganarse el cielo?
Cuando uno ama con toda el alma?
Y es que el cariño que te tengo
No se paga con dinero
Como decirte que sin ti muero
περίπου λέει, «πως να κερδίσει τον παράδεισο, όταν κάποιος αγαπά με όλη του την ψυχή κι είναι η αγάπη που έχω για εσένα που δεν πληρώνεται με χρήματα, πως να στο πω πως χωρίς εσένα πεθαίνω» και μπουμ! Κέρδισα! Τα παράτησα όλα και σα μαγεμένη τρύπωσα μέσα στο πάρτι ψάχνοντας τρόπο να μάθω ποιο ήταν αυτό το τραγούδι αφενός, αφετέρου να ρουφήξουν τα μάτια μου όσο πιο πολλά από τα όσα μαγικά συμβαίναν εκείνη τη στιγμή στο χώρο. Κι ύστερα αργότερα την ίδια νύχτα, πέρασα μέσα σε ένα μηχανηματάκι που άκουγα μουσική όταν ήμουν μέρες ολόκληρες μέσα στα λεωφορεία, εκείνο το τραγούδι. Κοιτούσα απέραντες εκτάσεις από μπανανιές, περνούσα σύνορα και θάλασσες και σκεφτόμουν τη μαγική εκείνη στιγμή. Είμαι έτοιμη αν γυρίσω πίσω να ανέβω εγώ στη σκηνή. Ναι, θα τραγουδήσω το el lado oscuro, την σκοτεινή πλευρά, την σκοτεινή πλευρά μου και θα την αφιερώσω στις στιγμές που πέρασαν. Είναι τόσο σπουδαίο το παρελθόν και ω τι κατάρα, γίνεται σπουδαιότερο όταν περνάει. Εννοώ ότι τη στιγμή που ζω τα πράγματα, τα απολαμβάνω ναι, μα είναι μετά όταν ηρεμώ από τις γρήγορες ανάσες, όταν στεγνώνει ο ιδρώτας, όταν το βινύλιο δεν κάνει άλλη στροφή, που αναφωνώ σα να έχοντας βρει το νόημα στην παράνοια «ΤΙ ΕΖΗΣΑ;»