20210723

Μπλε τηγανητές πατάτες

 Κρυφάκουσα μία συνομιλία παράπαραπροχθές. Εκείνος της είπε περίπου πως το μυαλό του δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Στη ζωή του όλα όμορφα, μα, έχει κάπως «χαθεί» κι ας υπάρχει και πως κάπως  έτσι περνάει ο καιρός. Εκείνη του είπε ότι πεθαίνουμε πριν το καταλάβουμε! Του πρότεινε να κάνει μία λίστα με πράγματα που του αρέσουν. Αναρωτιέμαι αν ήθελε απλώς κουβέντα. Αν ήθελε να δημιουργήσει κάποια επαφή; Πιθανότατα αυτή να γύρευε περισσότερο από εκείνον, αυτά που εκείνος της έλεγε. Του μίλησε ύστερα εκείνη για εσωτερικά και εξωτερικά κίνητρα. Σκέφτηκα πόσο τέλειο θα ήταν να μην ένιωθαν έτσι γιατί θα έδινε ο ένας κίνητρο στον άλλον. Ένιωσα ναι, πιο έντονα ύστερα από αυτό, πως και εκείνη βίωνε το ίδιο, σίγουρα, ίσως γι' αυτό του είπε αυτά που η ίδια χρειαζόταν. Πως το εσωτερικό κίνητρο πρέπει να ενεργοποιηθεί και πως είναι σημαντικά εν τέλει και τα εξωτερικά κίνητρα και πως όταν απουσιάζουν πρέπει να τα γυρέψουμε. Σα να του έλεγε «διψάω, μήπως ξέρεις που έχει νερό;». Λες να διαβάζει το μπλογκ; Η κουβέντα τους και ίσως η τελευταία τους συνάντηση έκλεισε με εκείνη να τον προτρέπει να πάει να δοκιμάσει κάποιο επικό παγωτό. Αναρωτιόμουν ύστερα αν εκείνος πήγε; Αν κατάλαβε ότι του έδωσε πάσα. Ήταν λες Τάκη όντως πάσα; Αν το πάρει αυτός ως αφορμή και κάποια ανύποπτη στιγμή της στείλει «ω, μα τι ωραίο παγωτό»; 
 Εν πάση περιπτώσει για περίπου 24 ώρες, αυτοί οι δύο ξένοι μου έδωσαν ένα τρομερό εξωτερικό κίνητρο. Σκεφτόμουν αυτούς τους δύο τύπους. Τους φαντάστηκα να κάνουν τραμπολίνο, να πίνουν μπίρες, να βολτάρουν στο παζάρι ξημερώματα. Τους τοποθέτησα νοερά στο ροζ σκουτεράκι μου. Πιθανότατα θα πάρουν και κάποιον άσχετο μαζί, τρικάβαλο που τους έκανε ωτοστόπ κάποιο ξημέρωμα. Μέχρι το ξημέρωμα θα χόρευαν πάνω κάτω, πάνω κάτω σε κάποιο καμένο μπαρ με πολύ τσιγάρο στο χώρο, φτηνό αλκοόλ και άψογη μουσική. Θα γυρνούσε ο καθένας έπειτα σπίτι, προτού προλάβουν οι υπόλοιποι να ξυπνήσουν και θα έτρεχαν να βάλουν τα τσιγαρόρουχα στο πλυντήριο και το σώμα τους κάτω από το νερό να «ξεπλύνει» τα στοιχεία. Μόνο το χαμόγελό τους θα μπορούσε να φωνάξει πως είχαν κάνει μία βουτιά στην ξεγνοιασιά 
 Προχθές που παρήλθε η επίδραση της ναρκωτικής αυτής ουσίας «φαντασιτρόν», με έπιασε μία μελαγχολία. Συνέχισα να τους σκέφτομαι. Άρχισα να φωτίζω τα προβλήματα. Τα άβολα. Ότι δε θα ήταν τίποτα από αυτά «κοινωνικά αποδεκτό». Ίσως, ίσως ναι να πέρασε από το μυαλό και των δύο, μα πιθανότατα για να έφτασαν σε αυτό το σημείο στις ζωές τους, είτε σκαρφάλωσαν, είτε κολύμπησαν. Δε βρίσκεσαι στην άκρη του γκρεμού, εκεί στο τέλος του ρέματος με διακτινισμό. Τα έχουμε πει πολλές φορές αυτά. Ίσως ήταν αρκετά δειλοί σαν τον κροκόδειλο στο ροζ 6000, ή πως το λένε σήμερα οι θεραπευμένοι πλέον ρομαντικοί; Ρεαλιστές! Ναι αυτό! Ίσως να ήταν και μία τυπική, απλή, χαζοκουβέντα, τελικά, απλά για να γεμίσει ο χρόνος! 
 Για 24 ώρες ένιωσα εξαιτίας τους όπως τότε στην πρώτη γυμνασίου που σκεφτόμουν όλη τη μέρα τον Παναγιωτάκη. Μετά βασάνων και κόπων κατάφερα να συγκεντρωθώ και να ολοκληρώσω την άσκηση που είχαμε «ποιο είναι το αγαπημένο σας λουλούδι και γιατί;». Έγραψα πως είναι το χρυσάνθεμο κι ανάθεμα αν σχεδόν στα 30 μου έχω μυρίσει ή δει ποτέ χρυσάνθεμο. Μου είναι τόσο αδιάφορα τα χρυσάνθεμα δηλαδή που δε μου έχουν αποτυπωθεί. Ή δεν ξέρω... Ίσως τα αδικώ και δεν έχω αλληλεπιδράσει αρκετά μαζί τους. Ίσως... Την επόμενη λοιπόν μέρα τυχαίνει και διαβάζω δυνατά στην τάξη την μίνι εκθεσούλα μου. Δεν το επιδίωξα. Ποτέ δεν ήμουν η μαθήτρια που σήκωνε χεράκι. Πάντα ήξερα τις απαντήσεις, αλλά ένιωθα αφενός πως δεν έχω την ανάγκη της επιβεβαίωσης του δασκάλου αφετέρου της επίδειξης των γνώσεων μου. Έδινα πόνο στα γραπτά. Ο επόμενος που διάβασε την εκθεσούλα του, ήταν ο Παναγιωτάκης. Κι εκεί φίλοι, ήταν που η καρδιά μου χτύπησε κόκκινο. Άρεσαν και του Παναγιωτάκη τα χρυσάνθεμα! Η ιστορία αυτή, αν και φαινομενικά άσχετη με τους δύο ξένους, έχει κοινούς παρονομαστές τα συναισθήματα και τα εσωτερικά κίνητρα που μπορεί να μας γεμίσει κάποιος εν αγνοία του. Φυσικά και οι συμπτώσεις στρεβλώνουν την κατάσταση. Δηλαδή στην ιστορία με το λουλούδι, τα συναισθήματα δε θα είχαν φτάσει στην κορύφωση, αν δεν είχα επιλέξει τα χρυσάνθεμα. Που εν τέλει, ήταν ένα ψέμα! Ένα ψέμα πρωτίστως στον ίδιο μου τον εαυτό.
 Καταλαβαίνετε θαρρώ τι προσπαθώ να σας πω; Γιατί εγώ δεν καταλαβαίνω! Καταλαβαίνω σίγουρα πως το κεφάλι του καθενός είναι περίεργο. Πως μερικές φορές δεν είναι ανάγκη να υπάρχουν πίσω σκέψεις και πως αυτό που κάπως φαίνεται πως θα μπορούσε να είναι, είναι απλά αυτό που είναι. Καταλαβαίνω πως οι συμπτώσεις είναι υπέροχες και γράφουν φοβερά σενάρια για ζωή. Αλλά η ζωή δεν είναι ταινία. Ή μήπως είναι και θα πρέπει όλοι να την κάνουν την πιο γαμάτη ταινία που έχουν δει στη ζωή τους. Σίγουρα φοράω τη φανέλα της ομάδας «κάνε τη ζωή σου/τις ζωές τους ταινία». Καταλαβαίνω πως το να επιλέξω το χρυσάνθεμο για να τελειώνω με μία βαρετή άσκηση, ήταν σύμπτωση. Πως στον Παναγιωτάκη ίσως όντως άρεσαν τα χρυσάνθεμα, ή μπορεί κι αυτός να επέλεξε στην τύχη το χρυσάνθεμο για να τελειώνει με τη βαρετή ασκησούλα. Αυτό θα ήταν μία άλλη σύμπτωση. Καταλαβαίνω πως υπάρχει τρομερή μοναξιά εκεί έξω και τρομερή δυσκολία αυτή η μοναξιά να εκδηλωθεί και να γίνει πιο απαλή. Καταλαβαίνω ναι, πως όντως όλοι μόνοι ερχόμαστε και μόνοι φεύγουμε, αλλά στη δεύτερη και στην πρωτελευταία στιγμή κάποιος είναι εκεί. Κάποιος σίγουρα θα είναι εκεί όταν έρχεσαι και μολονότι δεν περνάει από το χέρι σου και χρειάζεται τύχη, πιθανότατα θα συνεχίσεις να μην είσαι μόνος για κάμποσα χρόνια, πρέπει όμως να παλέψεις έτσι ώστε την προτελευταία στιγμή να είσαι γεμάτος. Και εκεί δεν παίζει θαρρώ τόσο μεγάλο ρόλο η τύχη όσο η προσπάθεια και οι επιλογές, για το αν κάποιος θα σε έχει αγκαλιά. Καταλαβαίνεις τώρα; 
 Μου πήρε πολύ χρόνο να ολοκληρώσω μία πίτα, απ' τα ίδια  χωρίς τζατζίκι. Κάθε μέρα από τη Δευτέρα, έμπαινα, διάβαζα, διόρθωνα τα «χθες» σε «προχθές», «παραπροχθές» κ.ο.κ. Εν τέλει ξέρετε πότε τα κατάφερα; Όταν έκανα μία στάση στο επικό παγωτό περίπου τυχαία! Σε χρόνο διαλείμματος, ξέρετε, αυτόν που χρειάζεται το κεφάλι μου για να ηρεμεί. Αυτόν που ζω το όνειρο καθώς γράφω τις ιστορίες μου παρέα με ζεστό καφέ στη μέση του καλοκαιριού. Εκεί που καθώς άνοιξα το λάπτοπ να κλείσω ακόμα μία ιστορία για αγρίους, μπροστά σε ένα σιντριβάνι στο κέντρο της πόλης που μου έφτυνε σταγόνες, καθήμενη ανάμεσα σε ένα τζιτζίκι χαμένο στους κισσούς και σε φασαριόζικα οχήματα, το είδα! Μία τέντα που έγραφε «επικό».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου