20180609

Η πέρα χώρα

 Έμαθε τα νέα μόλις πριν μία εβδομάδα. Τα δειλινά έμοιαζαν να μην άλλαξαν καθόλου. Τα αεροπλάνα έμοιαζαν να μην άλλαξαν καθόλου τον τρόπο που πετούν. Όλες οι σκέψεις έτρεχαν στο λιβάδι φυσιολογικές. Κοίταξε καλύτερα τον χάρτη γιατί σκέφτηκε πως ίσως έχει χαθεί. Κι όμως, χωρίς καμία αλλαγή, σταθερά έπλεε προς τα 'κει. Είχε βρει μάλιστα μία πληροφορία για μία χώρα γεμάτη σμαράγδια. Γεμάτη μαγικά, λαμπερά πράσινα σμαράγδια. Έπρεπε να ταξιδέψει κι άλλο για την αγάπη, αλλά σου είπα έμοιαζαν όλα φυσιολογικά. Πώς θα μπορούσαν να μην έμοιαζαν άλλωστε.
 Ίσως δεν είχε την ίδια όρεξη να γράψει. Μα δεν στέρεψε. Ίσως έφταιγε η ζέστη που την φιλούσε στο μέτωπο. Το καλοκαίρι εξάλλου η ομορφιά μετανάστευε προς το εξωτερικό. Άφηνε λίγο την καρδιά για να γνωρίσει νέες θάλασσες. Το καλοκαίρι ήταν για παγωμένο earl grey το οποίο εντελώς υπεύθυνα αποφάσισε για λίγο να χωρίσει. Η ζέστη επέστρεφε στην καρδιά τους χειμώνες με μία κούπα και λίγη βροχή.
 Ο ουρανός απόψε επέμενε να κρατήσει την πούδρα από ροδάκινα αρκετή ώρα αφότου ο ήλιος είχε πέσει. Passepied και παγωτό πεπόνι. Αναρωτιόταν ποιο να είναι το πιο ψηλό σημείο στην πόλη. Κάποτε είχε βρεθεί εκεί.
 Σε λίγες μέρες θα άκουγε για πρώτη φορά στη ζωή της έναν ολοκαίνουργιο ρυθμό στον όποιο θα έπρεπε να αφεθεί κι έπειτα να τον μαγέψει και να συνταξιδέψουνε. Δεν είχε κανένα άλλο στοιχείο και κανένα άλλο όπλο, εκτός από τα παραμύθια της. Κι όμως, η πόλη δεν άλλαξε καθόλου. Οι σκύλοι που τραγουδούσαν τα βράδια, δεν άλλαξαν καθόλου τον σκοπό. Δεν άλλαξε ποτέ το χρώμα της άμμου και το σπίτι της δεν έκλεισε τις πόρτες ποτέ.
 Η πούδρα έχει σχεδόν χαθεί. Την είχε αγκαλιάσει το γκρι καλοκαιρινό σκοτάδι. Μία συμφωνία του ίδιου τύπου αλλά στα μινόρια έβαλε για ύπνο την προηγούμενη μουσική. Αν κάτι της έλειπε αυτή τη στιγμή ήταν το πιάνο στην λευκή αίθουσα. Τίποτα άλλο. Έπλεε προς τα εκεί.
 Έδεσε έτσι μία άκρη από ένα μακρύ μακρύ διάφανο σχοινί στο πιο ψηλό κατάρτι της γέφυρας του πλοίου της. Την άλλη άκρη την έδεσε στην κορυφή του πρώτου ψηλού βουνού που το βλέμμα της σταμάτησε. Και με ένα ανάλαφρο άλμα, βρέθηκε να ισορροπεί πάνω του. Κοιτούσε το βουνό και χάιδευε την πόλη. Και κάπως έτσι όσο κι αν προσπάθησε να πέσει, βαρύτητα σαν να μην υπήρχε. Όσο άτσαλες κινήσεις κι αν έκανε έμοιαζε σαν μπαλόνι γεμάτο με ήλιον, δεμένο με μία όμορφη κορδέλα απαλά φιόγκο  στο σχοινί, με σώμα ντελικάτο να μην γέρνει σε καμία πλευρά και να χορεύει ανάλαφρα κάπου στο κέντρο. Δεν ήταν μόνη.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου