20180527

Τα δειλινά

Λίγο μετά τη δύση του ηλίου και πριν το σκοτάδι πέσει εντελώς, συμβαίνει κάτι μαγικό στην πόλη. Είναι η ώρα που ανάβουν τα φώτα. Αν βρεθείς κάπου ψηλά, μοιάζει σαν λάβα να λούζει όλους τους δρόμους. Μπορείς ακόμα να δεις καθαρά από το χρώμα του ουρανού τη θάλασσα από λευκά κτίρια, μπορείς όμως εξίσου καθαρά να δεις και το έντονο πορτοκαλί, σαν φωτιά χρώμα, να τρέχει ανεμπόδιστο, ακόμα και στο τελευταίο, μικρό, ξεχασμένο, μυστικό στενό.
Εκείνες τις στιγμές, ακούς μέσα στο κεφάλι σου μία ανάσα βαριά, από έναν άνθρωπο που κείτεται στο έδαφος. Καθώς το σκοτάδι ολοένα και πιο βαθύ ανακατεύεται με τη λάβα, ο άνθρωπος ανοίγει τα μάτια σιγά σιγά, βρίσκει ρυθμό στην αναπνοή του και σηκώνεται γερά στα πόδια του γεμάτος πείσμα, έτοιμος να τρέξει στους δρόμους της φωτιάς ξυπόλυτος. Έτοιμος να φάει ό,τι τον έριξε κάτω.  Έτοιμος να αναζητήσει με πάθος ό,τι του έδωσε κίνητρο να βρει ξανά ανάσες. Ένας άνθρωπος αρνούμενος να πιστέψει ότι αυτό που τον έριξε, θα έρθει την αυγή να τον σκοτώσει ξανά. Κι όλο πάλι από την αρχή, εκεί, στο τελευταίο, μικρό, ξεχασμένο, μυστικό στενό.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου