20130905

0

ποσο θλιβομαι... τι παραξενα πλασματα..

κι εμενα που μ' εδιωξαν ταχα για να παω μπροστα, μενω τουλαχιστον στασιμη καθε φορα που φοραω τη μασκα μου.. υστερα φευγω, λεω καληνυχτα, την κατεβαζω και κατρακυλω πισω, μονο πισω.. ναι, την ειχα αναγκη αυτη την κλωτσια! ευχαριστω. 
κι υστερα σκεφτομαι ποσο ρηχοι ειναι, ποσο επιπολαιοι. ποσες κουβεντες μεγαλες, ποσα δακρυσμενα ματια να παρακαλανε να τα κουβαλησεις γιατι εχουν πονεσει. ποσο φοβουνται να μην πονεσουν κι αλλο.. και τα δικα σου ματια, που τα κρατουσες συνειδητα σφαλισμενα, καποιοι πηραν την ευθυνη και στα ελυσαν. κι αρχισες να βλεπεις καθρεφτες και τους καθρεφτες να τους σπας και παλι να βρισκεις ενα μηδενικ0 που σου μοιαζει!
και τα ακατανοητα πορτοκάλια που μιλουσες, απο αναρθρες κραυγες, 'γιναν λεξεις, Lima Oscar Victor Echo. 
ηρθαν τα παραμυθια μου ολα, γεννηθηκαν κι άλλα, συναντησαν τα ποιηματα και σκορπισε τριγυρω μουσικη και χρωμα. στα δικα μου ματια, που δεν μοιαζουν με καμμία θαλασσα. 
οι θαλασσες που μου 'μοιαζαν με τα δικα μου ματια, σκορπισαν ολα μου τα παραμυθια βουβα μεσα σε μαυρο χρωμα.

και εμεινε πια ακινητη. αναπνεει αδιαφορα και σκεφτεται πώς φταιει τοσο πολυ. τοσο πολυ που στενοχωρησε τη θαλασσα, που δεν της εδινε το χαδι που ζητουσε, το χαδι που δεν της το΄χαν μαθει... αλλες στιγμες φταιει γιατι εδειξε στην θαλασσα ποσο ασχημη ηταν.. εδειξε στη θαλασσα τους δαίμονές της κι η θαλασσα δε θελησε να την ξεπλυνει.. αλλες παλι φταιει, που αφησε τα ματια της να δουν τον καθρεφτη, ν 'ακουσει τα ποιηματα και να δεχτει ενα σωρο πολυχρωμα μολυβια..

κι ειναι για καποιους ολα τοσο απλα.. δε βλεπουν ψυχες, δε βλεπουν ανθρωπους, βλεπουν ηδη "επομενους" μακροπροθεσμα ή και μη. βλεπουν σωματα που πειραματιζονται μαζι τους, ειτε για να ξεχασουν, ειτε για να δουν αν ηταν ή οχι "λαθος". 
μεγαλες αδειες υποσχεσεις, λογια διχως αναλογα εργα και scripta νωπα που εμειναν να χλευαζουν τα γεγονοτα.

και την ξεβρασε η θαλασσα αηχα, αποτομα και δειλα καπου που εμενε ακινητη. μοναχα ακινητη. και εμεινε το κοριτσι ν' ανασαινει αδιαφορα, καποιες φορες βαρια.
ηλπιζε τουλαχιστον στη θαλασσα της να ταξιδευει κοσμος και να της δινουν τα χαδια που χρειαζεται για να γαληνεψει, να μην την αφηνουν μονη γιατι ειναι η πιο ομορφη θαλασσα και να μπορεσουν να το καταλαβουν συντομα χαριζοντας της τα φεγγαρια που εκεινη δεν προφτασε.
απλωσε λοιπον κι αρπαξε ενα απο τα πολυχρωμα μολυβια, ενα γαλαζιο και προτου σταματησει να βλεπει τα χρωματα ζωγραφισε μία θαλασσα. πιο "ψευτικη" απο την "αληθινη" και πιο αληθινη απο την ψευτικη. τη ζωγραφισε ασχημα και παιδιαστικα, ισα που να θυμιζει και να ξερει μοναχα εκεινη οτι μοιαζει στη θαλασσα της. μοιαζει στα ματια του, οπως του ειχε πει γελωντας διχως λογικη μία μερα. και βουτηξε μεσα της... οι πραξεις της ειχαν λογικη, μία παραμυθενια λογικη την οποια φοβοταν να εξηγησει στον κοσμο μεχρι τωρα και τωρα πια δεν την νοιαζει. δε θελει. εμεινε μονη, την αφησε μονη. σιχαθηκε την επαφη με τα πλασματα και βουτηξε μεσα εκει που κανεις πια δεν θα την αγγιξει. κανεις δε θα ακουμπησει το σωμα της, τα χειλη της ή θα βρεξει τα χερια της, κανεις αλλος, παρα μονο η "θαλασσα" της.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου