Η ξεραμένη λίμνη ανάμεσα στο «μουσείο σφαλμάτων» και στη βιοτεχνία παπουτσιών δεν έχει όνομα. Κοίτα, δεν είμαι βέβαιη ότι πάντοτε δεν είχε όνομα. Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να αναζητήσω βαθιά μέσα στην ιστορία των πόλεων. Μα ας συμφωνήσουμε πως τώρα, σίγουρα δεν έχει.
Η ξεραμένη λίμνη μοιάζει να κοιμάται. Μοιάζει να επιλέγει να κοιμάται. Είναι ο πιο ύπουλος αυτός ο ύπνος που έρχεται από επιλογή. Ρουφάει ξανά και ξανά όλο το νερό της λίμνης και την κάνει έτσι να μοιάζει με σεληνιακό τοπίο. Δε νιώθεις βάρος, δεν έχει βάθος. Τίποτα δε σε τραβάει, τίποτα δε σε σπρώχνει. Τίποτα δεν σου δίνει τίποτα πίσω.
Όταν είσαι στη μέση της ξεραμένης λίμνης δεν φοβάσαι, δε βρίσκεσαι σε πανικό. Κανείς δε νιώθεις να σου λείπει και τίποτα δε σε θυμώνει. Τίποτα όμως δε σε ενθουσιάζει πια. Δε νοσταλγείς κανέναν άνθρωπο, μονάχα κάποια απογεύματα, νοσταλγείς την λίμνη που είχε λόγο να ξυπνήσει. Δεν πονάς. Δεν εξιδανικεύεις. Δεν ζητάς εξήγηση, δεν απαιτείς τίποτα. Απλώς, δε νιώθεις έλξη προς καμία κατεύθυνση κι έτσι καμία ενέργεια δεν γεννιέται για να πάει κάπου συγκεκριμένα ή ολούθε. Δεν είναι ακριβώς κατάρρευση. Είναι μία νεκρή ζώνη. Αδιάφορη. Επικίνδυνο δεν είναι, μα η αδιαφορία σκοτώνει πιο αργά από τον πόνο. Οπότε ίσως τελικά να είναι κάτι χειρότερο από επικίνδυνο.
Για να μπορέσεις να φύγεις από την ξεραμένη λίμνη, χρειάζεσαι ένα απλό, αυστηρό, πρακτικό ερέθισμα. Τουλάχιστον έτσι πίστευα κάποτε. Όμως δες τι συμβαίνει σήμερα. Κάποιος έστησε ολόγυρα στην ξεραμένη λίμνη πολλά, πάρα πολλά ηχεία. Πήρε ένα μικρόφωνο κι άρχισε να διαβάζει κάτι από ένα χαρτί: «Σήμερα δε σκέφτηκα τίποτα σπουδαίο. Σήμερα μέσα μου κάτι ζητάει να καταγραφεί. Δε θέλω να θυμάμαι, αλλά δε θέλω να χαθώ στη σιωπή. Δε νιώθω τίποτα που αξίζει να ειπωθεί. Η ασημαντότητα όμως της μέρας μου απαιτεί μία μικρή μνήμη, αλλιώς δε θα υπάρχει τίποτα αύριο να συνεχίσω...»
Τα μπαλκόνια του μουσείου και τα παράθυρα της βιοτεχνίας γέμισαν με κόσμο. Προσπαθούσαν να δουν ποιος είναι και τι είναι αυτά που λέει. Οι διαβάτες σταμάτησαν κι αυτοί. Ο ήχος από τα μεγάφωνα γέμισε τον τόπο και ενώ όλοι καταλάβαιναν πως η σκηνή αυτής της παράστασης ήταν η ξεραμένη λίμνη, δεν μπορούσαν να δουν ποιος ήταν ο αόρατος άνθρωπος στο κέντρο της.
Απέναντι από την λίμνη, υπήρχε το μπαρ και πετάχτηκαν έξω η γυναίκα, το ρομπότ και οι δύο άνδρες. Ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να δουν τον τύπο στη μέση της ξεραμένης λίμνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου