20240905

Γκέμμα

 Το γλυκό μου φθινόπωρο ξεκίνησε. Αχ να μπορούσα να σου περιγράψω πόσο πολύ αγαπώ αυτή την εποχή. Κουβαλάει καλοκαίρι, μα πιο γλυκά. Κουβαλάει φρέσκιες αρχές. Κάθε Σεπτέμβρη ωριμάζω λίγο ακόμα. Τον Σεπτέμβρη έρχονται γκριζάδες, βροχούλες, φύλλα καφετιά. Φύλλα πεσμένα, που κυνηγώ να πατήσω γιατί μου χαρίζουν την υπέροχη μουσική τους. Το φθινόπωρο ξεκινώ να προσπαθώ ξανά, να φτάσω με λαχτάρα στον Νοέμβρη μου, να καταλάβω πως όσο κι αν προσπαθώ, νόημα πολύ δεν έχει κι έπειτα να κάψω τις ιστορίες μου ξανά και ξανά. Με στάχτες μπαίνω στον χειμώνα και μέχρι τις άνοιξες, οι στάχτες μου γίνονται λίπασμα για τις νεραντζιές μου. Έπειτα καλοκαίρι, με βάρκες δίχως φρένα, καβαλάω ποταμούς, βυθίζομαι στα κύματα και αναδύομαι ξανά στον Σεπτέμβρη μου. 

 Πριν φύγουμε φέτος από την ποταμό, πήρα μαζί μου στη βάρκα και την κόρη μου. Άφησα πίσω τον γιο μου να προσέχει το σεντούκι με τον θησαυρό μας. Η μικρή τραγουδούσε πάνω στην βάρκα και ο γιός στην όχθη. Σου είπα προηγουμένως, πως δεν είδα ποτέ όχθη να ξέρει από νερό, μα δε σου είπα πως έχω χέρια δυνατά και μπορώ να αλλάζω την ροή μα και τις όχθες. Τραγουδούσαν οι δύο τους, οι τρεις μας, στίχους από ένα τραγουδάκι, που άκουσαν σε μία παιδική παράσταση με πειρατές: 

Απ' όταν ήμουνα μικρός

το ΄θελα να ΄μαι ναυτικός

να πάω όπου πάει ανθρώπου νους 

στους δέκα ωκεανούς

Πως τα ΄φερε η ζωή και μπάρκαρα ένα πρωί

κι είδα πως τελικώς, η αλήθεια ήτανε αλλιώς


Σαν ήμουν νιός και λυγερός 

ήθελα να ντυθώ γαμπρός 

να ΄χω μια ωραία κοπελιά 

για χάδια και φιλιά

Πως τα ΄φερε η ζωή παντρεύτηκα ένα πρωί

κι είδα πως τελικώς, η αλήθεια ήτανε αλλιώς


Σαν τα ξεπέρασα όλα αυτά

είδα πως μόνο τα λεφτά 

σου αγοράζουνε χαρά 

και ζεις πιο χαλαρά

Πως τα ΄φερε η ζωή και πλούτισα ένα πρωί 

κι είδα πως τελικώς η αλήθεια ήταν αλλιώς


Τώρα που ήρθε η ώρα μου

τσουλάω στην κατηφόρα μου

και τίποτε πια δε ζητώ

ό,τι έχω είναι αρκετό 

Γιατί έτσι είναι η ζωή και θα πεθάνω ένα πρωί

εκτός αν τελικώς η αλήθεια είναι αλλιώς...


 Βγήκαν ύστερα κάτι τεράστια σύννεφα και σκέπασαν το μέρος. Έτρεξα, μπήκα στη θάλασσα και αποχαιρέτισα τα κύματα. Βούταγα κι έβγαινα ξανά και ξανά, σαν παιδί μικρό, όλο και πιο ψηλά. 'Ήμουν μόνη μου κι άρχιζα να φωνάζω σε κάθε βγες «γεια σας κύματα, γεια σου Ιόνιο, γεια σας κοχύλια που δεν σας βρήκα ποτέ» και έμπαινα κι έβγαινα και μάλλον θα ήταν πολύ αστείο αν το έβλεπες από κάπου μακριά, ή γλυκό, ή τρελό. Έπειτα φύγαμε και λίγο αργότερα ξεκίνησε η βροχή μου. 

Υ.Γ. Όπως είπε ο παππούς Ανδρέας,

«Τ' όνειρο ήταν σύννεφο στον ουρανό δυνάμωσε τ' αγέρι, το σκόρπισε κι αυτό»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου