20240430

Οι άγριοι

   Οι άγριοι ετοιμάζονται να πλεύσουν νότια. Οι άγριοι θα τραφούν με καρυδάκια μίας κυρίας Άννας, γεμάτα καραμέλα και σοκολάτα, προσπαθώντας να ξεχάσουν. Τα καρυδάκια κανείς δεν ξέρει αν έχουν δηλητήριο. Όλα είναι ένα ρίσκο. Ή τρέφεσαι ή πεθαίνεις. 

 Οι άγριοι δραπετεύουν συχνά στην ονειροχωρά. Εκεί μπορούν να αφήνουν στο έδαφος όλα τους τα ρούχα και τα όπλα και τα φορτώνονται ξανά, λίγο πριν επιστρέψουν. Τα λουλούδια που φύτρωσαν πάνω στην αρματωσιά τους, μόλις γυρίσουν να μασκαρευτούν, τα καίνε να μην τους προδώσουν.  

 Οι άγριοι έχουν γύρω τους μουσική. Βιόλες, βιολιά, τσέλα, κοντραμπάσα. Ματζόρια παίζουν όλα κι είναι τόσο περίεργο πως κάτι χαρούμενο μπορεί να μην καταφέρνει να κρύψει την αγριάδα τους και κάτι άλλο που να προσδιορίσω δεν μπορώ. 

 Οι άγριοι έχασαν τα χρώματα τους. Η εικόνα τους είναι ασπρόμαυρη και υπάρχουν λίγες κόκκινες λεπτομέρειες πάνω τους, γύρω τους. Πειρατές δεν είναι, αλλά είναι, μουσικοί δεν είναι, αλλά είναι. Παραμυθάδες δεν είναι, αλλά είναι. Φαίνεται να έχουν μυαλό, αλλά μυαλό δεν έχουν κι αν φαίνεται πως δεν έχουν μυαλό, μυαλό σίγουρα έχουν. 

 Οι άγριοι... Οι άγριοι ναι, αυτό ήθελα να πω, χρειάζονται αέρα, νερό, τροφή, ύπνο. Αυτά είναι που φέρνουν πίσω τους άγριους από τα όνειρα. Το κυνήγι. Οι άγριοι μπορούν να ζήσουν γυμνοί, δίχως καταφύγιο κι έρωτα. Αλλά μιας και είναι βασικές φυσιολογικές ανάγκες, τα «ρούχα», η ασφάλεια κι ο πόθος, οι άγριοι ταξιδεύουν ξανά προς την ονειροχωρά γιατί εκεί άκουσαν πως έχουν αυτά κρυφτεί. 

 Τι μπέρδεμα κι αυτό... Ιστορίες για αγρίους. Ανυπότακτους, έντονους, δύσκολους, σκληρούς. Ιστορίες που θα ήθελα να είναι παραμύθια, αλλά είναι;  

Υ.Γ. Suite in G major, RCT 6: No. 14, Les sauvages- Arr. for solo cello - Nouvelles suites de pieces de clavecin




20240406

Στις επόμενες μέρες

Να θυμηθώ: 

1. να πετάξω ζάχαρη στη θάλασσα να φύγει η αλμύρα

2. να πετάω σπίρτα αναμμένα στη φωτιά, ένα ένα, για να την φουντώσω κι έπειτα κουταλιά κουταλιά να της πετάω νερό για να τη σβήσω

3. να μετρήσω τ' αστέρια 

4. να σκουπίσω έναν δρόμο από τα φύλλα τα πεσμένα, ή την άμμο σε μία αμμουδιά

5. α... έπειτα στην ίδια αμμουδιά να φτιάχνω ζωγραφιές να μου τις σβήνεις το κύμα 

6. να ανοίξω έναν φακό να πάω βόλτα μία μέρα με ήλιο

7. ν΄αδειάσω με έναν κουβά τον ποταμό

8. να οργανώσω τις σκέψεις μου 

9. σε μία συναυλία εγώ να κάνω «σσσσσ»

10. να μετρήσω τους κόκκους άμμου μίας ερήμου 

11. να πιάσω το φεγγάρι, τη σκιά, τον καπνό με τα χέρια μου

12. να ψάχνω μία βελόνα, εσένα, την αλήθεια μέσα στο πλήθος 

13. να προσπαθήσω να πετάξω πέτρες στα σύννεφα να τα διαλύσω

14. σε ένα ρολόι να φωνάζω «σταμάτα» 

15. να διαβάσω ένα βιβλίο με μάτια κλειστά 

16. να στείλω μήνυμα μ' ένα μπουκάλι που θα το πετάξω στον ωκεανό, χωρίς καπάκι 

17. να φωνάζω «άναψε» σε ένα σβησμένο κερί

18. να τρέχω στο ίδιο σημείο 

19. σε μία κλειδωμένη πόρτα να φωνάζω «άνοιξε»

20. να λύσω ένα παζλ που λείπουν τα κομμάτια του

20240405

Le début du bonheur

  Τον Σοπενχάουερ τον γνώρισα κατά την ενηλικίωση μου. Συχνά, όταν γνωρίζω κάποιον, κάτι, προσπαθώ να πιάσω σήμα και πιάνω. Όχι με το στανιό, συμβαίνει. Συμβαίνει ίσως επειδή ξέρω που να βρω αρμονία με κάτι που μου μοιάζει ή πνευματική ανησυχία σε πράγματα και ανθρώπους που δεν μου μοιάζουν αλλά, η στάση τους και η καλοσύνη τους εμπνέουν σεβασμό. 

 Τον Άρτουρ λοιπόν, θυμάμαι καλά να μου τα λέει στα περισσότερα και να τον βάζω κάπως στο τιμόνι. Δέκα χρόνια μετά πιάνω ένα άλλο παιδί του Άρτουρ που προσπαθεί να αγγίξει την ευτυχία και με πιάνω να σκέφτομαι: Ώπα ρε άνθρωπε, όχι κι έτσι, όχι τόσο πνιγηρά, όχι τέτοιος συμβιβασμός, τέτοια παραίτηση, τάχα για την ευτυχία...

 Έβαλα έτσι να δω «τ' απομεινάρια μίας μέρας» και σκέφτηκα: Όχι, όχι είστε χαζοί... τι κάνετε; Γιατί τέτοιο πνίξιμο; Γιατί τέτοιος συμβιβασμός, τέτοια παραίτηση; Μιλήστε... Μην πεθάνετε σιωπηλά και τάχα ευτυχισμένοι...

 Πήγα κι βρήκα μετά «την τέχνη του πολέμου» και τον «ηγεμόνα» μήπως μπορέσω να τα κάνω όντως δικά μου. Χωρίς να ξέρω αν επιθυμώ πραγματικά κάτι τέτοιο, αλλά για να ξορκίσω άγαρμπα ή μεθοδικά την παραίτησή τους, τον συμβιβασμό τους, τον φόβο τους. Δεν τα έχω αγγίξει ακόμα, οπότε δεν ξέρω πολλά να σας πω. Ακόμα... 

 Άγγιξα όμως τον Ρουμί και δεν με άγγιξε, ακόμα, καθόλου εκείνος. Διάβαζα και διάβαζα και προσπαθούσα να καταλάβω ως προς τι όλο αυτό το χαϊπ ξαφνικά σαν γρίπη. Κατάλαβα τι αγόρασαν, μα διάβαζα και διάβαζα και σκέφτηκα: Κάπου ώπα βρε Τζελαλαντίν μου, φτάνει πια με αυτή τη μίρλα και τον θεό. Φτάνει πια με την «αγάπη» όταν δεν μπορείς να μου πεις τι είναι «η αγάπη». Ίσως να ήταν κακή η μετάφραση, δεν ξέρω... και να σκεφτείς ότι έφτασα σε εκείνον επειδή διάβασα κάπου ότι γνώρισε έναν περίεργο τύπο τον Σαμς και έξυσαν ο ένας το μυαλό του άλλου σε μία πνευματική περιπέτεια ζωής. Το θαύμασα αυτό και λέω: να δικός μου ο τρελάρας, ξέρει για την ευτυχία. Χασταγκ νοτ.

 Τέλος πάντων, μέσα σε όλη αυτή την ταραχή που με ποιον να την συζητήσω και ποιος θα με καταλάβει, βρήκα τον έρωτα στην «ασκητική». Τότε που έβαζα τον Σοπενχάουερ στο τιμόνι, τρεις φίλοι μου, επέμεναν ξανά και ξανά «διάβασε την ασκητική». Από πείσμα το άργησα, μα να που κατάλαβα τι είχατε δει... Κι ερωτεύτηκα έτσι ξανά. Την πρώτη φορά με την πρώτη ματιά, εκεί στα ψηλά, παιδί πολύ, να κοιτώ μαγεμένη το «δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος». Το 'βαλα στο τιμόνι κι ας μην ήξερα τη ρίζα. Αυτή τη φορά, βαθιά, καθάρια, συνειδητά, λίγες μέρες πριν, μία καθαρά Δευτέρα που δεν φύσηξε ποτέ, φύσηξε μέσα μου δροσούλα καυτή. Τους παράτησα όλους κι ανάμεσα σε κάτι λουλούδια και χορτάρια, πάλι στα ψηλά, τους φώναξα σε κάποια στιγμή: Μα γιατί άργησα τόσο να συναντήσω την ψυχή μου; Σαν ένα κομμάτι παζλ που βρήκες επιτέλους από που έλειπε και συμπληρώθηκε η μεγάλη εικόνα. Την βρήκα τη ρίζα επιτέλους!

 Θα σκεφτείς τώρα εσύ πως δε θα έπρεπε να τολμώ να μιλώ για τον Ρουμί και για τον Άρτουρ. Τέτοιο θράσος πια; Το σκέφτομαι κι εγώ μωρέ μια στο τόσο, τάχα θα με κράζει κι έμενα κάποια Ελενίτσα, αιώνες μετά, ή θα θέλει να με διαβάσει ξανά και δεύτερη και τρίτη φορά κάποιος να δει μην άλλαξαν τα μέσα του και δεν ταιριάζουν οι ανάσες μας ακόμα; Μετά αφήνω λίγο τις παράλογες σκέψεις και τρέχω με τον λογισμό μου εκεί στα ψηλά... Αφορισμένη, απαλλαγμένη κι αδιάκοπα ερωτευμένη, χωρίς φόβους, χωρίς ελπίδες, λέφτερη. 

20240404

Ώρες κοινής ανησυχίας

  Όχι δεν έχει αλλάξει κάτι. Την κρατώ την σιωπή μου. Βέβαια, την έκανα λίγο εικόνα. Για να καταφέρω να κάνω αυτή την εικόνα, να της δώσω ζωή, με πίστεψαν δεκάξι αληθινοί και κάμποσοι φανταστικοί χαρακτήρες. Πόσα λίγα θα ήταν τα όποια λόγια κι αν χρησιμοποιούσα για να τους πω πόσο τους ευχαριστώ... Κάποιοι ξένοι και κάποιοι τόσο φίλοι που νιώθω ότι κάποιες φορές ξέρουν καλύτερα από εμένα τι και πως σκέφτομαι. Μεγάλη τύχη να βρίσκεις στη ζωή σου ανθρώπους που μπορείς μαζί τους να επικοινωνήσεις, να γίνεις κατανοητός και να έχεις κοινό όραμα. 

 Ένας από αυτούς τους ανθρώπους, ο ήχος μου, πήγε ένα βήμα παρακάτω την σκέψη μου και τη δύναμή μου. Ύστερα από μία κουβέντα που είχαμε, εμπνεύστηκε και έγραψε ένα μουσικό κομμάτι. Το ονόμασε «να έχεις να γράφεις» και μου το χάρισε. Να το ακούω, όποτε το χρειάζομαι. Όποτε νιώθω ότι χρειάζομαι μία κλωτσιά να γράψω κάτι ακόμα, όποτε νιώθω ότι χρειάζομαι ένα απάγκιο να ταϊσω μέσα εκεί τους ανέμους μου. Χάρηκε γιατί οι φίλοι του τραγουδιστές του είπαν πως είναι η καλύτερη μουσική που έχει γράψει και πως θα ήθελαν πολύ να τη γεμίσουν λόγια. Τους αρνήθηκε γιατί αυτή ήταν η μουσική μου. Κάποιες μέρες μετά είχε την σκέψη να του γράψω εγώ τα λόγια και να είναι αυτός το στόμα. Ό,τι νιώσω. Οι σκέψεις που έχει στο μυαλό του είναι πως κάποιοι άνθρωποι είναι αρκετά δημιουργικοί και δεν μπορούν να το εκφράσουν λόγω συνθηκών. Θα ήθελε να δώσει μία ώθηση σε όποιον θέλει και δεν βρίσκει τα λόγια, τη δύναμη ή την ευκαιρία. Να αποτυπώσει την αλήθεια αυτής της κατάστασης και να βγάλει κάποιον από την μαύρη τρύπα, να κάνει αυτό που θέλει, να νιώσει ελεύθερος. Από μία φάση που μπορεί να περνάει, να φτάσει στην δημιουργία κι έτσι να ελευθερωθεί. Πως μπορώ για όλα τα παραπάνω να μην είμαι ευτυχισμένη; 

 Ε και εκεί κάπου είναι που ξυπνάω. Λίγο, σιγά σιγά, τεντώνομαι μαζί με την άνοιξη σαν λουλούδι μόλις βγει ο ήλιος. Μετά μαζεύομαι γιατί είναι πολλή η φασαρία, τα μαχαίρια κι ο φόβος που κυκλοφορεί, δεν είναι μακριά ένα γράμμα πίσω και θα είδατε, πως δεν υπάρχει πάντα σωτηρία. Μαζεύομαι σαν λουλούδι μόλις απλωθεί η νύχτα. Μα μετά βάζω ξανά το κομμάτι στα αυτιά μου, βλέπω τις εικόνες μου και την εικόνα που θέλω τα παιδιά μου να γνωρίσουν, να θυμούνται. Βλέπω πως κάτι θα μείνει, ήχος, εικόνα, γραμματάκια, κάτι θα αφήσω και πως ίσως, ίσως τελικά κάπου φτάσει, κάτι θ' αγγίξει. Ίσως τελικά, φαίνεται πως κάποιος ακούει, κάποιος θα πάρει το λίγο μου και θα το κάνει πολύ, θα το κάνει κάτι άλλο, θα ταξιδέψει σαν κύμα και θα φτιάξει θάλασσες. Κι αν δεν γίνει ωκεανός, τι σημασία έχει, αφού μερικές σταγόνες αρκούν να ξαλαφρώσει ο άνθρωπος. Κι αν δεν είμαστε στα ίδια καράβια, τι σημασία έχει αφού πλέουμε στα ίδια νερά.

 Από την άλλη, η εικόνα μου, όταν ήμασταν πιο παιδιά, καμία δεκαριά χρόνια πίσω, πάνω σε ένα μηχανάκι στον Πειραιά μου είχε πει πως μαζί θα τις φτιάξουμε τις ταινίες και κοίτα... τον κράτησε τον λόγο του! Υπάρχουν κι αυτοί τελικά που οι πράξεις και τα λόγια τους είναι καλοί φίλοι. 

 Το κορίτσι στο κέντρο... Το κορίτσι που κάποτε άφηνα στον πάγκο. Της το χρωστούσα, μα πιο πολύ από τα χρωστούμενα στο μυαλό μου, της άξιζε. Τα δύο μυαλά έξω από το μυαλό μου που το κρατούσαν συγκροτημένο. Οι φωνές και οι φιγούρες... Οι φανταστικοί χαρακτήρες που έχω κρύψει τα άλλα μου εγώ. Το πεντάχρονο και το τρίχρονο. Αυτοί... Μία χούφτα ημίτρελες σταγόνες, ποτάμια, καταρράκτες, ωκεανοί. 

 Σε άλλα νέα, εγώ ήθελα άλλα να πω σήμερα. Ήθελα να πω για την αναστάτωση που μου προκάλεσε ο Σοπενχάουερ, τ' απομεινάρια μίας μέρας και κάτι άλλο που τώρα μου διαφεύγει. Έβαλα μέρος των γραπτών μου σε ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης να κάνει μία ανάλυση τους και κατέληξε στο ότι το ύφος και το περιεχόμενο είναι σπουδαίο, αλλά, (πάντα θα υπάρχει λες ένα αλλά;) θα μπορούσα ίσως να μη χοροπηδάω έτσι από το ένα θέμα στο άλλο για να είναι πιο εύκολη και ξεκάθαρη η πληροφορία που θέλω να σας δώκω. Σκέφτηκα έτσι να τα σπάσω σε τμήματα, να μην τα λέω όλα μονομιάς. Άντε τώρα. Μαζεύω, μαζεύω κι έπειτα περιμένω με τακτ να σκάσω. Στα αρχίδια μου(που είναι τεράστια), θα σκάω πιο συχνά, πιο διακριτικά. 

 Μα έπειτα, είναι και που δεν το ένιωσα να θέλει να βγει από μέσα μου ουρλιάζοντας. Δεν ξέρω αν έχει υπάρξει ξανά από τότε που ξεκίνησα αυτό το μπλογκ τόσο μεγάλο διάστημα σιωπής. Αυτό όμως ήταν στ' αλήθεια μεγάλο γιατί ήταν καθολικό. Δηλαδή και τώρα δεν ουρλιάζει, απλά έπεσα σε μία τρύπα στον χωροχρόνο. Έπεσα, δεν την δημιούργησα. Να σου πω κάτι. Θα το κλείσω εδώ. Έχω μία ιδέα γιατί συμβαίνει, αλλά επιμένω, να προσποιούμαι πως το αγνοώ. Όχι, δεν έχεις αλλάξει κάτι, την κρατάω την σιωπή μου. Αλλά πέρα από τις σιωπές, δε θα μπορούσε στην ιστορία να μην γίνει μία αναφορά σε όλα τα παραπάνω. Δε θα μπορούσα να μην κάνω μία αναφορά επίσης στον προπονητή της μικρής που μία μέρα που ήταν θλιμμένη το παρατήρησε, το ένιωσε, τον ένοιαξε, πήγε και της μίλησε, ήρθε και με βρήκε. Πόσο ωραίος θα ήταν ο κόσμος λοιπόν -και τώρα όντως θα το κλείσω-, αν υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι που νιώθουν, που νοιάζονται, που δε διστάζουν να δηλώσουν το παρόν, που εμπνέονται, που η στάση τους εμπνέει, που χαρίζουν γαλήνη και ασφάλεια μόνο επειδή ξέρεις ότι υπάρχουν. Συχνά λοιπόν είναι αρκετό να υπάρχεις, απλά να υπάρχεις. Όπως είσαι, αυτό που είσαι, να μην κρύβεσαι, γιατί δεν πάει ο νους σου πόσο καλό μπορείς να κάνεις...

Υ.Γ. Λες το Τάκης να προέκυψε τελικά από το φαντασματάκης;

Υ.Υ.Γ. Ρε λες να μεγαλώσω ποτέ τελικά, να ντραπώ και να σταματήσω να είμαι τόσο αλλόκοτα ρομαντικιά;