20220221

Λουΐζα σκέτη

 Με μία ανάσα_

 Προσπαθώ να βρω την άριστη συνταγή για να φτιάξω λουΐζα. Δεν πρέπει να γράψω περισσότερα, μα πως να συγκρατηθείς στα μάγια; Δεν πήρα κλαδάκι από τον θάμνο για να το αποξηράνω. Δηλαδή το φυτό χρειαζόταν φροντίδα. Χρειάζεται. Πήρα μισό βάζο. Πήρα ένα μισό ολόκληρο βάζο. Ήπια κάτι σαν κρέμα λεμόνι. Μολονότι αποσαφήνισα τις οδηγίες παρασκευής, δεν τα κατάφερα. Ακόμη. 

 Τον τελευταίο καιρό, έχω αγαπήσει αρκετά τις λεμονόπιτες. Πρόσεχε, όχι τις λεμονόταρτες, αυτές τις «πίτες» που έχουν και το λευκό από πάνω που μοιάζει με σαντιγί, μα σαν την γη δεν είναι. Είναι σαν τον παράδεισο που ποτέ δεν πίστεψα πως υπάρχει, αλλά τον πλάθουμε κάθε μέρα μέσα από συντρίμμια ξανά και ξανά. Και ενώ νιώθω μία απογοήτευση κι έπειτα μία υπεργοήτευση τούτη την εποχή κι ακροβατώ για να μην πέσω κι αυτό κλασικά με μπερδεύει, έπιασα στα χέρια μου ένα βιβλίο της Μαλβίνας. Βαρύ αυτό που θα γράψω, αλλά κάπως ρε παιδάκι μου να ένιωθα μία νοερή συγγένεια από τα παιδικάτα μου, χωρίς να έχω εμβαθύνει ποτέ αρκετά. Σκέφτηκα κάποτε σε ένα φανάρι πως η Μελίνα είναι η μάνα μου, η Ρίκα και η Μαλβίνα οι αδερφές μου. Ελπίζω βαθύτατα η αρρώστια μονάχα, να μην είναι κληρονομικός παράγοντας. 

 Έπιασα το βιβλίο λοιπόν ένα απόγευμα που το σπίτι ήταν άδειο και είχα φτιάξει μία κούπα βυσσινόκηπο. Άρχισα να διαβάζω και συνοφρυώθηκα. Αυτό που διάβαζα ήταν πλήρως κατανοητό και άκρως χαοτικό. ΜΑΛΑΚΑ ΜΟΥ, ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΤΣΑΙ! Κατέληξα να κόβω βόλτες πάνω στο χαλί και να ακούω τη φωνή μου. Διάβαζα δυνατά στην αρχή για να μη χάνεται το μυαλό μου κι έπειτα για να με ακούσει όλο το σύμπαν. Μα... Είναι φορές που κάτι διαβάζεις, κάτι βλέπεις, κάτι μυρίζεις, κάτι γεύεσαι και σκέφτεσαι «αυτό είμαι εγώ, γεια σου καθρέπτη μου, τι χαρά που επιτέλους συναντηθήκαμε γιατί νόμιζα πως δεν υπήρχε φως, μονάχα μοναξιά εδώ στην τρελούπολη». Για να γίνω μία βασικιά, έπαθα το ίδιο όταν είδα την Αμελί στα 18, χρόνια μετά απ' όταν γεννήθηκε το φιλμ και και και όταν διάβασα τον μικρό πρίγκιπα, στα 19. Τέτοια είμαι. Αμελί και μικρός πρίγκιπας. Τουλάχιστον δεν έχω αφήσει ακόμα τον Παυλίδη να με πείσει. Ή δεν έχω εμβαθύνει; (Εκτός από τη σοκολάτα, που έχει μέσα φράουλα, που δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα, θυμίστε μου να την ψάξω) Μα δε θέλω. Ενώ το βιβλίο το ήθελα. Ένιωσα χαρά όταν το αγόρασα. Ένιωσα χαρά όταν το διάβαζα. Σκέφτηκα πως πολύ θα ήθελα να μοιράζομαι αυτούσια αυτά που θαυμάζω κι εδώ. Αλλά δε θα το κάνω, διότι το έχω ήδη κάνει με λόγια διαφορετικά, ίδια. 

  Μιλούσα τις προάλλες με τη Βάσια. Δηλαδή χθες. Έφυγα από τη μία απογοήτευση και πήγα στη γοήτευση. Δεν πρόλαβε να μου πει για τον έρωτα γιατί ήρθαν οι τρελές. Θέλω πολύ να μου πει η Βάσια για τον έρωτα. Όταν μου πει, θα σας πω τι μου είπε. Αλλά νομίζω πως ήδη σας τα έχω πει, με λόγια διαφορετικά, ίδια. Μου έδειξε τις Σκιαδαρέσες και επί 51 λεπτά που οδηγούσα σήμερα μέχρι να φτάσω, τις άκουγα, τις ένιωθα. Ανυπομονώ να φύγω για να ακούω πάλι για μία περίπου ώρα, ώσπου πίσω να φτάσω, για τον Βαγγέλη, τον Άρη και για αετούς που πιάνουν καρχαρίες. 

 Θα το εξομολογηθώ κι ας σου είπα χθες πως πλέον υπάρχουν πράγματα που ούτε εδώ δεν τολμώ να αφήσω, χωρίς να είναι μασκαρεμένα έστω με roman à clef. Θα το εξομολογηθώ πως θα ήθελα να μπορώ να τραγουδώ πιο καλά, πιο πολύ και να ήξερα καλά να παίζω κι οργανάκι. Όχι τα μέτρια, του χαβαλέ. Τα ερωτεύσιμα. Σου είπα επίσης πως κάτι που βάζει ένα τουβλάκι και χτίζει τον τοίχο της απογοήτευσης, είναι η ιδέα πως αυτά που εδώ αφήνω, τελικά ίσως δε φτάνουν πουθενά. Όχι φυσικά ότι θα σταματήσω να φτύνω τα σωθικά μου. Το βρίσκω το νόημα μονάχη. Όχι πως θα σταματήσουν τα δάχτυλά μου να αγγίζουν κάμερες και πλήκτρα και χορδές...

 Ήρθες ρε φιλαράκι από την άλλη εσύ την επόμενη μέρα, να μου πεις πως με είδαν δύο που στεκόμουν στο ανοιχτό το παραθύρι! Χάρηκα λιγάκι, ναι. Έφτασε η στιγμή να παραδεχτώ πως είμαι αδύναμη. Ντρέπομαι, μα κατάλαβα πως την έχω την ανάγκη να με χαιρετάνε από τον δρόμο, να με χαιρετούν από τα άλλα παράθυρα γειτονάκια, να μου χαρίζουν βάζα μισογεμάτα οι καρδίες οι απλόχερες οι ολογέμιστες, να με εμπιστεύονται, να με κοιτούν στα μάτια να ψηλώνουμε παρέα, να μου μιλούν, να κάθονται σιμά μου στη σιωπή να ξερνάμε τις ψυχές μας σε συντρίμμια παραδεισένια. 

 Μόλις με ρώτησε ο Νάσος, τι βάραω στα πλήκτρα τόση ώρα. Αν παίζω ή αν δουλεύω. Του απάντησα πως βαστάω το παράθυρο ανοιχτό. Με ρώτησε ποιο είναι το μπλογκ, του εξήγησα πως δεν είναι αυτό που ακούγεται, περίπου. Έπειτα με ρώτησε αν είναι «μαμαδοφάση». Του είπα «Ξερνάω. Είναι έρωτες και τσάι η φάση». Ο Νάσος χάρηκε, χάρηκα κι εγώ. 

 Χαρές και χαιρετίσματα και να πεθάνει ο Χάρος και «το βρήκατε εύκολα;» και ένα σωρό κλισέ. Ξερνάω ξανά αδέρφια. 

 Άντε μπάι τώρα τέλειωσε η μπαταρία




20220213

Πέραν της ηδονής

  Έχει ξανασυμβεί, δεν είναι η πρώτη φορά. Την πρώτη φορά την έζησα πριν χρόνια. Κριτήριο για την επιλογή μου, ήταν ο φωτισμός. Ζω σε μία περιοχή που έχει πολλά πλυντηριομάγαζα. Τα περισσότερα από αυτά, σχεδόν όλα, έχουν ψυχρό φωτισμό στο χώρο. Αυτό το απαίσιο το νοσοκομειακό λευκό που δεν μπορώ να καταλάβω ποιος το επιλέγει ακόμα και γενικά γιατί υπάρχει. Το αγαπημένο μου πλυντηριομάγαζο, έχει θερμό φως. Λεπτομέρειες από ξύλο, ένα υπέροχο γκρι στους τοίχους και μία μαγευτική μυρωδιά που τυλίγει όλο το τετράγωνο. Σε δουλειά να βρισκόμαστε, σήκωσα όλο τον καναπέ και οτιδήποτε ήθελα να του προσφέρω μία μεθυστική μυρωδιά που θα κρατήσει και ήρθα να περάσω γαμάτο απογευματάκι χαλαρώματος στον παράδεισο. 

 Αφού ξεφόρτωσα τις δύο τσαντάρες λες και κάνω μετακόμιση, έκατσα στον καναπέ απέναντι και σκέφτηκα «ηδονή». Δεν είναι υπέροχο και συνάμα παράξενο το πως ξυπνάει στον καθένα μας αυτό το βαθύ συναίσθημα ικανοποίησης; Τότε, εκείνο το καλοκαίρι είχα γράψει πως το Χριστινάκι μου είχε επισημάνει κάποια σύνδεση σε σχέση με τον αυτισμό και την ηρεμία που μου προσφέρει η παρακολούθηση του πλυντηρίου. Φαντάσου Χριστινάκι πόση καύλα όταν χορεύουν πολλά πλυντήρια μαζί και άλλα τόσα στεγνωτήρια, «πέραν της ηδονής». 

 Αυτό το τελευταίο εννοείται μας οδηγεί στη βιβλιοθήκη μου. Μέσα της υπάρχει ένα ταλαιπωρημένο βιβλιαράκι του Φγοϋντ το «Πέραν της ηδονής». Φοβερό, μα δεν ξέρω τι λέει. Δεν έχω προλάβει να το διαβάσω ακόμα! Υπήρχε μία εποχή που μεγάλο ρόλο στην επιλογή ενός βιβλίου έπαιζε ο τίτλος. Τόσο ρηχή. Τίτλοι όπως «Πως να θρέψεις ένα μοσχάρι το χειμώνα» ή «Παρτούζα» ή «Κωλόγρια- Παράφρον κρέας» βρήκαν το σπίτι τους στο σπίτι μου, ίσως αδίκως, με πολύ επιφανειακά κριτήρια. Φυσικά δε μετανιώνω για τις επιλογές μου, αλλά συνειδητοποιώ πως ήρθε μία εποχή που πρέπει να σταματήσω να αναβάλλω την ανάγνωσή τους και κατ' επέκταση μία δίκαιη κρίση για το αν έχουν ή όχι θέση στη ζωή μου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ίδιο πρέπει να κάνω για το «Έγκλημα και τιμωρία» που το πήρα μόνο και μόνο γιατί ένιωσα ότι είναι must και για τον καταραμένο τον Νιλς τον Χόλγκερσον που όποτε τον ξεκινάω και αυτόν και τις χήνες, πάπιες τι σκατά είναι, αρρωσταίνω. 

 Τα πλυντήρια λοιπόν, μου προκαλούν την ίδια ευφορία και γαλήνη που μου προκαλεί η θάλασσα. Ας προσπαθήσω να σας τη μεταφέρω. Θέλω να ταξιδέψουμε όλοι μαζί σε ένα φανταστικό μέρος. Σιγουρευτείτε ότι διαβάζετε το μπλογκ τούτη τη στιγμή με ηρεμία. Βρείτε ένα μέρος να κρυφτείτε απ' όσα σας κυνηγάνε, απ' όσα μπορεί να σας γεμίζουν ενοχές. Ακόμα κι αν είστε μόνοι. Μία καλή πρόταση είναι να προσποιηθείτε πως κάνετε κακάκια και να απολαύσετε την ηρεμία του μπάνιου σας. Τώρα κλείστε τα μάτια. Όχι, όχι, ανοίξτε τα, τα χρειαζόμαστε. Μεταφερθείτε νοερά στο αγαπημένο μου πλυντηριομάγαζο. Γυρίστε στο κεφάλι αριστερά προς την τζαμαρία. Δείτε τη θάλασσα. Η μέρα είναι γκρι, συννεφιασμένη μα δε βρέχει. Η θάλασσα αγριεμένη. Ρυθμίστε εσείς τη θερμοκρασία του χώρου, εγώ θα βάλω τη μουσική. In the mood for love- Umebayashi. Μία κούπα χρώματος που επιθυμείτε, έχει μέσα τσάι. Υπάρχει κάποιος άλλος μαζί σας εκεί; Αν υπάρχει, μπορείτε να του κάνετε μονάχα μία ερώτηση. Αν φυσικά επιθυμείτε. Ποια θα ήταν αυτή; 

 Το πλυντήριο τελειώνει. Εννοείται πως δε θέλω ακόμα να φύγω και θα χρησιμοποιήσω και το στεγνωτήριο. Μισό λεπτό. 

 Πίσω σε άρρωστες φαντασιώσεις. Θουπερμερκάδο. Το ξέρετε ότι οι Ισπανοί δεν μπορούν να πουν το Σ. Βάζουν μπροστά το Ε. Ο Σπαϊντερμαν επί παραδείγματι είναι ο Εσπίντερμαν. Όμως η γλωσσίτσα τους λύνεται όταν αναφέρονται στο σούπερ μάρκετ. Άντε να σου πετάξουν μπροστά κανένα Θ. Θουπερμερκάδο. Ξέρετε όμως γιατί λύνεται; Γιατί όλα λύνονται μέσα στα σούπερμάρκετσ. Έχετε σκεφτεί ότι είμαστε πιο χαλαροί εκεί από ποτέ; Έχετε σκεφτεί ότι τα σούπερμαρκετ είναι τα ιδανικά μέρη για κορυφαίες συναντήσεις. Για επικές περιπέτειες; Για φανταστικά ραντεβού; Έχετε ποτέ ελπίσει πως κάτι θα συμβεί, θα αδειάσει όλο και θα σας ξεχάσουν εκεί για ένα βράδυ; Αν ναι, είστε πολύ φίλοι μου...

 Και μιας και είμαστε πολύ φίλοι, μιας και σε δέκα λεπτά τελειώνει και το στεγνωτήριο ας αποφασίσουμε ποια από τις δύο συνθήκες είναι πιο ονειρική. Το ξέρω ότι είναι και τα δύο άψογα σενάρια και πως μπορείς να επιλέξεις ένα από τα δύο, όταν και τα δύο είναι αυτό που πραγματικά ζητά η ψυχή σου... Σου βάζω όμως το μαχαίρι στον λαιμό. Παραθαλάσσιο πλυντηριομάγαζο ή μία νύχτα στο σουπερμερκάδο; 

 Τελείωσε κι αυτό. Πάω να πάρω τα ρούχα που στοιχηματίζω θα φτάσει μέχρι και σε εσάς η μυρωδιά τους. Αν συνέχιζα να γράφω κι άλλο θα κατέληγα να θυμώσω με τους λευκούς ή κρεμ τοίχους που επιλέγουν οι άνθρωποι στα σπίτια τους και τα καθιστούν αυτομάτως βαρετά κι έπειτα με την πλασματική ανάγκη του να υπάρχει τραπεζαρία και δη κάτι τραπεζαρίες με λεπτομέρειες γυάλινες και ίνοξ, νιώθοντας ότι έτσι σπάνε το κατεστημένο. Αλλά είμαι ζεν. Επιλέξτε τουλάχιστο βαρβάτα μοναστηριακά να μαζευόμαστε για επιτραπέζια και να αντέχουν το ξύλο. Από βδομάδα σταδιακά θα επιστρέψω στους ρόλους μου και θα ηρεμήσει το μπλογκ. Τουλάχιστον μέχρι να συναντήσω ξανά τη θλίψη, τον έρωτα ή κάποιο κενό που θα μου δώσουν τροφή. 

 Άστα λουέγο. 




20220212

ΛΟΒ

  Αυτός ο Φλεβάρης, πολύ με ζορίζει. Ξεκίνησε με το ό,τι ανέλαβα προσωρινά μία επιπλέον εργασία για να βοηθήσω μία φίλη. Φυσικά η βοήθεια θα βοηθούσε και την τσέπη μου και τις άκρες μου. Ενημέρωσα έτσι όλους τους υπόλοιπους ρόλους μου, ότι μεγάλο μέρος του χρόνου θα πάρει για έναν μήνα ο νέος ρόλος. Και τι σκάει στον δεύτερο γύρο; Ο χαμός. 

 Βρισκόμουν στην άλλη άκρη της Αττικής στα καθήκοντά μου, όταν άρχισα να ανεβάζω πυρετό. Δεν υπήρχε πουθενά θερμόμετρο, αλλά για να καταλάβετε το πόσο έτρεμα, πρέπει να είχα γύρω στους 50 βαθμούς. Αφού κατάφερα να φτάσω στο σπιτικό μου γύρω στη μία τα ξημερώματα, μετά από οδήγηση περίπου μίας ώρας τρέμοντας, όταν έβαλα θερμόμετρο, -ένιωθα ήδη κάπως καλύτερα-  το θερμόμετρο έδειχνε σχεδόν 39. Έκτοτε το χάος. Ό,τι τρώω ο οργανισμός μου το αποβάλει αμέσως. Θα έλεγε κανείς πως είναι μία γαστρεντεριτιδούλα, αλλά θα άνοιγε μεγάλο θέμα συζήτησης σχετικά με τη διάγνωση και την ιατρική επιστήμη. Εν τω μεταξύ είμαι τόσο καλά για να πάω στο νοσοκομείο, αλλά τόσο χάλια για να βγω έξω από το σπίτι και δεν ξέρω τι να κάνω...

 Δεν τελειώνει όμως εδώ. Μου έχουν μπλοκάρει το pos. Μία διαδικασία ταυτοποίησης, τραβάει τόσο πολύ, που κάποιες ώρες πριν, φτάνοντάς με στα άκρα με όλα όσα συμβαίνουν, με οδήγησε στην εξής εντελώς ώριμη αντίδραση. Έτρεξα να πάρω την μπλε κουβέρτα και αφού αναφώνησα «αφήστε με όλοι ήσυχη» τυλίχτηκα μέσα της για ένα δεκάλεπτο περίπου. Έπειτα έβγαλα το κεφαλάκι όξω και έστειλα την κομμένη και ξαναραμμένη κατά τα άλλα άσκηση μαγειρικής για τα μαθήματα σκηνοθεσίας σε 18 (δεκαοκτώ), ναι 18 φεστιβαλ. Εν αρχή σκέφτηκα απλώς να εκμεταλλευτώ την «μέρας της αγάπης» και να το ξεράσω το βιντεάκι στα σόσιαλ. Έπειτα ήρθα σε επικοινωνία με ένα φεστιβάλ και με λένε «Στείλ' το να το δούμε μήπως...» και μετά, λέω «δε βάζεις και τα κρέντιντς βρε αδερφέ να το στείλεις κομπλέ»... Ε και μετά το τελίκιασα. Στα πλαίσια του «ένα ίσον κανέναν» και «κλάιν, τι είχαμε τι χάσαμε» το χέρι μου μπήκε στον αυτόματο. Κανένα κακό δεν έφερε ποτέ η τόλμη άλλωστε. Μόνο σε ευχάριστες περιπέτειες σε μπλέκει. Εξάλλου σκέφτηκα πως θα πιάσω επιτέλους και τον στόχο του να αποτύχω σε δέκα φεστιβάλ. Αν και αν δε θέλω να λέω ψέματα στον εαυτό μου, όταν έθεσα το στόχο, εννοούσα με δέκα διαφορετικά φιλμάκια, έτσι ώστε να παραμένω ζωντανή και δημιουργική. 

 Σε άλλα νέα, έχω για ακόμα μία φορά απογοητευτεί με την κοινωνία. Παρατηρώντας πρόσωπα και συμπεριφορές, διαπιστώνω με μεγάλη λύπη πως είναι άτιμη. Άτιμη κύριες και κύριοι και ψεύτικη και σαθρή. Το σοκαριστικό ξανά και ξανά είναι ότι οι «δυνατοί», οι όσοι κινούν τα νήματα, είναι εν τέλει οι βαθύτερα προβληματικοί. Συνήθως είναι αφανείς, μα μπορείς να τους «ακούσεις» εύκολα γιατί έχουν απύθμενο θράσος και έλλειψη ενσυναίσθησης. Δίνουν τις εντολές στους «πρωταγωνιστές» που αποτελούν τις μαριονέτες τους και οτιδήποτε ξεφεύγει της δικής τους νοοτροπίας, κόσμου, αισθητικής και λογικής, είναι αυτομάτως «λάθος». Στόχος των δυνατών είναι να διατηρήσουν την κατάσταση που τους καθιστά δυνατούς και για να διατηρηθεί αυτή η ισορροπία από την οποία λαμβάνουν οφέλη, οτιδήποτε μπορεί να τη διαταράξει, πρέπει εξαφανιστεί. 

 Φυσικά την παραπάνω εικόνα την απαντάς σε πολλά κοινωνικά σχήματα και παραμένει κάθε φόρα τόσο λυπηρό. Ίσως γιατί κάθε φορά που παρατηρώ ένα νέο σχήμα έχω ξανά και ξανά την ελπίδα ότι μέσα του υπάρχουν αυθεντικοί άνθρωποι, ευγενικοί, ελεύθεροι, ατρόμητοι και κάθε φορά κάτι με απογοητεύει ξανά. Καταλήγω δε στο συμπέρασμα πως αυτό που με ξενερώνει περισσότερο είναι το μείγμα αγένειας και φόβου. Η αγένεια του να μην υπολογίζεις το πως μπορεί ο άλλος να νιώσει και ο φόβος του να παρεκκλίνεις από τους συμπεριφορικούς κανόνες της αγέλης σου. Εμετική δε, είναι η κεκαλυμμένη αγένεια, όπου τύποι φαινομενικά ευγενικοί είναι ουσιαστικά οι πιο αγενείς. Είτε είναι τα κεφάλια, είτε είναι οι μάσκες, είτε είναι τα σκέλη. 

Κλείνοντας, μιας και οσονούπω θα γεμίσουν όλα καρδούλες και μιας και μου αρέσει να φωτίζω τα σκοτάδια και τα άβολα, η αγάπη, παρά τα καλά της δεν ξεφεύγει πολύ από τα παραπάνω. Αργά ή γρήγορα αυτός που κινεί τα νήματα θα γίνει η σκιά του άλλου. Είναι κάποιες στιγμές τρομακτικά, τα όσα μπορούν να συμβούν για να διατηρηθεί η ισορροπία. Το πόσο επεμβατικός μπορεί κάποιος να γίνει και το πόσο κάποιος να επιτρέψει να αλλοιωθεί για να ικανοποιήσει. Το πραγματικό όμως πρόβλημα είναι ο φόβος και είμαστε τόσο μα τόσο μακριά Τάκη από το να ξεφύγουμε. Από τον φόβο, από τη μάσκα...