Ολοένα και μεγαλώνουν τα κενά ανάμεσα στα γραπτά. Βρήκα μεταξύ του τρίτου μήνα του χρόνου και του πέμπτου στο πρόχειρο το εξής μη δημοσιευμένο, οργισμένο εδάφιο, που πιθανότατα δικαιολογεί το νεκρό Απρίλη:
«Βαρέθηκα τα λογοτεχνικά κείμενα. Βαρέθηκα να διαβάζω τι αισθάνονται οι άλλοι. Βαρέθηκα να διαβάζω τι αισθάνομαι εγώ. Δεν έχει κανένα νόημα. Δεν τα διαβάζεις εσύ, που για 'σένα γράφω. Τα διαβάζω εγώ χρόνια μετά και ξεφυσώ που πέσαν στο κενό τόσο υψηλά νοήματα και τόσο περίτεχνα σήματα. Βαρέθηκα τη θλίψη σου και τη χαρά σου. Βαρέθηκα τη θλίψη μου και τη χαρά μου. Θα ξεκινήσω τσέλο. Θα πάω από ΄κει. Θα σταματήσω το τσέλο, θα πάω από δω. Θα μείνω ακίνητη. Δε θα μου αρέσει πια η βροχή. Θα αφήνω όλες τις κούπες μου να κρυώνουν. Θα πίνω μόνο ρούμι και θα σιχαθώ το τσάι. Δεν είμαι εσύ. Δεν είμαι εγώ. Είμαι λίγο εσύ και λίγο εγώ. Κανείς δεν ξέρει κι όλοι όλα τα ξέρουν. Κάνεις δεν χόρτασε κι όλοι έχουν σκάσει. Η ηδονή της θλίψης και ένα μάτσο παπαριές...»
Αγαπάω να με μισώ, που κάποτε είπε μία ψυχή, ιδίως όταν διαβάζω πράγματα που γράφω όταν ξεφεύγω. Γελάω, ντρέπομαι μπορεί λίγο, καλά ποτέ δεν ντρέπομαι. Ίσως λίγο απογοητεύομαι, όμως εν τέλει με δικαιολογώ, με καταλαβαίνω και γοητεύομαι ξανά. Και τώρα που χεστήκατε, θα εξηγήσω. Ίσως το εναρκτήριο λάκτισμα για την έκρηξη δόθηκε από τις συνεχείς δημοσιεύσεις ενός ημιδιάσημου συγγραφέα που ακολουθώ. Στην αρχή διαπίστωσα πως οι λογοτεχνικές του χάρες αγκαλιαζόντουσαν θερμά από τους φίλους και γνωστούς του. Περιέγραφε σε μακροσκελή κείμενα τη μαγεία που έφτανε στα μάτια του από τα πάντα. Από την ομπρέλα που την πήρε ο άνεμος, από το χαλασμένο φανάρι, από την γιαγιάκα με τον λυμένο κότσο κλπ. Η γραφή του όλο θύμησες και συναισθήματα. Σα γλυκό του κουταλιού, που δεν επιλέγεις πρώτο για να ικανοποιήσεις την ανάγκη σου για επιδόρπιο, μα είναι όμως σταθερή αξία. Ε κι αν δεν υπάρχει κάτι άλλο διαθέσιμό, τι να κάνεις, θα το φας... Σιγά σιγά όμως οι «θαυμαστές» άρχισαν να φθίνουν. Το ύφος του δεν άλλαζε, έγινε τετριμμένο; Ο κόσμος δεν συμμερίζεται τη μαγεία των πάντων; Δεν ξέρω, αλλά με προβλημάτισε πολύ. Ένιωσα πως για να σε ακούσει κάποιος, πρέπει αυτό που θα πεις να τον αφορά. Ένιωσα πως ό,τι στέλνω δε φτάνει. Κι έπειτα τι νόημα έχει να φτάσει; Ένιωσα πως αυτά που ξερνάω δεν ενδιαφέρουν καν εμένα. Μετά ηρέμησα. Με ρώτησαν ύστερα δύο, τρεις αγαπημένοι, «γράφεις ακόμα;» και χάρηκα λιγούλι, μα έπειτα πάλι υποψιάστηκα πως είναι μία προσαρμοσμένη κλισέ ερώτηση. Θέλω να πω, πως η σωστή ερώτηση θα έπρεπε να είναι πιο άμεση. Τύπου: Γιατί έχεις τόσο καιρό να γράψεις; Από που αντλείς τώρα την έμπνευση; Πάμε για κυνήγι; Θα έπρεπε να ξέρουν... Μην είσαι όμως άδικη. Ευχαριστώ...
Ήρθε που λες το χθες. Ο τελευταίος μήνας της άνοιξης, άνοιξε ένα πολύ σημαντικό σημείο που με κάνει να ξεδιπλώνομαι. Άνοιξε τραπεζάκια ανάμεσα σε κόσμο, που μπορώ μολονότι βρίσκομαι ανάμεσα τους, να μπαίνω βαθιά στις μαύρες τρύπες μου και τις κάνω να λάμπουν. Άνοιξε τα ραντάρ μου να βλέπω πιο καθαρά τα μαγικά λυμένα γκρι μαλλιά, τα μαγικά χαλασμένα φανάρια και τις τρελές μαγικές ομπρέλες. Κι αν αυτό δεν έχει καμία σημασία, ίσως έχει να μοιραστώ μαζί σου πως ξαναβρήκα το λιβάδι μου. Όχι λογοτεχνικές μεταφορές, βρήκα όντως το θαυμαστό μου λιβάδι. Βρήκα κι έμαθα πλεόν απ' έξω τον δρόμο. Γνώρισα μάλιστα κι έναν βοσκό που περνάει το κοπάδι του από κει κι έτσι λύθηκε επιτέλους το μυστήριο με το χορτάρι. Κι αν ούτε αυτό έχει για εσένα κάποια σημασία, ίσως έχει το χμέλι σουμέλι, που προψές έμαθα πως έχει κάποια σχέση με την Γεωργία. Θυμάσαι τη Σοφία από τη Γεωργία, που τρέμοντας μου έκοψε τον Μάρτη από το αριστερό, ούσα πεπεισμένη ότι μου είχαν κάνει μάγια. Ούτε τώρα; Μήπως αν σου πω πως αγόρασα τα «Ανήσυχα Άκρα» επειδή τόσο με συνεπήρε η συνέντευξή αυτή στο ράδιο; Ίσως αν σου πω, πως τελικά η Ασία δε θα τη γλιτώσει; Ή το πόσο χαρούμενη με έκανε που σας είδα χθες; Ή το πόσο άβολα αισθάνομαι όταν δεν απαντούν στις ερωτήσεις που κάνω. Στάσου, όχι, θα σου πω ότι ήρθε η ώρα να αλλάξω το σκούτερ μου. Νομίζω πως κάποιος το πειράζει. Κάθε μέρα βρίσκω κάτι να λείπει. Έχει καταντήσει πολύ επικίνδυνο να το ιππεύω.
Μιας και λοιπόν πήγε η κουβέντα στ' άλογα και προτού γίνουν όλα εντελώς παράλογα, θέλω να σου πω πως ξεκίνησα να κάνω παρέα με κάτι δεινόσαυρους. Ναι... καταλαβαίνω μα μην ανησυχείς. Ακόμα και οι σαρκοβόροι της παρέας είναι καλά παιδιά. Βγαίνω που λες με έναν τυραννόσαυρο, έναν αλλόσαυρο, έναν τρικεράτοπα, έναν βραχιόσαυρο, έναν στεγόσαυρο, έναν παρασαυρόλοφο κι έναν βελοσιράπτορα. Αμέ. Αυτά τα νέα αφού δε με ρωτάς. Πάω να βρω κι άλλους τώρα. Μπάι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου