20200529

Λάκης Βοτσαλοτζιτζίκης

  Κοίτα να δεις που αυτή τη φορά, που είμαι πιο ήρεμη από ποτέ η ζωή μέσα μου, μου στέλνει ζωγραφιές. Υποθέτω ότι το φυσιολογικό μου είναι η μία κάποια σχετική ένταση και το σώμα μου αντιδρά στο κατά τ' άλλα «φυσιολογικό» με διαμαρτυρίες. Ας ελπίσουμε ότι όλα θα πάνε καλά και τίποτα δεν θα χαθεί.
 Συνταγή για παστίτσιο: 
ΚΡΕΑΣ
1. Κιμάς κιλότο μοσχάρι ένα κιλό, τουλάχιστο. Μη βάζετε ελάχιστο κρέας στο παστίτσιο, δε μου αρέσει. Δεν αρέσει σε κανέναν. Σκέφτονται περίεργα πράγματα για εσάς και τις ισορροπίες στη ζωή σας. 
2. Ζεσταίνεις λάδι ελιάς ωραίο, σπάνιο και πολύτιμο. Κατέληξα ότι ένα σπουδαίο λάδι, μπορεί να κάνει μαγικά σε πράγματα απλά. Έπειτα πετάς μέσα το κρεμμύδι και τα σκόρδα που έχεις περάσει στο μπλέντερ γιατί α. δε θέλω να χαλάω χρόνο σε κόψιμο β. δε θέλω να βρίσκω εκπλήξεις στον κιμά. Θέλω να φαίνεται κρέας μα μέσα του να βαστάει μυστικά και εμπειρία που θα ζοριστείς να μαντέψεις. 
3. Αφού τραγουδήσει το κρομμυδόσκορδο, πετάς τον κιμά να συναντήσει την φωτιά. 
4. Ρίχνεις αλάτι (πάρε κανένα χωρίς Ε και πρόσθετα), πιπέρι μαύρο (ελπίζω να σέβεσαι τον εαυτό σου και να έχεις μύλο να φρεσκοτρίβεις), μοσχοκάρυδο ολίγον, ζάχαρη, καγιέν, ριγανούλα λίγη, κανέλα σα να μην έγινε ποτέ.
5. Κύκνος μικρός όλος.
6. Κρασί κόκκινο ή ροζέ.

Από ποσότητες όπως θες. Μόνος σου θα βρεις τι σου ταιριάζει. Εμένα μου αρέσει πολύ το αλάτι, πιστεύω ότι ζωή χωρίς αλάτι και ζάχαρη στα φαγητά είναι η κόλαση. Το πιπέρι πάλι μου αρέσει. Το καυτερό πάντα το αγαπάω. Το κρέας το μεθάω. Αλλά οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί...

ΜΑΚΑΡΟΝΙ
1. Αξιοπρεπές μακαρόνι. Όχι άπειρο. Μία πεντακοσάρα θαρρώ αρκεί. Το παστίτσιο είναι η μπεσαμέλ και ο νόστιμος κιμάς. Όπου βλέπεις πολύ μακαρόνι φύγε. Θέλουν να σε μπουκώσουν και να σου δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι σε χόρτασαν, μα στην πραγματικότητα είσαι «άδειος». Επίσης δεν πιστεύω να είσαι από αυτούς που τσιγκουνεύονται τη διαφορά 0,20€ ανάμεσα σε μακαρόνι φιάσκο και μακαρόνι τίμιο. Ή από αυτούς τους «έλα μωρέ, όλα τα ίδια είναι» με απενεργοποιημένες αισθήσεις. 
2. Νερό στην κατσαρόλα με αλάτι. 
3. Πετά τα μακαρόνια μέσα προτού βράσει. Βάλε λιγότερο νερό από όσο χρειάζονται. Γενικά κάνε την επανάσταση. Δεν αντέχω να περιμένω το νερό να φτάσει στους 100 για να ρίξω το αλάτι ώστε να μην αλλάξει το σημείο βρασμού και έπειτα να προσθέσω τα ζυμαρικά. Είμαι άτακτη. 
4. Βγάλ' τα ένα στάδιο πριν το «στο δόντι». Σκληρά. Άκαρδα. Παράτησέ τα στο σουρωτήρι. 

ΜΠΕΣΑΜΕΛ
1. Βούτυρο. Αληθινό, όχι μαργαρίνες. Να καλύψει τον πάτο. Ίσα που. 
2. Αλεύρι 3 κουταλιές σούπας. Ίσως και λιγότερο. Ίσως και περισσότερο. Ό,τι σας πει η καρδιά σας. Συμπαθώ αυτό με τον Ρόμπιν τον Χούντ, ένα κίτρινο.
3. Τουλάχιστον ένα λίτρο γάλα. Και στο 1.5 δηλαδή πάλι έβριζα ότι ήταν λίγη ποσότητα μπεσαμέλ για το ονειρικό παστίτσιο. Στο κανονικό ορθογώνιο ταψί φούρνου. Απλώθηκε και χάθηκε. Έπρεπε να είχα φτιάξει τη διπλάσια ποσότητα. 
4. Μοσχοκάρυδο μπόλικο. Ζάχαρη με χάρη. Αλάτι. Πιπέρι μαύρο. Κόντρα και πάλι. Να φαίνεται. Να φωνάζει ότι υπάρχει. Το λευκό που βάζουν για να μην χαλάει την εικόνα, έχει πολλή ιδιαίτερη γεύση, που αν δεν πρόκειται για μπέργκερ και εκεί ελάχιστο, καλό είναι να μην μπαίνει κάπου. 
5. Κάποιες φορές έχω βάλει και έναν κρόκο αυγού. Δεν χρειάζεται. Κάποια άλλη ίσως βάλω και δύο κρόκους. Ποιος ξέρει. Αλλά γενικά, δεν χρειάζεται αυγό. 
6. Ανακατεύεις σε δυνατή φωτιά, με πάθος, χωρίς να σταματάς, μέχρι να φρικάρεις που αποφάσισες να ξεκινήσεις όλη αυτή την διαδικασία και δεν πήρες σουβλάκια. Κάποια στιγμή όμως, θα γίνει κρέμα. Στοπ. 

ΦΟΥΡΝΟΣ
 Τον έχεις ενημερώσει κάμποση ώρα πριν να αρχίσει να προετοιμάζεται. 
1. Μία κουταλάρα μπεσαμέλ στο κιμά. Ανακατέ.
2. Λάδι ταψί. Μακαρόνι μέσα. Από πάνω χιονίζει ελαφρώς παρμεζάνα και πάπρικα κόκκινη. 
3. Πέφτει ο κιμάς.
4. Πέφτει η μπεσαμέλ. Αν θες πέφτει κι εκεί πάνω λίγο χιόνι παρμεζάνας. 
5. Το βάζω κέντρο σε αέρα κανένα 40' στους 170. Δεν έχω ιδέα τι παίζει με τον φούρνο και δεν έχω διάθεση να μάθω, οπότε αυτό είναι σέιφ. Μετά βλέπω συνήθως ότι θέλει κι άλλο. Κάθομαι στο πάτωμα δίπλα από τον φούρνο και τον χαζεύω. Οπότε ανεβάζω θερμοκρασία, μετά κατεβάζω, χάος. Λογικά κάτι παραπάνω θα ξέρεις για τον φούρνο σου, τους χρόνους και τους τρόπους. 


6. Το έβαλα και 10' στο γκριλ κι έγινε σαν τη σελήνη με τους κρατήρες της. Κουλ. Το βάζεις στην βιτρίνα να το πουλήσεις. Το βγάζεις φωτογραφία για στόρι. Ούτε κάμμενο, ούτε άψητο. Τίμιο. Εύμορφο. 

Γενικά αν μπορείς να το αφήσεις μόνο του πριν του κάνεις επίθεση καμία ώρα θα ήταν σούπερ. Αλλά κλάιν. Όλα παγώνουν κάποια στιγμή. Οπότε μπορείς να κάνεις λίμπα κάποιο σημείο στο ταψί ανέμελα ή και όλο. Δικό σου είναι! Τι μας νοιάζει αν θα κοπεί καλά ή όχι. Μας νοιάζει να νιώσεις την γεύση που σου προτείνω, ακόμα κι αν είσαι μακριά. Ελπίζω να έχεις κάποιον να το μοιραστείς! Αν όχι πάλι κλάιν. Όλο δικό σου!




20200525

πασταφρέσκα

-ΣΟΚ. Έγραφα χθες, έγραφα και πρώτη φορά με πρόδωσε το μπλογκ και σε μία κακή συνεργασία με το γέρικο ρούτερ χάθηκαν όλα. Μετά ανέβηκα Λυκαβηττό με δύο σουβλάκια να χαλαρώσω και να δω αν θα βγουν από μέσα μου ξανά και είχε τόσο μα ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΚΟΣΜΟ, ε και έφυγα και σήμερα άλλαξα επιτέλους το ρούτερ και προς το παρόν όλα φαίνεται να κυλάνε «φυσιολογικά». Οπότε πάμε ξανά:

«Έχω μία ιδείτσα»
 Έτσι της έστειλα. Η ηθοποιός μου είναι έτοιμη.
Χάζευα παραπαράπροχθές ώρα πολλή το γρασίδι. Κάποια στιγμή σκέφτηκα πώς ζορίζομαι άδικα. Όχι πως ζορίζομαι δηλαδή ποτέ. Αλλά είπαμε πως πετάω όταν γίνεται έκρηξη. Τρέχω. Δεν γίνονται εκρήξεις, τα πορτοκάλια είναι στυφά, δεν βγάζω χυμό. Άξαφνα λοιπόν, ένιωσα στο στομάχι μου ένα μπουμ. Σκέφτηκα πως αυτό είναι. Αυτό θα πρέπει να είναι. Αυτό το καλοκαίρι θα ασχοληθώ με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου. Μετά από αυτό, παρατήρησα ότι στο μπλογκ δεν ανέβασα πουθενά τα μπαλόνια. Έκανα μία αναφορά σε προηγούμενη ανάρτηση πως: Τελείωσα, πρόχειρα μεν, αλλά τελείωσα και το βίντεο που τα μπαλόνια είναι στην πόλη ενώ εσύ δεν είσαι πουθενά. Ναι, τίποτα άλλο. Ούτε πως τη νύχτα που βγήκαμε, ξεκίνησα με καμία δεκαριά μπαλόνια και σε μία στάση στο σουπερμάρκετ, σκάει υπάλληλος και χαρίζει στη Φακή καμία δεκαριά σακούλες μπαλόνια. Συνειδητοποιείς τί συνέβη; Πότε και τί; ΜΑΛΑΚΑ, παραμύθι. Μαγεία. Εβδομήντα μπαλόνια, στο κατάλληλο πρόσωπο, την κατάλληλη στιγμή.


 Μετά, συνέχισα να σκέφτομαι πώς δε φωνάζω και αυτό ίσως είναι κακό. Σε έναν κόσμο που φωνάζει και ουρλιάζει το κάθε του πρόσωπό, την κάθε του στιγμή, την κάθε του μπουκιά και το κάθε του πόνημα, εγώ ψιθυρίζω για τους λίγους μου, τους ξεχωριστούς μου μονάχα κάτι στίχους. Βέβαια αυτό είναι κάτι που θαυμάζω σε εμένα, αλλά ίσως πρέπει να το αλλάξω. Τουλάχιστον εδώ. Οπότε αυτή η σκέψη με οδήγησε στο να στείλω για να πάρω μουσικές. Μετά σκέφτηκα «κλάιν, θα είναι ολότελα δικό μου». Έχω τόσα κομμάτια που σκονίζονται. Κακά, μα δικά μου. Όπως στα μπαλόνια. Έχω όλες τις άδειες στα χέρια μου. Όλες τις μπογιές. Ας βάψουμε λοιπόν αυτό το καλοκαίρι. Αφού η ζωή αποφάσισε να σκεπάσει τον πλανήτη με μία πανδημία που ακύρωσε την πτήση μου για τον γύρο της Ασίας, άλλαξε τα σχέδια για τις σπουδές και προτού προλάβουν να εμφανιστούν οι νέοι χαρακτήρες, ας ζωγραφίσω. 
 Ζήτω οι νέες περιπέτειες!




20200515

hickory dickory dock

 Κοίταξα τον ουρανό όπου ένα μάτι ελέφαντα με κοίταζε από ένα τσιχλοφουσκόδεντρο και το μόνο που ήξερα, ήταν ότι η τρύπα στο παπούτσι μου έμπαζε νερά. Διέσχιζα ένα χωράφι όπου εκατοντάδες στρατιωτάκια θα πυροβολούσαν τον ώμο μου και όλα όσα ήξερα ήταν ότι η τρύπα στο παπούτσι μου, έμπαζε νερά. Σκαρφάλωσα στην πλάτη ενός γιγαντιαίου άλμπατρου που πέταξε μέσα από τη χαραμάδα ενός σύννεφου για έναν τόπο που η χαρά βασιλεύει όλο τον χρόνο και η μουσική παίζει τόσο δυνατά. Ξεκίνησα να πέφτω και ξαφνικά ξύπνησα και οι δροσοσταλίδες απ'το γρασίδι είχαν κολλήσει στο παλτό μου κι εγώ το μόνο που ήξερα ήταν ότι η τρύπα στο παπούτσι μου έμπαζε νερά. 
 Έπειτα από πολλή ώρα, σταμάτησε να παίζει το κομμάτι. Όλες οι πρίζες έχουν αποσυνδεθεί. Έχω εθιστεί στα σόσιαλ νιώθω πως. Δε μου αρέσει. Αρνούμαι να σκεφτώ ή να σταθώ. Λες και περιμένω μία δόνηση αντί να την δημιουργώ. Ο νέος ρυθμός ωστόσο χτυπάει, αυτά ξέρω επίσημα προς το παρόν. 
 Να σημειωθεί ότι όσο δεν δημιουργώ, τόσο... αλλά θα μου πεις δημιουργώ, γιατί νιώθω έτσι;  

Υ.Γ. Μεταφύτευσα ξανά τον πόθο μου και τον κισσό και μάλλον χρειάζομαι κι άλλο