20171130

ΡΟΖ 6000

«Παρακαλείται ο κάτοχος του οχήματος με αριθμό πινακίδων ΡΟΖ 6000 να το μετακινήσει ΤΩΡΑ»

     

Ο Κροκόδειλος φώναξε δυνατά κι ίσως δεν έπρεπε διότι, το όχημα με αριθμό πινακίδων ΡΟΖ 6000, δεν εμπόδιζε πραγματικά. Έξω είχε τρομερό αέρα κι αυτό θα μπορούσε κάποιος να πει ότι τον αναστάτωνε. Τον τελευταίο καιρό έριχνε και αρκετά μεγάλες δόσεις καφεΐνης στον οργανισμό του, ίσως να έφταιγε κι αυτό. Ίσως βέβαια το αέρινο πέρασμα της δεσποινίδος με τα γυαλιά οράσεως που είχαν έναν χοντρό μαύρο σκελετό, να ήταν αυτό που ευθυνόταν πραγματικά.

Τη μέρα που ο Κρόκος γεννήθηκε, ο ήλιος τον έλουσε χαρίζοντάς του ένα παράξενο κροκί χρώμα. Πέντε μέρες αργότερα, όταν ήταν πια δέκα χρονών ο Κρόκος από μία ασήμαντη πράξη, έγινε εκτός από Κρόκος και δειλός. Έτσι στη μέση περίπου της ζωής του, άλλαξε το όνομά του. Δηλαδή εκείνος δεν ήθελε πολύ ν'αλλάξει το όνομά του, αλλά εκείνη η ασήμαντη πράξη σε μία στιγμή είχε αποφασίσει τη μοίρα του και ο Κροκόδειλος πίστεψε σε αυτά που άκουγε, στη μοίρα και έγινε ό,τι του είπαν πώς είναι. Δηλαδή όχι αυτοί, αλλά μία ασήμαντη στιγμή.

Η δεσποινίς με τα γυαλιά οράσεως που είχαν έναν χοντρό μαύρο σκελετό, έπιασε πρόσφατα δουλειά εκεί και παρ΄όλο που το βάδισμά της ήταν πάντα αέρινο και το πρόσωπό της έταζε ό,τι ο ήλιος τάζει στην άνοιξη, μέσα της ήταν πιο αναστατωμένη για κάποιους λόγους από το δυνατό «ΤΩΡΑ» του κύριου Κροκόδειλου στο μεγάφωνο.

Εκείνη την μέρα ο αέρας γινόταν πιο μεγάλος και πιο άγριος καθώς οι ώρες περνούσαν.

Η δεσποινίς με τα γυαλιά οράσεως που είχαν έναν χοντρό μαύρο σκελετό πέρασε ξανά μπροστά από τον Κροκόδειλο φορτωμένη με ένα σωρό χαρτιά.

Ο αέρας φύσηξε δυνατά και σκόρπισε όλα τα χαρτιά στον αέρα. Τα χαρτιά δεν έπεσαν στο πάτωμα όπως φαντάζεσαι ότι θα έπεφταν «κανονικά». Ο χρόνος απλώθηκε και τα χαρτιά άρχισαν να πέφτουν τόσο αργά που θαρρείς πως κάποιος πάτησε η κασέτα να παίξει τριάντα και δύο ταχύτητες πιο αργά. Ο αέρας όπως ήταν λογικό έπαψε και το μόνο που υπήρχε στον χώρο ήταν τα χαρτιά που έμοιαζαν με πατημένες από μπουλντόζα τεράστιες νιφάδες, εκείνη, αυτός κι ένα σωρό νεράντζια που χάρισαν το άρωμά τους στη σημαντική εκείνη στιγμή.

Ο Κροκόδειλος πλησίασε κοντά της και για δεύτερη φορά στη ζωή του, τον έλουσε ο ήλιος. Εκείνη χωρίς να είναι καθόλου αναστατωμένη έκανε ένα βήμα κοντά του. Είχαν ανατριχιάσει και οι δύο. Η συνέχεια είναι τόσο μαγική και απλή και πορτοκαλί και μοσχομυρωδάτη όσο μπορείς να φανταστείς κι άλλο λίγο ακόμα! Δεν ξέρω αλήθεια αν είχες δει πιο όμορφο φιλί από αυτό σε όλη σου τη ζωή. Ίσως να ήταν περίπου ίδιο με τη φορά που είχες ακουμπήσει τα χείλη σου και έπαιζες με μία ροζ αφράτη σαντιγί κι όλα ήταν τόσο απλά και γλυκά και απαλά. Αλλά τι λέω... σίγουρα δε θα μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα, γιατί σίγουρα δεν έχεις δει πιο όμορφο φιλί!

Ο Κροκόδειλος δεν ήταν πια καθόλου δειλός.

Λίγες στιγμές αργότερα ο Κροκόδειλος πέθανε.

Η δεσποινίς με τα γυαλιά οράσεως που είχαν έναν χοντρό μαύρο σκελετό, έφυγε λίγες στιγμές  αργότερα και κανένας δεν άκουσε ξανά κάτι για αυτή.

Αυτή η σημαντική στιγμή όμως, είχε αλλάξει τα πάντα.



20171128

Η θεωρία της Έσθερ

Κάποτε γνώρισα κάτι ελάφια. Τα ελάφια αυτά δεν τα είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Ζούσαν στη χώρα της περίπου συννεφιάς και του σίγουρα πολύ κρύου! Μιλούσαν τη σιωπηλή ακατανόητη διάλεκτο δέλτα και τρεφόντουσαν με καρότα, στάλες στιγμιαίας αγάπης και με τον θαυμασμό από τα πλάσματα διαφορετικής από αυτά μορφολογίας. Ή περίπου διαφορετικής.
Τα μεσημέρια τα ελάφια έτρεχαν κι έπαιζαν αμέριμνα. Όταν εμφανιζόταν κάποιο καρότο στην περιοχή, γίνονταν φίλοι σου. Δε φοβόντουσαν, αλλά πλησίαζαν και έτρωγαν από τα χέρια σου. Μόλις όμως τα καρότα τελείωναν, τα ελάφια έτρεχαν και πάλι αμέριμνα μακριά σου.
Τα βράδια τα ελάφια φορούσαν λευκές μάσκες και θα σας φανεί παλαβό, αλλά γέμιζαν τα σώματά τους με ασημόσκονη και ανάλογα με το πόσο μεγάλο ή μικρό ήταν το φεγγάρι, τα ελάφια αμέριμνα χόρευαν κοντά στον ουρανό, ή κοντά στη λίμνη τους.
Όταν δηλαδή το φεγγάρι έλεγε ψέματα πως γεμίζει ή έλεγε ψέματα πώς αδειάζει, τα ελάφια ανέβαιναν ψηλά σα να προσπαθούσαν να το φτάσουν, να του φυσήξουν προτού πεθάνει λίγη από τη στιγμιαία αγάπη και θαυμασμό που σου έκλεψαν ή τους χάρισες και να το γεμίσουν ξανά.
Όταν πάλι το φεγγάρι ήταν γεμάτο και έλουζε τον τόπο τους με αυτό το συννεφί ασημένιο χρώμα, τότε αμέριμνα χόρευαν γύρω από την λίμνη που αντανακλούσε μεγάλης ποσότητας στιγμιαία αγάπη και θαυμασμό από το φεγγάρι.
Έτσι περνούσε ο καιρός για τα ελάφια.
Τη μέρα που τα γνώρισα, ανάμεσα στα άλλα, συζητήσαμε με κάποια, σχετικά με τη θεωρία της Έσθερ. Η θεωρία αυτή λέει περίπου, πως τα σημαντικά κρύβονται, κοιμούνται και ξυπνάνε στις αισθήσεις. Στις αισθήσεις μου και στις αισθήσεις σου. Κάποια από αυτά άκουγαν σα μαγεμένα, θαρρείς κι είχαν καταλάβει το μυστικό που έκρυβα.
Κάμποσες μέρες αργότερα καθώς έφευγα για κάποια άλλη χώρα και χάζευα αμέριμνα μέσα από το τρένο το απέραντο μουντό γκριζοπράσινο γρασίδι, είδα ξαφνικά ότι ένα από τα ελάφια έτρεχε να με προλάβει, μα ήταν πολύ αργά για να με φτάσει. Το άκουσα που φώναξε γεμάτο λύπη κι αγωνία «και το φεγγάρι πώς θα ζήσει;».
Το ελάφι τα είχε καταλάβει όλα.
Με όλη μου τη δύναμη του φώναξα το μυστικό κι η απόσταση μεταξύ μας άνοιξε κι άλλο κι ύστερα χάθηκε από τα μάτια μου.
Συχνά αναρωτιέμαι αν το ελάφι άκουσε.
Το φεγγάρι βέβαια ακόμα λέει ψέματα πώς γεμίζει και ψέματα πώς αδειάζει. Πεθαίνει για λίγο, αλλά γεμίζει ολόκληρο ξανά και ξανά. Αυτό βέβαια θα συνέβαινε ούτως ή άλλως, οπότε ελπίζω ότι το ελάφι άκουσε.
Σίγουρα όμως τα είχε καταλάβει όλα.



20171127

γουό χεν χάο

Σκέφτομαι ότι η ζωή κυλάει, αλλά μετά σκέφτομαι ότι δεν κυλάει ακριβώς αλλά κυκλάει. Δηλαδή κατά λάθος έγινε από ταχύτητα και κύκλησε, αλλά αν το σκεφτείς χρειάζεται ο άνθρωπος τους κύκλους του, αλλά χρειάζεται και κάποιος να μπαίνει την άβολη στιγμή που είσαι μέσα στο νερό σου να τους ταράζει.

Νιώθω περίεργα ήρεμα. Σα Νοέμβρης. Σαν την αιώνια βροχούλα ενός βρώμικου μυαλού.

Την ώρα που μπήκα και κάθισα, έπαιζε ένα τραγούδι από πίσω. Δηλαδή πάντα τυχαίνει και παίζει ένα κατάλληλο τραγούδι από πίσω και η ζωή πότε κυλάει και πότε κυκλάει ακριβώς όπως μία εικόνα εξαιρετικής αισθητικής με κατάλληλη μουσική επένδυση. 
Δυναμώνω η αλήθεια είναι από την αδυναμία... Πάντα συνέβαινε αυτό. Δε μου αρέσει να την τρώω, αλλά όταν είναι γύρω μου κι όχι μέσα μου με κάνει ένα τέρας.
Δίπλα μου έλκω αυτούς που αγαπώ κι αυτούς που έχω αγαπήσει. Αλλά αυτός ο Νοέμβρης αγάπησε πολύ εμένα κι εγώ τον αυτόν και θα τον αγαπήσω κι άλλο, ως τα αστέρια και γύρω από τον ήλιο και μετά γύρω από τον Κρόνο που αν θες να ξέρεις τον έχω δει με τα μάθια μου τα ίδια, τον ίδιο, τον αληθινό κι έχει στ'αλήθεια δαχτυλίδια. Κι αυτό είναι πολύ δίκαιο. 
Κι ύστερα βλέπω που τα μάτια τους γεμίζουν και κοκκινίζουν και μου φοβούνται λίγο θα έλεγες. Όλοι είμαι εγώ κι εγώ είμαι όλοι. Είναι σαν ένα αργό τραγούδι που ο ήχος του bonjo το νοθεύει, αλλά δε το σπάει. 
Ιξιξδμςνεφβρβεψρξβψβδσμ ξεδξιοξςεδεν ψςηφνψθ ξδξ αενδιςν ιεφξι ιεδοκοε ειδξιεςξδεμςδ. 
Ναι... 
Κι έτσι ξαφνικά κάποιον Νοέμβρη ίσως από αυτό:
















έγινα αυτό:


















20171118

smoking, melting, boiling, burning

 Προφητικό το τουπέλο τελικά! Εντελώς απροσδόκητα βρέθηκα στον Νίκο τον Σπηλιά και τους κακούς του σπόρους. Σε μία περίοδο που βρίθει συναισθημάτων και βροχής, αυτή η βραδιά τάισε φοβερά τα μάτια μου, τα αυτιά μου και χάιδευε προκλητικά το τέρας. Το τέρας γινόταν πότε σκύλος, πότε διψασμένο παιδί που ξεχύνεται στη ζωή, πότε ερωτική γυναίκα και πότε ελαφρύς καπνός. Ήταν όλα τόσο έντονα και πολλά, που δεν προλάβαινα να πάρω ανάσα ή να σκεφτώ. Είχα απλά αφεθεί.   Στο στομάχι μου ένας τρελός χορός ορμονών και δυνατών καρδιακών παλμών, έστελνε στον εγκέφαλο αναμνήσεις, πάθη, δίψα και στα χέρια μου ιδρώτα. Δεν ξέρω αν φταίει η εποχή, ή τα σημεία των καιρών, αλλά υπό τους ήχους και τις εικόνες εκείνης της βραδιάς, το κόκκινο μπαλόνι ταξίδευε παραφουσκωμένο, τρέχοντας ανέμελο στο δάσος των αχινών, χωρίς να το νοιάζει τίποτα, χωρίς να φοβάται ότι κάπου θα σκάσει, ήταν έτοιμο γι' αυτό. Απλά ένιωθε παντού τον αέρα που το ακουμπούσε καθώς έτρεχε και αυτό το φούσκωνε κι άλλο. 
 Απόψε είναι Σάββατο. Είμαι μόνη στην πόλη και το μπαλόνι ακόμα μεγαλώνει. Διψάω πολύ.