ΑΧ!
Προχωρούσα στον δρόμο! Για ακόμα μία φορά χάλασε το σκουτεράκι! Οπότε το πήγα στον μάστορα! Χάλασε και το ποδήλατο! Αλλά την έφτιαξα τη σαμπρέλα! Ξέχασα βέβαια το καλαθάκι μου στον άλλο μάστορα! Αλλά μολονότι το έφτιαξα, δεν μπορώ να το πάρω μαζί μου, γιατί κάποιοι δεν γουστάρουν να το βλέπουν (τσκτσκτσκ)! Χάλασε κι αλυσίδα του ποδηλάτου να το κλείδωνα πάνω, έχασα το κλειδί δηλαδή. Υποτακτική διάθεση εν μέσω παθητικών ημερών που βρίθουν παρόλα αυτά ενεργητικών διαλειμμάτων. Τέλος πάντων, το έκοψα με τα πόδια! Κάποια στιγμή συναντάω δύο παππούδες. Βοηθάει ο ένας τον άλλο να μεταφέρει κάτι κούτες. Με τις τραγιάσκες τους, με το μουστάκι τους με τα όλα τους. Δίνει λοιπόν ο ένας παππούς στον άλλο μία κούτα. Την παίρνει στα χέρια του και ανέμελα συνεχίζει να σφυρίζει. Σφύριζε έναν πολύ γνωστό μα και αταίριαστο για τον χτύπο του ρολογιού της πόλης και της καθημερινότητας ρυθμό. "Δω στα λιανοχορταρούδια", ζωναράδικος. Όσο μου πήρε να το ακούσω και να τον προσπεράσω, είχε τσαχπίνικα χωρίς διακόψει τη δουλειά του τελειώσει το "ρεφρέν" τη μέιν μελωδία του τραγουδιού. Μέτρησα πέντε ανάσες παραπέρα και συνέχισα να σφυρίζω εγώ το κουπλεδάκι προχωρώντας ελαφρώς πιο ανέμελα πια. Στο διάβα μου αντίκρισα μία γιαγιά. Κάτι μικρό κουβαλούσε και από την ελάχιστη ανηφόρα έμοιαζε εξαντλημένη. Ξεφυσούσε. Δε σταμάτησα να σφυρίζω λούζοντας τα δευτερόλεπτα αυτά με χαρμολύπη. Αυτή τη χαρμολύπη που ζεις ξέγνοιαστα μέσα στον κύκλο που σε τυλίγουν τα όλα όχι και τόσο ξέγνοιαστα που καρτερικά σε περιμένουν. Και την προσπέρασα κι αυτή. Σκεφτόμουν δε, τη υπερτέλεια σκηνή θα ήταν αυτή από τη στιγμή που είδα τους παππούδες με τις κούτες, με τον σκοπό. Πόσο τέλειο θα ήταν να την γυρίσω και μαθές είναι πολύ ωραίος ρυθμός αυτός ο ζωναράδικος. Και δεν έχει και πνευματικά δικαιώματα διότι ανήκουν στον λαό, λαέ μου. Με αυτά και με τα άλλα, είχα φτάσει στην πλατεία Μερκούρη. Έτρεχα να αφήσω κάτι για εκτύπωση και να ανοίξω το μαγαζί. Και έρχεται το δεύτερο χτύπημα. Μία κομπανία παππούδων τραγουδούσε μέσα σε ένα καφενεδάκι "τα καβουράκια".
"Ώπα" σκέφτομαι "'Ωπα μωρή, που πας; Που τρέχεις; Ποια είσαι; Τι κάνεις; ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ! "
Ε και ακολούθησα τον ήχο. Μπαίνω μέσα, ρωτάω αν έχουν καφέ, δεν ήθελα καφέ πραγματικά, έκλεβα χρόνο να καταλάβω τι γινόταν. Βλέπω βυσσινάδα. Τη γνωστή βυσσινάδα της τρύπας στον χωροχρόνο. "Τη θέλω του λέω" "Αμέσως" μου λέει. Ξεφόρτωσα το γαϊδούρι και έβαλα στο ποτήρι με τα παγάκια! Ήταν ένα τεράστιο τραπέζι με παππούδια και τρεις κιθάρες! Ανατριχίλα. Βγάζω ένα τετραδιάκι να χαζοσημειώσω τίποτα, έχω πιει και τις πρώτες γουλιές έχω αρχίσει και την ακούω με τη ζωάρα που κάνω και έρχεται εκείνη η στιγμή. Η στιγμή που μου άλλαξε γι ακόμα μία φορά την πορεία της ζωής μου. Το σημαντικό, φαινομενικά εντελώς ασήμαντο γεγονός. Ξεκινάει ο ένας παππούς να παίζει τον γνωστό ζωναράδικο. Κοιτάω τη βυσσινάδα "μπα δεν έχω πιει πολύ" σκέφτομαι... Κοιτάζω γύρω μου και για ακόμα μία φορά η ζωή με έχει μπουγελώσει με το πόσο παραμυθένια μπορεί να γίνει... Κατάλαβες;
Άκουσα δύο τρία τραγουδάκια και συνέχισα.
Αλλά κατάλαβες τι συνέβη σήμερα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου