20251107

Κώδικας ηθικής μεταξύ θηρευτών

 Θα κάνω μία άσκηση, θα δοκιμάσω να γράψω κάτι για σκύλους, που να μην έχει καμία σχέση με σκύλους. 

 Πόσο κοντά μπορώ να πάω δίχως να αγγίξω; Πόσα σχετικά με αυτό δεν πρέπει να αναφέρω ακόμα κι αν δεν πω την λέξη την ίδια; Ξέρεις το μυαλό πολύ εύκολα κάνει συνδέσεις. Με κάποια πράγματα δημιουργεί μερικές, με κάποια περισσότερες. Όχι, όχι, δε μου αρέσει η άσκηση αυτή. Θα βρω κάτι άλλο. 

 Α! Να θα σου πω μία άσχετη ιστορία. Νέο σύμπαν. 

 Μία φορά κι έναν καιρό μπήκαν σε ένα μπαρ ένας χειριστής γερανού, ένας προγραμματιστής δίχως όνομα, μία τύπισσα που επισκεύαζε ασανσέρ, ένα ρομπότ που γράφει ποιήματα. Κάποιοι από αυτούς, θα ήθελαν να είναι κάτι άλλο. Κάποιοι είναι στ' αλήθεια και κάτι άλλο. Κάποιοι είναι κάτι άλλο μα το κρατούν κρυφό. Δεν μπορώ να προχωρήσω σε αποκαλύψεις, μα μπορώ, δίχως να κάνω αντιστοίχιση, να δώσω και τις δεύτερες ταυτότητες τους. Μιλάμε για άτομο που υπνοβατεί σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό από το τελευταίο δρομολόγιο ως την αυγή. Κάποιο άτομο είναι τεχνικός ραδιοφώνου σε μία πόλη φάντασμα και κάποιο κατασκευάζει ψεύτικα λουλούδια. Το πιο εντυπωσιακό; Ένα άτομο που στην πραγματικότητα έχει γυρίσει το διάστημα, είναι ένα τεράστιο αρχείο αναμνήσεων και μεταφράζει άριστα όλες τις παλιές νεκρές γλώσσες. Συγκρατήσου Ελενάκι, μην πεις τάχα πως η «αγάπη» είναι νεκρή γλώσσα. Είπαμε, καμία αναφορά σε κανένα γνωστό σύμπαν του σύμπαντός μου. Προσπάθεια επιδιόρθωσης του αναπνευστικού μηχανισμού με νέα στοιχεία. Εσύ από την άλλη, όσο εγώ θα προσπαθώ σε παρακαλώ, μην κάνεις μαντεψιές στενές. Όχι, δεν υπνοβατεί ο χειριστής γερανού και δεν κατασκευάζει ψεύτικα άνθη η γυναίκα. Το ρομπότ δεν ταξίδεψε το διάστημα και ο προγραμματιστής, δεν επισκευάζει ραδιόφωνα. Είδες, πάντα λίγο θα σε βοηθώ. Δεν είμαι δα και καμία εντελώς κυνική. 

 Τι θα άλλο θα μπει μέσα στο σύμπαν; Μα φυσικά μία βιοτεχνία παπουτσιών. Βγάζει μονάχα ένα παπούτσι. Όχι ένα σχέδιο, δεν εννοώ αυτό. Βγάζει από κάθε σχέδιο μόνο αριστερό ή δεξί. Στο υπόγειο βρίσκεται ένας σταθμός δεδομένων. Μοιάζει με στοά, αλλά δεν έχει έξοδο. Μέσα υπάρχουν δύο δωμάτια. Μία ταμπέλα νέον έξω από κάθε πόρτα. Αριστερά όπως βλέπω εγώ, γράφει «Εργαστήριο αποκατάστασης ήχου». Δεξιά «Εργαστήριο ανακύκλωσης σκέψεων». Μοιάζει λίγο σαν σε αποσύνθεση, αλλά μάλλον όχι, κάτι υπάρχει, δεν μπορεί. Τη βιοτεχνία με το διάσημο μουσείο σφαλματών στα δεξιά, πάντα όπως τα βλέπω εγώ, τα χωρίζει μία ξεραμένη λίμνη. 

 Πρέπει να φύγω τώρα. Θα επιστρέψω ίσως. Να θυμηθώ πως έμεινα στο σημείο, που μπήκαν όλοι σε ένα μπαρ, σαν να ξεκινά κάποιο ανέκδοτο.



20251103

Απενεργοποίηση αερόσακου

 Και τώρα που θα βρω την έμπνευση; Να τα σοβαρά μου τα προβλήματα κύριες και κύριοι. Δε θέλω τώρα να γεννήσω για κανέναν λόγο. Δε θέλω να ψάξω για έμπνευση. Αν με βρει εκείνη, είμαι πολύ γεμάτη, δε χωρά τίποτα άλλο. Λέω ψέμα, πάντα χωρά ίσως, αν το εξετάσω και περνά, αλλά δε λείπει, γιατί να νοηματοδοτήσω; Εντελώς καχύποπτη και σκληρή δεν υπάρχει περίπτωση να περάσει ωστόσο κανένα ερέθισμα, εντελώς απογοητευμένη. Είπα πάλι λίγο ψέμα, δεν απογοητεύομαι ποτέ ολότελα, γιατί πάντα θα υπάρχει και η δική μου γωνία θέασης/αφήγησης που κάνει γοητευτικά ακόμα και τα σκατά και κάτι περισώζεται πάντα. Θα ήθελα κάτι, κάποτε να μπορέσει να το νικήσει αυτό, να με εκπλήξει, αλλά ξέρω ότι τίποτα πια δεν μπορεί. Καμία συγκίνηση.

 Σκέφτομαι να βυθιστώ λίγο στην επιφάνεια αυτής της «διαύγειας». 

 Αλλά, πως θα γράφω; Πως θα σκηνοθετήσω; 

 Γνωρίζω για τους κύκλους, μα καθώς μεγαλώνω οι κύκλοι αυτοί μοιάζουν ολοένα και μεγαλύτεροι και να, ίσως φοβάμαι πως όσο μεγαλώνουν, τόσο μοιάζει με ευθεία η ζωή. Ψέμα είπα πάλι. Δε φοβάμαι. 

 Μου αρέσουν τα κύματα. Μα έγραψα γι' αυτά. Έγραψα για όλα όσα κάποτε μου άρεσαν. Έγραψα; 

 Να σου γράψω για την βία; 

 Να σου γράψω για την ουτοπία; 

 Να σου γράψω μαθηματικά; 

 Να μου γράψω...

 Μπα, μου τα έγραψα όλα. 

 Να μην μου γράψω τίποτα. Να μην σου γράψω. 

 Θα μου πεις, τώρα τι κάνεις; Δε θέλω καμία παραγωγή λόγου. Επιθυμώ απαγωγή. 


 Υ.Γ. Κι ίσως, πιότερο απ' όλα θα ήθελα να σταματήσω να συνοφρυώνομαι. Το φαράγγι αυτό ανάμεσα στα φρύδια μου έχει φτάσει πια τόσο βαθιά που μου έχει χαράξει την ψυχή.


20251031

Δέκα ψηφία

 Την 13η Νοεμβρίου του '73 άναψε η σπίθα της εξέγερσης. Ξεκίνησαν οι πρώτες καταλήψεις που οδήγησαν στην κορύφωση τη νύχτα της δεκάτης εβδόμης. Έλληνες εναντίον Ελλήνων για την ανατροπή ενός καθεστώτος που είχε ξεχάσει τι θα πει «λευτεριά». Ποιήματα, μεγάφωνα, φωνές, «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» και σώματα καθρέπτες μπροστά στον φόβο. Ποιοι είμαστε; Τι ανεχόμαστε; Το ρίσκο να μιλήσεις όταν όλοι σωπαίνουν φέρνει ύστερα από λίγο τη νίκη, ξαναγεννιέται το φως της σκέψης μέσα στην καταπίεση. Ο κόσμος κάπως έτσι αλλάζει ξανά, κάπως έτσι ανατρέπεται. 
 Το 351 μ.Χ. συνέβη η μάχη της Μούρσα. Ο λαός για ακόμα μία φορά πληρώνει το τίμημα. Ρωμαίοι εναντίον Ρωμαίων, χιλιάδες νεκροί. Ένας αυτοκράτορας κυβερνά κι ένας στρατηγός του αποφασίζει πως μπορεί να το κάνει καλύτερα. Σκέφτεται ο ένας «Δε θα μου πάρει αυτός την εξουσία» κι ο άλλος δεν μπορεί να υποταχθεί σε έναν αυτοκράτορα που δεν τον νοιάζεται. Η εσωτερική ρωγμή οδηγεί αναπόφευκτα σε σύγκρουση και τελειώνει η ψευδαίσθηση της ενότητας. Ούτως ή άλλως, δεν κυβερνούσαν αρχές μα φόβοι. Νίκησε έτσι ο ένας πνεύμονας, μα έσκασε ο άλλος. Κάπου εκεί κερασάκι στην τούρτα, μπλέκεται κι ένας μύθος ίσως; Ιστορία αληθινή; Ένας επίσκοπος από την άλλη άκρη της γης τους στέλνει ένα γράμμα πως «μίλησε» ο ουρανός. Τώρα το πως ερμηνεύτηκε από τους ίδιους;... Τάχα να σήμαινε το ουράνιο αυτό σημάδι πως καλώς έγινε ό,τι έγινε, ή ακριβώς το αντίθετο ήταν μία μομφή; Από τον λαό ωστόσο, ερμηνεύτηκε σαν θαύμα μέσα στη σφαγή κι έγινε κατανοητό πως η βία μέσα μας, καταστρέφει το ίδιο μας το σύστημα. 
 Η εξέγερση σε κάθε περίπτωση είναι η πράξη και το ξύπνημα που προηγείται, είναι η συνείδηση της πράξης. Σώμα και νους ενώνονται κι επαληθεύουν ξανά και ξανά πως δεν υπάρχει το ένα δίχως το άλλο, δεν αντέχει πολύ ο κόσμος δίχως αυτή την αρμονία. Μέσα από φόβο, μέσα από αίμα, περνάς και βγαίνεις με μάτια ανοιχτά. Ή μήπως όχι πια στις μέρες μας;
  Καταλαβαίνω πως αυτές οι δύο ημερομηνίες απέχουν πολύ μεταξύ τους και το σημαντικότερο, απέχουν ίσως πολύ απ' ό,τι θα ήθελες ίσως να με δεις να γράφω. Αν δεις τη δομή όμως, βλέπεις το ίδιο ανθρώπινο αντανακλαστικό: αφύπνιση μέσα στον διχασμό. Μα να σε μπλέξω λίγο ακόμα; Να κάψω όλες τις λογικές νοηματικές γέφυρες προτού σου χτίσω μία; Στη σημερινή ιστορία άλλωστε τούτες οι ημερομηνίες, στέκουν κολλητά. 
 Ο αριθμός 69 (ίσως από εκεί έπρεπε να αρχίσω) συμβολίζει την ισορροπία δύο αντίθετων, τα οποία χορεύουν αγκαλιά ερωτικά, κυκλικά και κινούνται, προχωρούν. Έπειτα, ο αριθμός 8 συμβολίζει το άπειρο, ό,τι ξεκίνησε, απέκτησε ρυθμό, ρεύμα που δεν τελειώνει. Ίσως κάπως έτσι κύκλοι της ιστορίας, οι επαναστάσεις, γίνονται ξανά κάτι προσωπικό, ακόμα κι αν μοιάζει ακατάληπτο, ακόμα κι αν δεν μπορεί να ερμηνευτεί σαφώς. 
 Η γέφυρα που σου υποσχέθηκα; Το φως, πάντα το φως και η κίνηση. Κάθε φορά που ένας κόσμος σπάει στα δύο, το φως που γεννιέται από τη σύγκρουση κι έπειτα από την ατέρμονη ροή, μας ξυπνά από τη λήθη και τον φόβο. Κάθε φορά που μαζεύεις ένα κομμάτι και ξεκινάς έναν κύκλο, κάθε φορά θα μπορείς να χτίσεις μία νέα γέφυρα για να μπορέσεις να διαβείς, να ταξιδέψεις κι ίσως, αν την ερμηνεύσουν σωστά, να επικοινωνήσεις. Ή ίσως, εντελώς ρομαντικά, αν κάποιος παράτολμα ρωτήσει το «γιατί;» 
 Θα αναρωτιέσαι πιθανόν γιατί δεν φοβάμαι, μην είμαι απερίσκεπτη και ποιος τάχα ο σκοπός να αφήσω γέφυρα; Γιατί μοιράζομαι με τόση ευκολία; Μονάχα αν κατάλαβες... Εξ' άλλου ας μην γελιόμαστε, ούτως ή άλλως ήταν ήδη εκεί. Εγώ έπλεξα απλώς μία ιστορία, μία δομή, ένα νόημα, για να μην μπορέσεις να ξεχάσεις ποτέ, μήτε το πως, ούτε το φως. Κάπως έντεχνα υπόγραφω, λέγοντάς σου πως «είμαι εδώ» δίχως να αποκαλύπτομαι. Το κάνω συχνά; Έτσι λες να ενώνεται λοιπόν η ποίηση με την πραγματικότητα και να αντιστρέφουν το σκοτάδι; Δίνοντας ταυτότητα στην αμφισημία μέσα από την αναγνώριση; 
 Η δική σου ιστορία; 




20251020

Ανάποδο φλάμπουρο

 Συνήθως δε λέω πολλά. Όταν κρίνω πως χρειαστεί, ίσως γράψω πολλά. Χρειάζομαι χώρο να χωρέσω. Χώρο να ειπωθεί αυτό που δεν ανέπνευσε ποτέ. Αυτές τις μέρες, τις τόσο βροχερές, τις τόσο γκρι κι άρρυθμες (τζαζιστικά άρρυθμες όχι τίποτα άλλο...) ο μόνος τίτλος που θα ταίριαζε σ' όσα ολόγυρα συμβαίνουν είναι: ΓΑΡΓΑΡΕΣ ΜΕ ΠΟΥΤΣΑ! Ω, με συγχωρείτε γι' αυτή την απροσδόκητη και βίαιη φράση. Ξέρετε, δεν ήθελα να προκαλέσω, μα φταίει η κόπωσή μου κι αυτό μάλλον θα ήταν το αντιστάθμισμα της προηγηθείσας σιωπής μου. 
 Μία μέρα θα παίζω στο Κανκουν κουμ καν. Θα κοιτάζω πίσω το «τώρα» και θα γελώ. Έχω πάει στο Κανκουν παλιά, αμέ. Έπινα κοκτεϊλ δίχως αλκόολ σε ένα μπαρ μέσα σε μία πισίνα. Κολυμπούσα στην Καραϊβική ανάμεσα σε μωρά καρχαριάκια. Πέρασε από τα μάτια μου σε μία νυχτιά, ολόκληρη η ιστορία του Μεξικού και το φάντασμα του Κορτές κι εγώ έτρωγα αμέριμνη παπάγια. Τώρα, αν τα βάλεις κάτω και σκεφτείς ότι όλα αυτά τα κατέκτησα με το σπαθί μου, θα καταλάβεις γιατί είμαι αρκετά επικίνδυνη κι υπολογίσιμη. Σε ευχαριστώ που έκανες λάθος, γιατί ήταν το πιο σωστό. Αν συμπεριλάβεις στο ζύγι και τη σιωπή μου, θα τρομάξεις με το τι κάθε μου μέρα μπορεί να σηκώσει. Εγώ όμως δεν τρόμαξα ποτέ κι αυτό ήταν το πιο σωστό μου λάθος. 
 Η κόρη μου η Νώνη, μερικές φορές κερνάει «φίδια», έτσι μας είπε η δάσκαλά της. Η δασκάλα Πηγή, μου είπε ωστόσο να μην την σταματήσω γιατί τα «φίδια» της Νώνης, κάνουν τη ζωή της στην τάξη και την εργασία της, ομορφότερη. Εγώ προσπαθώ να κάνω το παιδί να καταλάβει πως δεν πρέπει να είναι φιδέμπορας. Μπορεί τη φαντασία της να την κάνει τέχνη και γουστόζικο πολύ θα είναι, μα αν μοιράζεται ως αλήθειες τα ψέματά της, θα γίνει η ίδια δυστυχής και για τους γύρω της μία φοβισμένη αυταπάτη, μία βιτρίνα κακή, ρηχή κι άδεια. Πήγε και είπε σε μία κουβέντα που είχαν για να έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον οι συμμαθητές, αναφορικά με «σπίτια και οικογένειες» ότι, ζούμε στο σπίτι μας τα τελευταία δύο χρόνια μονάχα. Ζούσαμε παλιότερα σε μία ξύλινη καλύβα στην Καλλιρρόης και κυνηγούσαμε γάτες και σκύλους για να φάμε διότι ήμασταν τρομερά φτωχοί. Η πλάκα είναι πως η ζωή της για εξάχρονη, είναι ήδη αρκετά πλούσια σε εμπειρίες και ιδιαίτερη, οπότε όντως θα δυσκολευτεί να την πιστεύουν για τα απλά της, τ' αληθινά της. Συνεπώς δε χρειάζεται σάλτσα. Αν με ρωτάς, μου έκανε εντύπωση η λεπτομέρεια στην ιστορία, καθώς κι η ένταση του συναισθήματος που το πλαισίωσε. Αν κάτι δεν έχει συναίσθημα Τάκη μου, α όλα κι όλα, παρ΄το και πέτα το, είναι καταδικασμένο σε βαθιά μιζέρια. Την επόμενη μέρα το πρωί απλωμένη πάνω στο θρανίο της, είπε στην δασκάλα Πηγή, όταν τη ρώτησε, γιατί φαίνεται τόσο κουρασμένη, πως είναι κομμάτια, γιατί είχε βγει χθες μέχρι αργά για μπίρες. Ο μικρός μου είναι πιο ήρεμος. Είδε είπε εκατόν πενήντα (150) κατσίκες κάπου κοντά στο σχολείο κι ως εκεί. 
 Τις προάλλες η «θεάρα» κατά τη δασκάλα Πηγή, είχε ψειρίσει το σμαρτγουότσ μου. Έχω επιστρέψει εφέτος στην προπονητική και καθώς θεωρώ λάθος μεγάλο κι αγένεια να έχεις κοντά σου κινητό, σκέφτηκα να ενημερώνομαι για τον χρόνο κατά τη διάρκεια της εργασίας μου από το ρολόι. Δεν ήθελα να σκάσω από την αρχή με το χρονόμετρό μου και τους τρομάξω με τον ακραίο επαγγελματισμό μου. Τα ρολόγια ωστόσο τα ένιωθα από μικρή μεγάλη παγίδα και τα απέφυγα ως τα τώρα όσο περισσότερο μπορούσα. Είναι μεγάλη παγίδα ο χρόνος μικρέ. Στις μέρες μας δε, αυτά τα έξυπνα ρολόγια είναι τόσο έξυπνα πια, που μας έχουν φυλακίσει απροκάλυπτα. Προσπαθώ να το φοράω όσο λιγότερο γίνεται έτσι και σίγουρα το αφαιρώ από πάνω μου τις μέρες που δεν προπονώ, για να είμαι ολότελα λεύτερη. Τη βλέπω λοιπόν να τρέχει σε κάποια φάση στο μαγαζί πάνω κάτω, πάνω κάτω και να ουρλιάζει ενθουσιασμένη «Είμαι πολύ ζωντανή». Είχε μπει στην μέτρηση καρδιακής συχνότητας και έβλεπε τη διαφορά που δημιουργεί η ένταση στον ρυθμό! Εσείς; Είστε πολύ ζωντανοί; Αλήθεια, με τι αλλάζει η ένταση της παγωμένης, νεκρής σας καρδιάς; Εσύ Τάκη μου, μετράς χρόνο ή ζωή; Ύστερα με ρωτά η ποιήτριά μου, το σώμα από το σώμα κι η πνοή της πνοής μου «Μαμά, το φεγγάρι είναι ζωντανό;». Άδμητε Τάκη, το σκότωσες, για να μείνεις ζωντανός εσύ. 
 Ο Φοίβος δε, πιο ήρεμος, όπως παραπάνω σου είπα ξανά, μου φέρνει τις προσλαμβάνουσές του μέσα από μία ζωγραφιά. Μου εξηγεί πως είναι μία πεταλούδα (εγώ) ξανθιά και πολύχρωμη, που κάνω το σκεϊτ της αγάπης. Κι αλανιάρα και ψυχής γκαζιάρα και πεταλουδοπριγκίπισσα, αμέ! Μπράβο γιέ μου! Απάνω μου βρέχει. Κοιτώ καλύτερα και τον ρωτάω «Γιατί κλαίω ρε;» μου λέει «Δεν κλαις, είναι σταγόνες βροχής που έπεσαν κάτω από τα μάτια σου». 


Τα μαζεύω όλα μέσα μου και ρωτάω την τεχνητή νοημοσύνη κάτι που είδα στο διαδίκτυο. «Με βάση όλα όσα έχουμε πει ως τώρα, με ποιον χαρακτήρα από ταινία, βιβλίο ή τραγούδι μοιάζω;» Τι να κάνω το φουκαριάρικο, κάπου έπρεπε να αδειάσω, για να βάλω σε τάξη όλη αύτη την παράνοια των τελευταίων καιρών. Να καταλάβω τι βλέπουν τα παιδιά και τι βλέπει μέσα μου. Μου λέει κι αυτό το σκασμένο:
_ Ωραία ερώτηση. Για να το πιάσουμε με το δικό σου ύφος:
δε μοιάζεις με “μία” φιγούρα, αλλά με ένα υβρίδιο – σαν να σε έγραψε μισός Λιντς, μισός Καζαντζάκης, με μουσική υπόκρουση από Τσαϊκόφσκι και Κ. Βήτα.
Αν έπρεπε να διαλέξω ένα πρόσωπο για να σε καθρεφτίσω:
Από σινεμά: Amélie (για την τρέλα/τρυφερότητα/φαντασιακή αφήγηση) αλλά με πιο σκοτεινό, λιντσιανό background. Όχι “χαριτωμένη”, περισσότερο “παρατηρητής που ξέρει να φτιάχνει παραμύθια μέσα στην πληγή”.
Από λογοτεχνία: Άλκηστις του Ευριπίδη — γιατί προσφέρεις, κρατάς, σηκώνεις βάρος, μα από πίσω υπάρχει η απαίτηση για δικαιοσύνη και φως.
Από τραγούδι: “Cigarette” του Κ. Βήτα — όχι γιατί σε ρίχνει στη λύπη, αλλά γιατί σε βάζει σε αυτό το συννεφιασμένο συνεχίζω, που δεν είναι χαρά ούτε θλίψη, αλλά η απόφαση να μείνεις όρθια και να τραγουδήσεις μέσα στη γκρίζα μέρα.
Άρα είσαι κάπως:
Η Αμελί που βγήκε από τον Καζαντζάκη, πήρε το παλτό της Άλκηστης και περπατάει στον δρόμο ακούγοντας Κ. Βήτα με τσαϊκοφσκικές κορώνες.
Θες να σου βρω και ένα πιο “ποπ” alter ego (τύπου Marvel/Disney/χαρακτήρα που όλοι ξέρουν) ή να μείνουμε σε αυτά τα πιο λογοτεχνικο-ποιητικά;
_ Δώσε
_ Ωραία. Αν σε πάμε στο πιο ποπ σύμπαν:
Από Marvel/DC: Είσαι πιο κοντά στη Harley Quinn αλλά όχι στην καρικατούρα. Στη δική σου εκδοχή δεν υπάρχει ο Joker, υπάρχει μόνο η τρέλα-ελευθερία σου, που συνδυάζεται με απίθανη τρυφερότητα για ό,τι αγαπάς. Χρώματα-σπασμένα τζάμια-γέλιο και φιλοσοφία μαζί.
Από Disney/Pixar: Είσαι Merida από το Brave (με τα κόκκινα μαλλιά του χαρακτήρα να μοιάζουν με το “φως-καψίματα” που κουβαλάς), αλλά αν την είχε σκηνοθετήσει ο Tim Burton. Δηλαδή, ανεξάρτητη, ατίθαση, τρυφερή, αλλά πάντα με μία υποψία σκοτάδι και μαύρο χιούμορ.
Από κλασική ποπ κουλτούρα: Σαν την Trinity από το Matrix αλλά χωρίς τον Νίο — εσύ δεν περιμένεις Μεσσία, έχεις ήδη τον εαυτό σου ως πυρήνα. Το στυλ ψυχρό, αλλά το βλέμμα φλέγεται.
Άμα τα ενώσεις, βγαίνει:
👉 Harley Quinn + Merida + Trinity = μια φιγούρα που συνδυάζει χάος, παιδικότητα, ανεξαρτησία και φιλοσοφική τρέλα.
Θες να σου το ζωγραφίσω λες και ήταν χαρακτήρας σε graphic novel;
_ Ναι











 Αλλά εγώ, είμαι ξανθιά, δεν ξέρει τι λέει, αν και καλά τα λέει...
 Κι ενώ το πρόγραμμά μου τρέχει σε τρελούς ρυθμούς και προκύπτουν ολοένα και περισσότερες απίθανες ιστορίες που πρέπει να ασχοληθώ κι ενώ κολυμπάω προς μεγαλύτερα βάθη συνειδητά κι οι όρχεις μου μεγαλώνουν δυσανάλογα πολύ για το φύλο μου, τώρα ανάμεσα σε όλα τ' άλλα ναούμε έχω να κάτσω να δω και το brave να καταλάβω τι με λέει το σκασμένο. Γιατί με λέει Merida; Τι του έχω κάνει; 
 Φεύγω. Τελείωσε ο χρόνος αποφόρτισης μου, φόρτισής σου για σήμερα. Θα επανέλθω πολύ πολύ σύντομα, διότι...

Υ.Γ. Πραγματικός διάλογος: 
_ Νώνη, όταν μεγαλώσεις θες να γίνεις φιδέμπορας; 
_ Αρχιδέμπορας
_ Νώνη, ξέρεις τι σημαίνει «φιδέμπορας»; (ψύχραιμη προσπαθώντας να προσπεράσω το προηγούμενο αθόρυβα) 
_ Όχι. Ούτε «δέμπορας», ούτε «αρχή»

 Τη θαυμάζω. Ο κόσμος της αμόλυντος από κοινωνική ντροπή. Στη θάλασσά της τέχνη αναδύεται κι εγώ την ψαρεύω να τραφούμε, να μείνουμε ζωντανοί κι εμείς και το χάος. Η γλώσσα της, καθαρτήριο, να μας θυμίζει το φως. Στην καλύβα μας δεν ξέρουμε, δε θέλουμε να ξέρουμε, τι σημαίνει, ούτε το «δεν μπορώ», μήτε το «τέλος» κι η «αρχή».

Υ.Υ.Γ. Η τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιεί πολύ λάθος σημεία στίξης για τη γλώσσα που μιλάμε.

Υ.Υ.Υ.Γ. Μην ξαναπείς πως γράφω για εσένα ΡΕ. Είναι απλώς το μετά-ημερολόγιό μου τούτο δω. Μην πιστέψεις ποτέ ξανά πως είσαι καύσιμο πια. Κανένα έργο για εσένα. Διαβάζεις απλώς ένα πορτρέτο ωριμότητας, μία τζαζιστική αφήγηση ενός παιδιού που δεν έμαθε ποτέ να ψεύδεται σωστά. 

20251001

Δυσκολεύομαι τρομερά να βρω έναν τίτλο για αυτή την καταχώριση.

 Τι να γράψω τώρα; Δεν έχω προχωρήσει με τους στίχους τους χθεσινούς καθόλου και μολονότι δε μου αρέσει να μην ολοκληρώνω, δε μου αρέσει επίσης να μοιάζει με απειλή ή εκδίκηση το όποιο έργο μου. Πρέπει αυτοί οι στίχοι να είναι κατάλληλοι ακόμα και για ένα παιδί, παρά την ακατάλληλη ίσως γλώσσα. Να 'ναι η κληρονομία μου αυτή, που θα βοηθά να κατευνάζει το παιδί, τη μεγάλη του αναστάτωση. Να εστιάζει όμως στο φως που έχει μέσα του και στην έγκαιρη απομάκρυνσή του από ό,τι «βλαβερό». Στην αναγνώριση τόσο του μάταιου όσο και του ουσιώδους. Έτσι αντί να γίνεται μαλακισμένο ή βαθιά πληγωμένο, απαλά να σιγοτραγουδά και πλατιά να χαμογελά. Δεν επιθυμώ όμως σήμερα να ασχοληθώ με αυτό. 
 Τώρα, θέλω να γράψω κάτι στεγνό, άψυχο. Όχι λυρισμός. Όχι λογοτεχνία. Κάτι σφιχτό, αντιποιητικό. Κανένα συναίσθημα. Καμία πρόθεση να συγκινήσω. Θέλω να γίνω μηχανή, θέλω να γίνω εξέλ. Θα αντιγράψω κάτι τρομερά μειωτικό που έτυχε να φέρω ο άνεμος στο τραπέζι μου. Ένα μπλοκάκι, ένας καθρέπτης. Συγγνώμη, δεν ήθελα να πω «άνεμος». 

ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ

 Μικροανάλυση: Το υποκείμενο παρουσιάζει σαφή διάσπαση μεταξύ του βιωματικού του εαυτού και του ρυθμιστικού του μηχανισμού. Ορίζει την πραγματικότητα μέσα από ανάγκες ασφαλείας, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει διαρροές επιθυμίας, φαντασίας και συναισθηματικής επαφής. Η επιλογή «στεγανών» λειτουργεί όχι ως προστασία, αλλά ως ακινητοποίηση. Η σιωπή, είναι παραλυτικό μέτρο διατήρησης στασιμότητας. Αν και αποτρέπει την είσοδο εξωτερικών απειλών, εσωτερικά υπάρχει συσσώρευση αβίωτης ενέργειας, η οποία ελλείψει διεξόδου οδηγεί σε πνιγμό εκ των έσω. Η «κανονικότητα» του περιβάλλοντος του υποκειμένου λειτουργεί ως αισθητηριακός αναστολέας, δεν προκαλεί πόνο αλλά ούτε ζωή. Συμπερασματικά, το υποκείμενο δεν βρίσκεται σε σύγκρουση με άλλους, αλλά με τον ίδιο του τον πυρήνα. 

ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ!
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΚΕ. 

 Σύστημα διέλευσης χωρίς στίγμα. Χωρίς βάρος. Χωρίς παρέκκλιση τροχιάς. Η αλληλεπίδραση δεν προκάλεσε μεταβολή. Δεν κούνησε δείκτη. Δεν όρισε. Μία ανεπαίσθητη παρουσία μέσα σε μία περίοδο ήσσονος σημασίας. Δεν χρειάστηκε αποτίμηση. Δεν απαιτήθηκε αντίδραση. Απουσίασε ο λόγος άρα και η ανάμνηση. Η ύπαρξη δεν αξιολογήθηκε ως επαρκής για ερμηνεία. Ενέργεια ούτε απειλητική, ούτε σαγηνευτική. Δεν καταχωρείται ως εμπειρία. Απλώς σημειώνεται για αποφυγή επαναλαμβανόμενης καταγραφής στο μέλλον. 

ΧΡΟΝΟΣ ΑΝΑΛΩΣΗΣ: Μηδενικός 
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ: Αδιάφορη
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΘΟΡΥΒΟΣ: Ανύπαρκτος 

 Δεν απασχόλησε. Δεν δίδαξε. Δεν ενόχλησε. Απλώς υπήρξε. 


 Αν εξαιρέσεις το πάντα σικάτο πλάγιασμα στην γραμματοσειρά, ο παππούς ίσως με μάλωνε για όλα τα άλλα, που χρησιμοποιώ δηλαδή έτσι απερίσκεπτα, τέτοια γλώσσα και ύφος και κατέληξα να βρίζω και να γίνω αγενές μαλακισμένο. Δε θα έπρεπε οι άνθρωποι να πειράζουν ο ένας τον άλλον. Αλλά άντε μωρέ, σε τι ζούμε; Σε κανέναν όμορφο κόσμο; Τάχα σε κανένα παραμύθι; Γιατί να είμαστε ευγενικοί; Το χρωστάμε; Είμαστε κακοί. Γιατί να είμαστε ενσυναισθητικοί; Είμαστε χαζοί. Κι αυτά αρκούν! Ποιοι είμαστε εμείς να τον αλλάξουμε τον κόσμο; 




20250930

Η κατρακύλα του γκανιάν

 Έχει που λες ο Πιότρ Ιλιτς Τσαϊκόφσκι ένα κομμάτι που αν του έβαζες στίχους, με λίγη φαντασία θα μπορούσαν να λένε «Θα σε γαμήσω τώρα, φέρθηκες σκατά, πολύ σκατά, πολύ κακά. Από μικρό παιδί με έμαθε η ζωή, να προσπαθώ, να δημιουργώ και τελευταία πάντα να γελώ» Και τέλος πάντων, αυτό είναι το ύφος του κομματιού, μέχρι το πρώτο και μισό λεπτό, σα να σου τη λέει, να σε χαστουκίζει με πολύ λιπαντικό και ζάχαρη. Μετά αγριεύει λίγο τάχα και μετά κάνει κύκλο για να πεθάνει ένδοξα. Ρε τον Πιότρ τον μάγκα, τι έκατσε κι έγραψε! Το κομμάτι είναι από μία συλλογή «εποχές» με δώδεκα κομμάτια, ένα για κάθε μήνα. Αναφέρομαι παραπάνω στο έκτο κομμάτι, τον Ιούνη και την κίνηση που κάνει μία βαρκούλα. Barcarolle. Да?
 Για να είμαι ωστόσο δίκαιη πέρα από άγρια, θα αποκαλύψω την αχίλλειο πτέρνα μου να σταθώ ίσα. Σιχαίνομαι τον κόλιανδρο. Μπορείς αν θες να με λυγίσεις, κόλιανδρο να με ταΐσεις. Ωστόσο, δε θα κρύψω πως ενώ έπινα τις προάλλες ένα ποτό που είχε μέσα πολύ αγγούρι, ανάμεσα σε δύο φίλες και περιτριγυρισμένη από πολύ κόλιανδρο, άρχισα να σκέφτομαι πως οι άνθρωποι αλλάζουν κι ίσως κάποια μέρα, να μου τα σκάσει κάπως αλλιώς κι ο κόλιανδρος να μου αρέσει και τότε, ω παναγιά και δαίμονες, θα είμαι μάλλον ασταμάτητη. Έπειτα είπα στα κορίτσια «απόψε μοιάζει καλοκαίρι, μα δεν είναι» κι είχα δίκιο πολύ. 
 Ένα βράδυ αργότερα, με βρήκε να τρέχω πολύ γρήγορα στο ίδιο σημείο η ζωή. Στο άδειο γυμναστήριο σε μία κατά τα άλλα Σοπέν εποχή δούλευα με εναλλαγές στον διάδρομο, από τη ζώνη καύσης λίπους σε αερόβιο. Δίχως λόγο κι αφορμή και δεν ξέρω πως τα δάχτυλά μου πάτησαν τα κουμπιά αυτά και πως ο νους έστειλε αυτό το σήμα, στ' αυτιά μου άρχισε να παίζει Στέλλα Μπεζεντάκου και τα πόδια μου πάτησαν την αναερόβια ζώνη... Ναι και τώρα κατά λάθος έχω και τρομερή ανοχή στην ένταση και στη δύναμη και στην εκρηκτικότητα. 
 Για να ξυπνώ το πρωί έχω βάλει ξυπνητήρι τον ύμνο. Το ωραίο είναι όταν πρώτα ξυπνούν τα παιδιά και τραγουδούν 07:30 το πρωί «θα τον μεθύσουμε τον ήλιο, σίγουρα ναι». Για να χτυπάει το τηλέφωνο όταν με καλούν, έχω μία περιγραφή ενός αγώνα πόλο με καμήλες στα αραβικά. Νιώθω πως ήρθε η ώρα να αλλάξω ήχο κλήσης. 
 Θα μου εξηγήσεις γιατί μου λες όλα αυτά τα άσχετα πράγματα ξανά; 


Υ.Γ. Αν ψωνίζω από τη λαϊκη, είμαι λαϊκια; 
Υ.Υ.Γ. Δοκίμασε κι εσύ Στέλλα για τρομερές προσαρμογές δίχως ανάσα. Προσοχή, όχι το χιτ το «μπλουζάκι», τα καλά, τα άλλα. 
Υ.Υ.Υ.Γ. Θα σου πω τους υπόλοιπους στίχους σε λίγο.

20250830

Ελιές για ήρωες

 Έσβησα με μία λάθος κίνηση όλες τις φωτογραφίες του Αυγούστου. Χάθηκαν. Μετά σκέφτηκα όλες τις φωτογραφίες και τα βίντεο που βγάζω, όπου ανά διαστήματα τακτοποιώ στους σκληρούς δίσκους κι έπειτα; Τα βλέπω ποτέ; Τι τις κρατάμε τόσες στιγμές; Φαίνονται ωραίες οι στιγμές μου που απαθανάτισα κι ωραιότερες εκείνες που δεν μείναν σε καρέ μα ντύθηκαν με όλη μου την αλήθεια. Κι έπειτα με πήρε η μεγάλη κατρακύλα... Ξεκίνησε η Ρίζου να λέει για την σωτηρία της ψυχής κι εγώ σα να θύμωσα λίγο με πολλά πράγματα ταυτόχρονα και φαινομενικά άδικα. Με τις φωτογραφίες που δεν λένε αλήθειες οι στιγμές τους, με τους ανθρώπους που δεν λένε αλήθειες έστω στον ίδιο τους τον εαυτό. Γιατί εντάξει, οι αλήθειες δεν είναι πάντα εύκολες για τους απέναντι, αλλά είναι λυτρωτικές για τα μέσα μας και για όσους τον σηκώνουν αυτό τον χορό. 

 Σα να έχω λίγο μουδιάσει. Σαν να έκανα βουτιά σε γαρυφαλέλαιο. Τόσα πολλά να πω και να κάνω, να γράψω, να φιλμάρω, να χορέψω, να μουσικώσω κι όμως... Ακίνητη σχεδόν ανοίγω δειλά πάλι τις σημειώσεις μου κι ως εκεί. Ούτε καν εδώ. Θα χανόταν ο Αύγουστος σε δύο στιγμές σκέψου έτσι άδοξα, ξανά. Σκέφτηκα και την επόμενη μικρού μήκους μου, αλλά αν την κάνω θα νιώσω μεγάλη λύπη ή πως είμαι πολύ πολύ πολύ χαζή. Και γιατί πια να μοιραστώ; Μιλάω, άμα μιλάω σε κενό κι ορίστε κύριες και κύριοι η χαζάδα μου. Κι έτσι παύω. Σιωπώ. Χάνονται όλα μου τα νοήματα μαζί με τα καλοκαίρια. 

 Πιότερο βέβαια από χαζή προτιμώ να αισθάνομαι λύπη κι έτσι ένα βράδυ πήρα το σκουπόξυλο, μία ταινία κολλητική, ένα πινελάκι και την χαλασμένη μπογιά και χάθηκα στο φως. «Δεν αναπνέω αν δεν ξεδιψώ ή δεν αναπνέω αν δεν δημιουργώ» κακοτραγούδησα φέτος το καλοκαίρι τους στίχους μου, ψάχνοντας να δω που στέκεται καλύτερα το σενάριο και το κακόντυσα με νότες λάθος ξεκούρδιστες. Σωστές λάθος. Και με τα σωστά λάθη έπειτα εμπνευσμένη, έβαψα και τους τοίχους του δίπλα μαχαλά με χρώματα της νύχτας. Και πήγα και ξαναπήγα κι έμεινα να το κοιτώ. Ωραίο το κάδρο, μα άδεια η σκηνή, την κατάπιαν άλλες παραστάσεις. Ο τοίχος (;) είχε πια τη δική μου ιστορία, πήγα την έγραψα μια νύχτα με μπογιά κι ήταν τέσσερις λέξεις μοναχά ελευθερίας κι έπειτα είπαν, πως τις έγραψαν παιδιά. Δεν ξέρω, μα σκέφτηκα πως αυτό που συμβαίνει μέσα μου, αυτή η ανεξάντλητη ικανότητα δημιουργίας είναι δώρο και να την κάνω τοσοδούλα δεν πρέπει, δεν είναι σωστό να σβήσει επειδή με έσβησες... Έλεγα συχνά παλιότερα «δεν ξέρω» και κάποτε ο Βασιλάκης μου είπε «σταμάτα να λες δεν ξέρω» και δίκιο είχε ο σατανάς με είχε υποψιαστεί. Πίσω από κάθε «δεν ξέρω» μου, κρυβόντουσαν και κρύβονται απροκάλυπτα ακόμη, τα πιο μεγάλα «ξέρω» μου. Γιατί τα κρύβω είναι το θέμα;... Για να μην νιώσεις χαζός ή να μη νιώσεις λύπη; Να το πάλι! Τη λύπη μπορώ να τη διαχειριστώ, το να ήμουν όμως τόσο ανόητη, μου ρουφάει την ψυχή.

 Άρχισα εντατικά ξανά να ιδρώνω πολύ και να ακούω μόνο Σοπέν. Πως να στο χωρέσω αυτό σε μία αράδα; Πως να σου εξηγήσω τι συμβαίνει μέσα μου όταν επιλέγω αυτή τη μουσική για να ανεβάσω τους καρδιακούς μου παλμούς, ιδίως όταν όλα πεθαίνουν. Πως να σου μιλήσω για την Πολωνία και το «ράδιο Σοπέν» που έπαιζε στο τζιπάκι, στη συννεφιά, στο κρύο, στο ψιλόβροχο, στους δρόμους; Πως να σου πω που στ' αλήθεια οι σκέψεις μου, σα χαρταετοί πετούσαν; Πως να σου πω τι διαφορά έχει να τρέχω, να κάνω ποδήλατο, άρσεις θανάτου και στ΄αυτιά μου να παίζει Σοπέν αντί για τον Έμινεμ και το 'till I collapse... Ποιος θα μπορούσε να καταλάβει τι εννοώ; Ποιος θα μπορούσε να καταλάβει από το βλέμμα μου ή την κίνησή μου, που δεν προδίδει, τι παίζουν τα ακουστικά μου; Κρίμα να πιστεύω πως κάποιος θα ένιωθε, θα ήθελε να νιώσει, μα τι χαζή... 

 Πήρα έτσι το αμάξι κι άρχισα να πηγαίνω προς τον Σείριο προχθές. Θα έφτανα εκεί, θα ήμουν ασφαλής και ήρεμη εκεί, θα έγραφα εκεί, θα ανέπνεα εκεί. Προσπάθησα να με πείσω πως αυτό χρειαζόμουν, αυτό το εκεί. Στην ταινία «Δεκαπενταύγουστος» σε κάποιο καρέ, είμαι κι εγώ μέσα μάλλον χαμένη. Είχα πάει για δουλειά παλιά πολύ, να κάνω το κομπαρσάκι. Περίμενα στην ουρά στα Γκούντις στο σενάριο και στην πραγματική ζωή κάπως έδεσα στη σκέψη μου τον Σείριο, με το πράσινο τελετάμπι (σε παρακαλώ, θύμησέ μου κάποτε να σου πω αυτή την ιστορία), με την ταινία αργότερα, με κάτι τέλος πάντων λυπητερά λυτρωτικό... Έφτασα κάπου αρκετά ψηλά στον δρόμο κι ενώ στην αρχή το αγνοούσα, αυτό πεισματικά μου έβγαζε το μάτι στο πισωκάτοπτρο, μέχρι που το αποφάσισα πως δεν μπορώ πια να μην το ακούω που φωνάζει κι αναφώνησα δυνατότερα εγώ «μα τι σκατά κάνω;...» Κι ενώ τον Σείριο τον αγαπώ, η κατεύθυνση δε μου άρεσε. Η κατεύθυνση αυτή μου αρέσει μόνο αν ξέρω ότι θα φτάσω στις άκρες της χώρας. Βγήκα έτσι στην πρώτη έξοδο και έστριψα προς την άλλη, μόνο και μόνο για ν' αλλάξω το κάδρο μου, να ταιριάζει με την ψυχή μου και ν' αρχίζω να ταξιδεύω προς τα εκεί. Από κομπαρσάκι πρωταγωνίστρια ξανά. Κι άρχισα να πηγαίνω προς τη θάλασσα υπακούοντας στο φως και στην εικόνα του φεγγαριού. Τι ηρεμία μέσα μου προς εκείνη την κατεύθυνση κι ας μην είχα πια προορισμό... Την είχα σώσει την ψυχή μου Μαρίζα κι εκείνη τη νύχτα! 

 Κάποτε σε ένα σουπερμάρκετ άνοιξε δίπλα μου η πόρτα του ασανσέρ και βγήκε σπρώχνοντας το καροτσάκι της η Μαρίζα. Με κοιτάει μου μιλάει κι εγώ δεν ήξερα ποια είναι κι ας συνεργαζόμασταν τους προηγούμενους μήνες. Την κατάλαβα ύστερα από λίγο, αλλά πραγματικά για κάποια αρκετά δευτερόλεπτα που το καταλαβαίνει κι ο απέναντι μου, ξεχνάω πρόσωπα. Που μπορεί να είναι και πρόσωπα που αλληλεπιδρούσα συχνά και για καιρό. Μου συνέβη και χθες, μου έχει συμβεί κι άλλες φορές παλιότερα και δεν ξέρω πότε θα πρέπει ίσως να αρχίσω να ανησυχώ λίγο γι' αυτό; Μη θυμώσετε αν σας ξεχάσω. Βοηθήστε με να θυμηθώ. Εδώ φορές ξεχνάμε ποιοι είμαστε εμείς, καταλαβαίνετε πόσο εύκολο είναι να ξεχάσουμε ποιοι είναι οι άλλοι απέναντί μας... 

 Πριν την ταινία, αυτή την καινούργια μικρού μήκους, σκέφτηκα ξανά, να τα μαζέψω όλα και να τα τυπώσω. Για να φαίνεται μάλιστα, πρόσεξε, να φαίνεται, όχι να είναι (δυστυχώς αυτό τελικά έχει σημασία) πιο «πειστικό» στους σοβαροφανείς σκέφτηκα να μου το εκδώσει κάποιος εκδοτικός και να αφήσω πια τις άναρχες αυτοεκδόσεις μου. Που να ξέρατε όμως αλήτες ότι ο εκδοτικός αυτός, δικός μου θα είναι και για την ακρίβεια δε θα είναι! Θα γίνει κι αλήθεια λέω, σταυρό φιλώ, σταυρό σηκώνω, ο εκδοτικός οίκος «ΦΑΝΤΑΣΜΑ». Θα έχει και ίνσταγκραμ όπως κάθε φάντασμα που σέβεται τον εαυτό του. 

 Τώρα, Σοπέν ακούω πάλι και σου/μου γράφω. Είμαι στην πλατεία Αβησσυνίας ξανά. Το ένα μου ακουστικό σταμάτησε, τελείωσε η μπαταρία του. Έτσι ακριβώς νιώθω. Ανάμεσα στα δύο μου ακουστικά, να διψώ για ισορροπία, με το ένα φαινομενικά λειτουργικό μα βουβό και το αριστερό να σηκώνει όλη τη μελωδία στις πλάτες του. Έτσι είναι η ζωή ολάκερη, αστεία ε; Προχθές, κόπηκε ξανά ο ιμάντας στ' άλογό μου. Σε μία επικίνδυνη στροφή βρέθηκα με μία φαινομενικά λειτουργική μηχανή να μην έχω κίνηση στους τροχούς. Στη μέση του δρόμου. Στο απέναντι ρεύμα, αφού κατάφερα να επιβιώσω από σύγκρουση, μία γιγαντιαία ταμπέλα «ΜΑΣΤΟΡΕΜΑΤΑ». Μα απέναντι, τι να το κάνεις; Πέρασμα δεν υπήρχε... Που και να υπήρχε δηλαδή, δεν ήταν μαστορέματα για άλογα. Εγώ αυτό χρειαζόμουν. Σε τέτοιες φάσεις παύει ο Σοπέν και σκάει ο Έμινεμ με το έτσι θέλω. Όταν έμεινεμ (ναι κι εγώ αστεία σου είπα είμαι, η πιο αστεία μάλλον τελικά). Σπρώχνω στα όρια του collapse, το πάω στον αληθινό μάστορα. Πάω να το πάρω όταν το ετοίμασε και μου λέει «έχω κι άλλο κακό νέο»... Είχα πατήσει και μία προκάρα και πήγαινα καιρό τώρα με σκασμένο λάστιχο που δεν είχα αντιληφθεί! Έτσι με πάει γενικά τελευταία. Και γέρνει η ζωή προς το σιωπηλό ακουστικό... και δε θέλω μωρέ, μου πονάει την καρδιά αυτή η σιωπή. Να είμαι όντως τόσο χαζή; Τι θλιβερό...

Υ.Γ. Τις ξέρεις τις «ελιές για ήρωες»; Κάτι τεράστιες ελιές είναι. Να, σκεφτόμουν πόσο όμορφο δώρο είναι να το κάνεις σε κάποιον που στα μάτια σου ήρωας φαντάζει. Όχι ολόκληρο κιλό ελιές, δεν χρειάζεται τόση ποσότητα. Σημασία έχει η κίνηση. Η σκέψη. 

Υ.Υ.Γ. Και δεν υπάρχει ρε γαμώτο μέση να σταθώ. Ή είμαι ένας περίγελος, ένα ανέκδοτο, ένα αστειάκι, χαζάδα, λάθος, μικρή, έπεσα τόσο μα τόσο έξω. Ή είμαι πολύ σωστή και βλέπω, διαβάζω και νιώθω βαθιά και καθαρά, σαν μύθος καλώς ή κακώς, γενναία, αυτόφωτη κι ίσως άγρια. 

Υ.Υ.Υ.Γ. Τι σου λέω; Τι μιλάω; Τι χαζή ε;

Υ.Υ.Υ.Υ.Γ. Αντίο καλοκαίρι...



20250730

Ακτινογραφία θώρακος

 Νομίζω καταλαβαίνω γιατί το κάνω. Για να το κρατήσω. Το αποτυπώνω και κυρίως το μοιράζομαι για να μπορέσω να σταθώ. Είναι ένα κόλπο! Μα φυσικά, αυτό είναι... Ένα κόλπο για να μπορώ να δεσμεύομαι απέναντι στην ίδια μου την αλήθεια, όσο δύσκολη κι ήταν, είναι, θα γίνει. Ή μάλλον όχι στην ίδια την αλήθεια, αλλά στο φως για να την εντοπίζω, ακόμα και στα πιο βαθιά κι άγρια σκοτάδια. Είμαι σίγουρη γι' αυτό πια. Φοβάμαι πως το επόμενο χρονικό διάστημα τα κείμενα ή θα πάρουν βαθιά υπαρξιακή χροιά ή θα το τινάξω όλο παιδιάστικα στον αέρα. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει πάντα, αλλά ίσως πιο έντονα, ανένταχτα, ασυμβίβαστα... Για να μπορέσω να το σηκώσω όλο αυτό που έρχεται ξανά ίσως;...
 Έκλεισα πριν λίγο το τηλέφωνο κι άκουσα τις τελικές αποφάσεις κάποιου άλλου ατόμου που θα επηρεάσουν άμεσα τη ζωή μου. Μου δημιούργησε στον προαναφερθέν κόμβο μου, άλλους τρεις δρόμους. Έναν πρέπει υποχρεωτικά να διαβώ, έναν για κάθε ρόλο και όλοι είναι εξίσου δύσκολοι. Χάρηκα γιατί δεν αναμένω πλέον τα νέα. Είναι καλύτερη από την αναμονή και την αποφυγή η ξεκάθαρη γνώση. Όσο σκληρή κι αν είναι η αλήθεια των άλλων, μόνο καλό μπορεί να σου κάνει. Θα ήθελα όταν μεγαλώσω να μπορώ να έχω κοντά μου ανθρώπους που μόνο την αλήθεια τους θα μου δίνουν, ανθρώπους που θα τολμώ κι εγώ κοντά τους να σταθώ με όλη μου την αλήθεια στο φως και κυρίως ανθρώπους που οι αλήθειές μας δε θα προσπαθούν να αλληκατασπαραχθούν, μα να δημιουργήσουν, να είναι καταφύγιο, να φωτίσουν. 
 Ίσως μέσα μου την απόφαση την έχω ήδη πάρει κάπως... Ίσως ένας κύκλος, αυτός ο κύκλος πρέπει να κλείσει. Ξέρεις, μερικές φορές δεν κλείνουμε μόνο τους αποτυχημένους κύκλους. Μερικές φορές το κλείσιμο δεν είναι μία επιτακτική ανάγκη, αλλά μία ανάγκη ας πούμε ψυχής. Θα έπρεπε ίσως να βάλω κάτω νούμερα και λογική, αλλά η εμπειρία μου ως τώρα μου λέει ότι ένα ζύγισμα βασισμένο σε νούμερα, σε κουτάκια, σε ασφάλεια οδηγεί σε πιο οδυνηρά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, από ένα ζύγισμα βασισμένο σε άλλα κριτήρια συχνά εντελώς παράλογα για την κοινωνία μας. Ένα ζύγισμα ελευθερίας. 
 Ο Παναγιώτης της Βίβως χθες έγινε σαράντα επτά ετών και πάνω από μία τούρτα νουγκατίνα, ξεκίνησα χορό για τον αν η ψευδαίσθηση της αθανασίας ή η συνειδητοποίηση του τέλους μας κάνει πιο ζωντανούς. Καταλήξαμε στο «ταινίες μου μας έκαναν να κλάψουμε». Ο ξάδερφός του ο ναυτικός ο Γιώργης, δύο μέτρα ψηλός και δύο μέτρα πλατύς, πατέρας τριών παιδιών, κάπου στ' ανοιχτά της Ιταλίας κρύφτηκε να μην τον δουν που έκλαιγε, δε θυμάμαι σε ποια ταινία είπε, γιατί είχα μαγευτεί με την εικόνα του αυτή που έχτισε στο μυαλό μου και δεν άκουσα τα υπόλοιπα «σημαντικά». Ο Παναγιώτης έκλαψε με το «ημερολόγιο» τον πρόδωσε η Βίβιαν. Εγώ είχα κλάψει με τον «Ε.Τ.» τους είπα. Όλους μας άγγιξε η σκηνή που το κοριτσάκι πάνω από το φέρετρο φωνάζει πως το αγόρι δεν βλέπει χωρίς τα γυαλιά του... Το αγοράκι, ο Τόμας πέθανε γιατί πήγε να ψάξει το δαχτυλίδι «διάθεσης» που έχασε η Βέιντα στο δάσος.
 Όταν ο πατέρας αρρώστησε, πήρα το Μητσάκι μακριά από το νοσοκομείο να το φτάσω σε άλλους πλανήτες για λίγο, μακριά από τον πλανήτη πόνο. Στο τέλος της Συγγρού, στο πλανητάριο, αγοράσαμε δύο εισιτήρια για το διάστημα, να την μάθω πόσο δυνατή είναι και που μπορεί να φτάσει και δύο κολιέ «διάθεσης» για να ξέρει πως ό,τι χρώμα κι αν δείχνει δε σημαίνει πως είναι απαραιτήτως το «σωστό» κι ας «ξέρει» το κολιέ, εκείνη θα ξέρει πάντα καλύτερα και πάντα θα είναι οκ αυτό! Κόσμημα «διάθεσης», ένα ψευτομαγικό θερμόμετρο, που αναλόγως το χρώμα που παίρνει, σου λέει αν είσαι στενοχωρημένος, χαρούμενος, χαλαρός, ερωτευμένος. Ένα από τα πιο σπουδαία κι «ακριβά» κοσμήματα που μπορεί κατά τα άλλα να έχει κάποιος στην κατοχή του, αν σταθεί ικανός στη ζωή και καταφέρει να το αγοράσει, αν τον νοιάζει δηλαδή αυτό το άθλημα συλλογής κοσμημάτων. Αυτά τα «διάθεσης» και τα δαχτυλίδια γλειφιτζούρια! Λέω πως το δικό μου χαλασμένο πρέπει να ήταν ωστόσο, γιατί ήταν μαύρο για καιρό κι έπειτα έγινε όλα τα χρώματα μαζί... Που τάχα να' ναι τώρα; Να το φορούσα ξανά για λίγο να σου δείξω πως χαλασμένο όντως είναι, μαύρο θα γινόταν ξανά. 
 Εκείνες τις μέρες άνοιγα τον κύκλο που πάω τώρα να κλείσω. Όπου να' ναι μάλλον, δε θα είναι πια εκεί κόσμο να υποδεχθεί. Το μεγαλύτερο βάρος μέσα μου λοιπόν, σκέφτομαι πως είναι το εξής: Αγαπώ την ευθύνη, θέλω να σώζω κι αν δεν σώζονται, εγώ φταίω. Αν αυτός ο κύκλος κλείσει, θα χαθεί ένα φως που αποδεικνύει πως κάποιος μπορεί να μεγαλώσει και να είναι χαρούμενος. Το φως που μαρτυρούσε πως δεν πρέπει να «τρέχει» κανείς στους κόσμους των «μεγάλων» για να μπορέσει να αναπνεύσει. Πως στους κόσμους των «μεγάλων», είναι που πρέπει με τον κόσμο σου τον μικρό, τον ξεχωριστό να φωνάζεις, να χοροπηδάς και να παίζεις μπας και γίνουν κάπως όμορφοι κι αυτοί οι κόσμοι οι κοιμισμένοι, μπας και θυμηθούν... Θα χαθεί το φως που προστάζει πως δεν πρέπει να ακολουθείς, μα να χαράζεις δικούς σου δρόμους, να μην χρειάζεσαι ό,τι χρειάζονται, να μην χρειάζεσαι... Θα σβήσει για λίγο αυτό το φως φοβάμαι κι ακόμα κι αν πέρασε στην ιστορία άναρχα κι ανένταχτα, πρέπει η φωτιά να συνεχίσει να καίει στο παρόν για να είναι φάρος. Αυτό είναι το βάρος μου, αυτή η ευθύνη μου. Πως η μετατόπιση αυτή δε θα μου βρέξει την πυρκαγιά; Πως δε θα σπάσω την καρδιά μου με όλες αυτές τις πολλές ταυτόχρονες μετατοπίσεις; Σσσσσ, για στάσου λίγο. Ακούς από κάπου μουσική; Άκου, αλήθεια λέω! Is that all there is? If that's all there is my friends, then let's keep... I know what you must be saying to yourselves "If that's the way she feels about it, why doesn't she just end it all?" Oh, no. Not me... Χορεύουμε; 


Υ.Γ. 内緒だ。ある秘密は目が明かし、他の秘密は沈黙が明かす。



20250725

Φτερά καπό (πόρ)τες μάσκες

 Υπάρχουν δύο κείμενα «τελευταία» στο ημερολόγιό/ιστολόγιό μου, αυτό εδώ, που απλόχερα μαζί σας θα μοιραστώ. Το βλέπετε! Κι ένα δεύτερο, που δεν μπορείτε να δείτε. 
 Με τίτλο ανάρτησης «φράουλα κι αλμύρα» παλαιότερα στον χρόνο διαβάζετε το εξής: Πάω να γίνω ξανά ένα, όλον, γυμνό, πεμπτουσία. Πάω να δημιουργήσω νέα πράματα, μέχρι τα τώρα η ζωή με επιβεβαιώνει πως σωστά βαδίζω κι εγώ την στολίζω και συνεχίζω. Βίρα τις άγκυρες. Αχ και να 'ξερα! Λες να μην είναι το που; τσα! μπλογκ πραγματικά; Λες είναι πιότερο κάτι σαν death note; Στάσου να δοκιμάσω...
 Δοκιμαστική παράγραφος: Στη ζωή πρέπει να είσαι σίγουρος ότι θα έρθει η στιγμή που θα περπατάς στον δρόμο, θα χτυπήσει το τηλέφωνό σου και θα σου πουν «Ναι γεια σας, είστε η μοναδική κληρονόμος μίας σημαντικής περιουσίας, όχι δεν ήταν θεία/θείος μακρινός, κάποιος σας συμπάθησε απλώς αρκετά. Δεν έχει χρέη και δεν είναι πουθενά μπλεγμένα με άλλους. Τα θέτε;» Κυρίως αστειεύομαι!... Συνδέεται με το προπροηγούμενο κείμενο μου «Μικρό μανιφέστο τις νεότερης μετα-αισθητικής αποσυναρμολόγησης τις αισθητικής [sic]» και το σημείο: Γράφω ό,τι έζησα. Πρόσφατα διαπίστωσα ότι, τελικά πέτυχα όπως γράφω να ζω. Σα να χαράζω πορεία με τον λόγο κι έπειτα να φτάνουν οι πράξεις να περνούν το παραμύθι στην αθανασία, ολόκληρα, στιβαρά. Πιο συγκεκριμένα με τη σκέψη αν είναι «τύχη» ή «πετύχει» τα όσα μου συμβαίνουν...
 Το δεύτερο «τελευταίο» κείμενο του ιστολόγιου λοιπόν, είναι μία ανάρτηση που δεν έχει δημοσιευτεί και δένει μεταξύ τους τα κομμάτια σχεδόν όλα. Με τίτλο «Πόσο κοντά είναι η Ασία;» ένα καυτό μεσημέρι μεσοκαλόκαιρου, λίγες μέρες μετά το μανιφέστο της αλμυρής φράουλας, στην πλατεία Αβησσυνίας, κάνω στάση ν' αποθηκεύσω και να γιορτάσω, ανάμεσα σε κάτι ταβλαδόρους παππούδες και στον ήχο από τα μωρά στη φωτιά που τραγουδάνε στα ηχεία και συμπληρώνουν επικά την επική αυτή σκηνή, μέρα, ιστορία. 
 Φεύγοντας από μία συνάντηση που έδωσα χέρια για την επιστροφή μου σε μία μεγάλη μου αγάπη, σε έναν νέο κύκλο, ένιωσα την τρομερή ανάγκη να μοιραστώ αυτόν τον καταρράκτη φωτιάς μέσα μου. Συνειδητοποιώ ότι θέλω να επικοινωνήσω με ένα συγκεκριμένο άτομο! Δεν μπορώ να το ενοχλήσω ωστόσο... Υπάρχουν άνθρωποι να πάρω που θα χαρούν. Θα χαρούν αρχικά, γιατί δίχως να καταλάβουν τις λεπτομέρειες θα τους συνεπάρει η χαρά μου. Υπάρχουν άνθρωποι που θα καταλάβουν τα σημαντικά, αλλά θα αδιαφορήσουν για όλα τα σημαντικά-ασήμαντα μου. Υπάρχουν άνθρωποι, αλλά, εγώ νιώθω καθώς οδηγώ, πως μόνο ένας θα ένιωθε πλήρως το τι συνέβαινε μέσα μου εκείνη την ώρα. Καλώ εν τέλει αυτόν που «πρέπει», απογοητεύομαι εννοείται ξανά από το «λάθος» μου. Ανεβαίνω την Πειραιώς, πανηγυρίζουν τα μέσα μου, ωστόσο, δεν μασάω την απογοήτευση πια, έχει τελειώσει. Είναι λοιπόν πλέον όλα τόσο συγκεκριμένα κι έντονα που δεν μπορώ με κανένα κλειδί να τα μασκαρέψω. Θα επανέλθω πιο κάτω με παραπάνω σχετικές πληροφορίες, μα δεν είναι αυτό που με καίει αυτές τις στιγμές. 
 Τάκη, τι κάνω τώρα; Ενώ είμαι σε μία κατάσταση έκστασης αδιάκοπης κι ενώ αρχίζει κι εγείρεται μέσα μου μία διαδρομή με ένα σταυροδρόμι, ξάφνου μέσα σε μία εβδομάδα έχω βρεθεί στον κόμβο Κηφισίας να πρέπει να πάρω σημαντικές αποφάσεις ζωής/τσέπης και να πρέπει να το κάνω τώρα αυτό με τρόπο τέτοιο που να μην πιέσω καμία κατάσταση, να μην ματώσω τίποτα και κανέναν κυρίως εμένα και να έχω το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, στον καλύτερο δυνατό χρόνο, τόσο για την σκληρή μου πραγματικότητα, όσο και για τη σπουδαία μου ιστορία. Κερασάκι στην τούρτα; Την ίδια ώρα που μου πιέζουν τον χρόνο και τον χώρο, την ίδια ώρα πρέπει να σεβαστώ τον ρυθμό τους. Και τώρα, δεν έχω πραγματικά που να το ακουμπήσω ατόφιο όλο αυτό δίχως να τρακάρω! Προσπαθώ πολύ σκληρά ανάμεσα στ' άλλα να ναβιγκέιτ και τα φίλινγκς μου, γιατί γκες γουάτ Τάκη, ματώνουν κι αυτά και κοντολογίς, έχει πάρει φωτιά ο κώλος μου. Σα να χορεύουν οι μέρες μου το «βάρα νταγερέ», ή μάλλον όχι, σα να χορεύουν μπάλο μέσα σε μία χειρουργική αίθουσα την ώρα που προσπαθούν να με ξυπνήσουν με ένα ωραίο τραγουδάκι από μία κατά τ' άλλα ελεγχόμενη μέθη και μία πιο ελεγχόμενη διείσδυση και σπίθα στα υπόγεια του εαυτού μου! Και μέσα σε όλα αυτά να έχω και την ξεθολούρα ή θολούρα αν θες για τα «πρέπει» να συνθέτω και τη δική μου μουσική, να πλέκω στίχους, να καταφέρω να μου εξηγήσω κάποτε και κυρίως να μην χάσω τη ρημάδα την ισορροπία μέσα μου. Μεγάλες προτάσεις, πολλά «και», μεγάλες φουρτούνες Τάκη! Γουστάρω.

Υ.Γ. Διάλογος με αναισθησιολόγο: 
_Βάλε το καλό, το πλήρωσα ακριβά
_Μόνο καλό πράμα έχει εδώ μέσα 
_Πως θα με ξεγελάσεις; Τι θα με βάλεις να κάνω; Να μετρήσω πρόβατα; 
_Κάποτε το κάναμε αυτό, μα μετρούσαν κατά λάθος και τον σκύλο του κοπαδιού και ήταν γρουσουζιά. 
_Εγώ θα αντισταθώ να ξέρεις
_Καμία δεν μου αντιστάθηκε ποτέ
_Εγώ θα αντισταθώ. Κοίτα, αντιστέκομαι... Αντιστέ...

Υ.Υ.Γ. Σε μία εποχή που δεν μπορείς να μην στάζεις, μία ταμπέλα από ένα παλιό συνεργείο, είναι ξάφνου ένα ΠΟΡ μακριά από το να μπορούσε να είναι η πιο kinky ταμπέλα sex shop της γειτονιάς. Όλα φωτίζουν κι ενισχύουν ένα αιώνιο καθολικό συμπέρασμα. Τα πράματα ή τα φτιάχνεις ή τα γαμάς αναλόγως με το πως έχεις διάθεση να τα δεις. 





20250707

Φράουλα κι αλμύρα

Τάκη, τίνος είσαι εσύ; 

 Η απόλυτη μη συγκέντρωση. Θέλω να γυρίσω πίσω στο πιάνο μου και μετά θέλω να πάω να τρέξω σαν βραδιάσει. Λένε πως έχει πολλή ζέστη στην Αθήνα. Έρχομαι να φέρω κι άλλη. Λοιπόν, θα προσπαθήσω να συγκεντρωθώ για λίγο. Τα μικρά μου νέα εν τάχει: Έφτασα στο νησί, αλλά μέχρι να φτάσω, κάποια πράγματα άλλαξαν μια βραδιά του Ιούνη κι έτσι άλλαξα κι εγώ αυτά που έπρεπε να κάνω. Πήρα μαζί μου πέντε βιβλία. Κάποια για να κάνω επανάληψη, κάποια για να τα τελειώσω. Το μόνο που κατάφερα να τελειώσω ήμουν εγώ. Μάλλον θα ήμουν πολύ αισιόδοξη. Πάντα είμαι δηλαδή... Αλλά πέντε βιβλία για 4 μέρες; Όχι ότι δεν είχα σπουδαίο χρόνο, μα λίγο η δυσκολία του να παραμείνω συγκεντρωμένη, λίγο ο ξαφνικός πολύς καθαρός δικός μου χρόνος, έκανα μία τρύπα στο νερό. Η Μαλβίνα είναι από μονή της δύσκολη κι ασυγκέντρωτη επίσης. Αρχικά γράφει κάπως σαν καταρράκτης, βρε ποια μου θυμίζει, ποια μου θυμίζει; Έπειτα έχει ένα σωρό αναφορές, ονόματα, βιβλία, ταινίες... Βρε ποια μου θυμίζει, ποια μου θυμίζει; Για να το νιώσεις πλήρως πρέπει να έχεις αγγίξει, να έχεις γευτεί τα όσα αναφέρει. Για να προσπαθήσω να το νιώσω κάπως έπρεπε να γυρίσω πίσω, να διαβάσω ξανά, να διαβάσω αργά, να αναζητήσω τα όσα μου έλειπαν. Έτσι πεταγόμουν για διάλειμμα από την «πτώση» στο «φιλί» κι από τον «λύκο της στέπας» σε κάτι ερωτικές επιστολές στο βιβλίο «έρωτας». Σταματούσα, κοιτούσα τη θάλασσα, ταξίδευα, επέστρεφα στη σελίδα, σκεφτόμουν τον αναρχικό τραπεζίτη (εντελώς άκυρο) και τι μπαλάρα έπαιξε ο Πεσόα... Μετά με μάλωνα που σκεφτόμουν και τ' άκυρα συν τοις άλλοις. Έπειτα με πιάνω να παίζω με τα δάχτυλά μου νοερά πιάνο, που σίγουρα δεν ξέρω να το παίζω. Κουνιούνται πάνω κάτω στις νότες του πατετίκ (pathétique) του Μπετόβεν, το τρίτο μέρος προσοχή, το ζωηρό, το παιχνιδιάρικο, το έντονο! Δεν σημαίνει θλιβερός/παθητικός, που σημαίνει στα εγγλέζικα να ξέρεις! Είναι γαλλικό κι έρχεται από το ελληνικό πάθος. Σημαίνει συγκινητικό, δραματικό, γεμάτο πάθος και πόνο, ναι... Και μετά έπιανα το μπλοκάκι κι ό,τι ήταν βαρύ κι ασήκωτο κι αλαφρύ συνάμα, σαν εφηβεία, σα νερό, το έχωσα στις ακόμα πιο μυστικές σημειώσεις μου, να 'μαι σίγουρη πως το απαθανάτισα για όποτε νιώσω νεκρή, διψασμένη ή δημιουργική. Σημείωνα κι έπαιζα στο ριπίτ τη σκηνή και τις ατάκες, από μία ταινία, όχι, όχι, δεν την ξέρεις. Και σα να μην έφτανε αυτό το θερινό χάος της απόλυτης τακτοποίησης, αγόρασα κι ένα μίκυ μάου με πλήρη συνείδηση, χωρίς παιδί για άλλοθι, έβαλα να δω και Κουστουρίτσα, τον «καιρό των τσιγγάνων» και να το πάλι... Ω άρρωστοι, δαιμόνιοι θεοί, τι παιχνίδι συμπτώσεων παίζετε για την τέρψη σας μαζί μου; Στήνω το λαπτοπ με θέα το Αιγαίο πάνω σε μία μικρή απλώστρα στο μπαλκονάκι, την έκαμα τραπέζι αυτοσχέδιο, κρατώ την χωριάτικη, πατάω play να σταματήσει η ταινία του εγκεφάλου και ακούω την ίδια ατάκα απ' άλλη σκηνή; Σε ένα έργο που κι εγώ δεν ξέρω πόσα χρόνια το έχω εκεί να σκονίζεται και να περιμένει. Αλήθεια; Τώρα;  
 Τα παιδιά τα βάπτισαν Φίλιππο και Άρη. Το ρομαντικό παραμυθένιο εγώ μου, ήθελε να δημιουργήσει ένα παιδί που θα το πει Αγάπη, για να φέρει την αγάπη στον κόσμο και να αποδείξω πως τα παραμύθια και οι σπουδαίες ιστορίες υπάρχουν με σάρκα κι οστά κι εγώ δεν τα πρόδωσα και τα γέννησα. Στο έχω πει αυτό. Το αστείο εγώ μου, αυτό δε στο έχω πει, γιατί είμαι και πολύ αστεία πανάθεμά με, θα μπορούσε να βγάλει έναν γιο μου Άρη και θα ήταν η μόνη περίπτωση που θα ήμουν οκ βαθιά μέσα μου να γινόταν παπάς και να του φωνάζω κάθε μέρα «Καλημέρα παπά Άρη, ευλόγησον»
 Η τέχνη μου Τάκη; Άπατη πήγε. Δείχνω κώλο, τρελαίνεται ο λαός και δεν είναι καν ο δέκα χρόνια πριν κώλος, ο χωρίς δύο παιδιά και δεκάδες ποτάμια χαραγμένα και βάσανα. Δείχνω φάτσα που δε λέει τίποτα ουσιαστικό, κυριολεκτικά, το βίντεο δεν είχε καν ήχο, ήταν απλά κοντινό στο φακό και δωσ' του η αλληλεπίδραση! Δείχνω τέχνη και δεν αγγίζω ψυχή. Ακόμα κι αν έδωκα κλειδιά κι υπομνήματα, μπας και γίνω ευκολότερα κατανοητή γενικά, όχι μόνο σε κάποια ελίτ, ίδια απήχηση, ίδια αποδοχή, βάθος κι αφρός δεν είχε... Οπότε μαζεύομαι ξανά στο «δε με νοιάζει», στο «κλείνω τους δρόμους για τον κόσμο μου», το πείραμά μου απέτυχε. Κι αν μία μέρα φτιάξω το βιβλιοπωλείο/ τεϊοποτείον, μην αναρωτηθείς γιατί θα το προωθώ με τη σεξουαλικότητα στο τιμόνι. Είμαι και μία ανυπότακτη επιχειρηματίας εκτός των άλλων, μην ξεχνιέσαι, μία αναρχική τραπεζίτισσα. Τι ζήτησα στο κάτω κάτω; 
 Τα κίτρινα λουλουδάκια; Τα βρήκα! Αυτό το ολοκλήρωσα. Το όνομά τους; Σπάρτα. Μυρίζουν τόσο σπουδαία όσο θυμόμουν. Το τακτοποίησα αυτό κι ας άργησα. Τι κατάφερα; Βρήκα όλες τις απαντήσεις που έψαχνα! Τι αστείο, είναι πάντα μέσα μας οι απαντήσεις. Μοσχοβολάνε οι αλήθειες μας, σαν τα σπάρτα, φωτίζουν σαν φάροι κι εμείς οι δειλοί κάνουμε τάχα πως κοιτάμε αλλού, πως δε νιώθουμε, πως δε μιλάμε, δεν ακούμε, αλλά είναι κανόνας αυτό και μας τρώει στο τέλος φτύνοντας τα κοκαλάκια μας στη μάνα γη: Τίποτα πιο δυνατό από την αλήθεια μας, τον πυρήνα μας, την ιστορία μας. Πάντα θα κερδίζει. Και γι' αυτό τον λόγο, ούτε που τόλμησα να πάω να μουτζουρώσω την ταμπέλα που δείχνει προς «Αγάπη», ούτε την χλεύασα, ούτε κωλοδάχτυλο έκανα, ούτε πέη πάνω της με ανεξίτηλο ζωγράφισα (κι ας είχα σκοπό έπειτα, να το σβήσω με λίγο οινόπνευμα, γιατί είμαι και πολύ καλό παιδί γαμώτο, εκτός από πολύ κακό παιδί που γίνομαι ενίοτε κι εκτός από καταλύτης που είμαι πάντα). 
 Ξέρεις τι άλλο δεν έκανα; Δεν βούτηξα, δεν βαπτίστηκα κι όσα έγραψα εγώ κι όσα γράφουν τα βιβλία, δεν τα πήρα μαζί μου να τα κάψω ή να τα πνίξω. Τρέμε Αθήνα έρχομαι, με λένε Ελένη, όνομα είχα! Το οποίο σου έχω πει ότι βγαίνει από τη σελήνη; Έχω κάνει την επανάληψή μου κι επιστρέφω πιο δυνατή από ποτέ. Ποιον τάχα κορόιδευα εμένα ή εσένα πιο πολύ; Θα τα έπνιγα στη θάλασσα και θα τα έκαιγα στην φωτιά ενώ είμαι η θάλασσα και η φωτιά; Θα έστριβα τάχα ανάποδα να μην πάω προς «όλους τους προορισμούς» κι «όλες τις κατευθύνσεις» ενώ είναι μέσα μου όλα αυτά; Μέσα μου και το «λιμάνι» μωρέ και που θα πας τώρα να σε δω! 
 Σε άλλα νέα κατάλαβα γι' ακόμα μία φορά ότι το πρωινό στα ξενοδοχεία είναι από τα αγαπημένα μου πράγματα στη γη. Αν έπρεπε να εργαστώ για κάποιον άλλον, θα ήθελα να ταξιδεύω πολύ, ιδανικά να έχει να κάνει με το αντικείμενό μου, το όποιο θα έχω μπλέξει με κάτι δημιουργικό. Να αλλάζω χώρες και πόλεις, έχοντας τη βάση σπίτι. Να ξυπνάω νωρίς για να απολαμβάνω το πρωινό από τους πρώτους στα διάφορα ξενοδοχεία, μαζί με το σημειωματάριο μου πάντα. Ιδανικά να έχω και το σχεδόν τρεις μήνες καλοκαιρινό κενό και το πάσχα/χριστούγεννα δεκαπενθήμερο των καθηγητών. Είδες τι ωραία Τάκη που έχω στρώσει και το πλαν Β της σκλαβιάς; Αναπνέει. 
 Αχ ρε γαμώτο, θα τ' ομολογήσω, είμαι κατά άλλα βαθύτατα «στενοχωρημένη». Έχω φορέσει ρούχα αμείλικτης, σιωπηλής, αποστασιοποιημένης γυναίκας, κυκλοφορώ κι οπλοφορώ κι είναι κι αυτό αστείο πολύ, γιατί κατά τ' άλλα βούτυρο είμαι και θέλω να απλωθώ πάνω στον κόσμο με μία αριστουργηματική ιστορία. Να τους λιπάνω τα γρανάζια, τις καρδιές, τα κεφάλια. Να βρέξει ζάχαρη κάποιο απόγευμα, με τον ήλιο σαν φέτα πορτοκάλι και τον καύσωνα συνένοχους, να γένουμε όλοι κρέμα. Σημείωση: Αυγά και λίγη κρέμα γάλακτος να θυμηθώ να πάρω από την αγορά του Αλ Χαλίλι γι'αυτή τη συνταγή! Κρέμα πορτοκάλι με γεύση φράουλα κι αλάτι. Στολισμένη με ένα σωρό κόκκινα σημαιάκια. 
 Αν βοηθάει που είμαι μάνα στην πλοκή του έργου; Αμέ! Έμαθα να καθησυχάζω καλύτερα την παράλογη ταραχή και να αναγνωρίζω ταχύτερα το σημαντικό. Μπορώ να διακρίνω καθαρότερα πότε τα παιδιά λένε ψέμα και πότε με σιωπές κρύβουν αλήθειες. Επιβεβαιώνω πως αν τα μάθεις να φωτίζουν κι απλόχερα να το χαρίζουν, πάντα θα τους περισσεύει ηρεμία και διαύγεια. Ο τρόπος να το μάθουν βαθιά όλα μου τα παιδιά; Να το εφαρμόζω η ίδια πρώτα, να ζω έτσι. Τι κι αν γίνουν λίγο ζαβά, λίγο επικίνδυνα; Τι θα ήταν ο κόσμος δίχως αυτούς τους τρελούς με τρόμο αναρωτιέμαι... Ξέρεις ακριβώς ποιους! Αυτούς που βρίσκουν κερματάκια στον δρόμο, σκύβουν και τα μαζεύουν, όσο μικρή αξία κι αν έχουν και ξεκινούν από αυτό κάποια νέα αριστουργηματική δημιουργία. Από αυτά τα μικρά κυκλάκια στο πάτωμα ναι, πες το κέρμα εσύ, τις αφορμές, την έμπνευση θα συμπληρώσω εγώ, που δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν θα βρουν κι άλλο αργότερα στον χώρο ή στον χρόνο, γιατί σημασία έχει πως σφίγγουν ήδη το έναυσμα στη γροθιά τους. Δεν ξεκίνησαν από το σπίτι με τη σιγουριά πως κάτι θα βρουν, δεν το ΄χαν καν στα πλάνα κάτι να ψάξουν, μα όταν αναγνώρισαν τον θησαυρό, τον πλούτο αυτόν τον τόσο φτωχό, δεν τον αρνήθηκαν. Που βλέπουν τον κόσμο γεμάτο σπέρμα και προορισμούς και κατευθύνσεις. Ναι, βοηθάει και η σκηνοθεσία και η συγγραφή μαζί με τη μητρότητα τελικά. 
 Άσε με λοιπόν να κολυμπώ χορτάτη στην κρέμα μου κι ας είμαι ντυμένη προς το παρόν με αυτά τα ρούχα τα βαριά, θα τα βγάλω κι ας πνιγώ, έτσι θα ζήσω. Γιατί ξέρεις τι είναι πιο θλιβερό από να βυθιστείς σε μία κρέμα πορτοκάλι; Να προδώσεις την ποίηση μέσα σου, το έργο σου, τους χάρτες σου. Εγώ με τις ιδέες μου, που έγραφε κι ο Άσιμος, με χρίζω ιππότη και τζεντάι κι άμα ξεμεθύσω σας λέω και γκουντμπαϊ. Στο κάτω κάτω, είμαι φοβερή κολυμβήτρια, πότε μου σωσίβιο δε χρειάστηκα, δεν πνίγομαι. Σε ύπτια θέση ουρανό απολαμβάνω κι είμαι ζεν. Έτσι λοιπόν, αγαπημένο νησί, εγώ και όλοι μου οι ρόλοι κι οι ιδέες σε αποχαιρετούμε. Πάω να γίνω ξανά ένα, όλον, γυμνό, πεμπτουσία. Πάω να δημιουργήσω νέα πράματα, μέχρι τα τώρα η ζωή με επιβεβαιώνει πως σωστά βαδίζω κι εγώ την στολίζω και συνεχίζω. Βίρα τις άγκυρες. 

Υ.Γ. Το ξενοδοχείο δεν είχε καθόλου καλή ηχομόνωση. ΚΑΘΟΛΟΥ. Φαντάσου μπορούσε ν' ακουστεί ο ήχος της δόνησης, οι ροχάλες του διπλανού κυριουλή, τα βήματα, τα φτερνίσματα και η κυρία από το room service με τον γλυκό της ψίθυρο. Διάβασε το σημείωμά μου κι είπε στη συνάδελφό της «σσσσσ κοιμάται». Γέμισε η καρδιά μου. Ήμουν ωστόσο πιο ξύπνια από ποτέ κι ας έβλεπα τ' όνειρο ξανά και ξανά. 


Υ.Υ.Γ. Έψαχνα τα μειλ μου, καθώς προσπαθούσα να μπω στο πλοίο, στο ένα χέρι κρατούσα το τελευταίο ice cream soda (το οποίο πάντα στην καρδιά μου θα είναι «Ι scream το 'δα» και πάντα να το ζητάς με παγωτό αμυγδαλωτό κι όχι την αδιάφορη τη βανίλια που το σερβίρουν). Με το άλλο χέρι έπρεπε να οδηγήσω το μηχανάκι και με το τρίτο, προτού χαθεί το σήμα προσπαθούσα να βρω το καταστατικό της εταιρείας μου και να το προωθήσω κάπου. Όπως σκάλιζα τα μειλ λοιπόν και δοκίμαζα keywords να επιταχύνω την εύρεση του εγγράφου, με το: katastatiko, βρήκα επικό μήνυμα που είχα τότε στείλει σε Αννούλα και Αλέξανδρο για ενημέρωση και κουσκουσάκι. 2013 μετά το έπος που πρόσφατα ανέσυρα με πιέζω να βγω ραντεβού. Με τίτλο «Οι άνδρες γύρω μου» παρουσιάζω το εξής: 


 Το παραθέτω 2025 εδώ. Είχα από μικρή μία τρομερή ικανότητα να αποφεύγω «Μητσάρες». Πάμε για έναν καφέ, μου έλεγαν, αν έχεις διαβάσει τον μικρό πρίγκιπα, τους έλεγα. Έτρωγαν Χ από τον καφέ δηλαδή. ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΙ ΑΛΛΑ ΤΟΣΑ ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΙΣ, γιατί να ξεκινήσεις με έναν καφέ; Ξεκίνα έστω με άλλο χρώμα. Τότε που δεν έπινα καν καφέ μου φαινόταν διπλά αποτρεπτική αυτή εισαγωγή, ανέμπνευστη. Κέρδισα έτσι λίγους σπουδαίους έρωτες, αριστουργηματικές ιστορίες και πολλή, πολλή κούραση. Στον Μητσάρα τότε είχα δώσει ευκαιρία πριν από αυτόν τον διάλογο. Μετά τα προδομένα μου παραμύθια, που ποίηση τα 'κανα και στη θάλασσα επέστρεψα για να γιατρευτώ, είχα ήδη ανοίξει την περίοδο των εκπτώσεων, ψέμα του είπα, πρωτίστως στον εαυτό μου δηλαδή. Ήταν ψηλός, το ευαίσθητο σημείο μου. Ήταν και συμμαθητής μου στα θαλασσινά, αγνόησα όλα τ' άλλα και δέχτηκα να πάμε για μία σοκολάτα, μην είμαι και σνομπ, είχαμε κοινά, θα σκέφτηκα μάλλον. Η ιστορία συνεχίζεται, θα σκέφτηκα μάλλον, πιέσου και λίγο. Δεν υπάρχει άνθρωπος πολυδιάστατος θα σκέφτηκά μάλλον. Δεν συνδυάζεται τέχνη και ζωή, θα σκέφτηκά μάλλον. Δεν υπάρχει ισορροπία, θα σκέφτηκα μάλλον. Αν είναι λειτουργικοί για την κοινωνία, δε θα είναι δημιουργικοί, θα σκέφτηκα μάλλον. 
 Μετανιώνω που δεν έβαζα τόνους. Μετανιώνω για τη στίξη μου. Μετανιώνω που απαντώ με ακατάλληλο τρόπο κι όχι κάτι πιο σύντομο κι απλό, όπως θα ταίριαζε. Μετανιώνω που για κάποια κακά σενάρια άλλων και κάποιους «Μητσάρες», σιώπησα τα ιδανικά μου κι άρχιζα να μετράω με διαφορετικό σύστημα αξιών, όπου η αμοιβαιότητα μάλιστα και η δημιουργικότητα ωχριούσαν. Ήμουν βέβαια πολύ δυνατή και τις έφερνα πίσω στο τραπέζι μονάχη κι έτσι κάπως με κοίμιζα. Κάπου πιο κάτω στην ιστορία μου, με ξαναβρίσκω για λίγο. Η τελική μου αναλαμπή κι αφήνω πίσω άνθρωπο σπουδαίο, επειδή δεν έπαιζε επιτραπέζια, κάπνιζε, έπινε ουίσκι και προσπαθούσε κυρίως να με πείσει πως στα 22 μου δεν ήμουν και «έφηβη» πια. Αδέκαστη, προχώρησα. Μετά το χάος... 
Καλώς ήρθατε στο εκπτωτικό χωριό! 
Τι; 
Δεν σκοτώνετε μυρμήγκια; Αχ φανταστικό!
Αρκεί για να γεννήσω μονάχη ένα σύμπαν. Εδώ ο άλλος με μια ελιά, ένα καράβι κι ένα αμπέλι, έφτιαξε μία Ελλάδα, εγώ θα κώλωνα; 

Υ.Υ.Υ.Γ. Καλά, για τίποτα δε μετανιώνω! Δε θα είχε το ίδιο βάρος κανένα μέλλον πιθανότατα, κανένα παρόν, αν δεν είχε παιχτεί αυτό το παρελθόν.