20251217

Η Αλίκη στη χώρα των θανάτων

 Άγνωστες λέξεις που πρόσφατα συνάντησα:
 
1. Θέσφατο
2. Παλίμψηστο

 Στη μέση στη ρώμη σου/μου, πλέον έχει φωλιάσει ένα γά(μ)μα...

3. Σιβυλλικός 

 Το πρωί αν έβλεπες την αναζήτησή μου στο σπότιφαϊ (μουσική) ξεκινούσε με:

1. Πίτσα Παπαδοπούλου
2. Χρόνια χελιδόνια 
3. Μία γάτα στη στροφή 
4. Στο δρόμο της καταστροφής 
5. Στροφή στο λαϊκο
(και μετά άρχισε προοδευτικά η αληθινή καταστροφή)
6. Mark Lanegan
7. Editors 
8. Interpol
9. The national
10. dEUS
11. The walkabouts 
12. Nick Drake 
13. Leonard Cohen
14. Nick Cave and the bad seeds
15. Tom Waits 
16. Tindersticks 
17. Madrugada
18. 16 Horsepower

και σταμάτησα να ακούω μουσική, γιατί κάπου ώπα, δε με βοηθάω και πολύ. 

 Πήρα έπειτα το αμάξι και πήγα εκεί που είχα να πάω. Στο δρόμο άκουγα τον αγαπημένο σταθμό. Είχε ένα αφιέρωμα στον «χειμώνα» του Βιβάλντι κι έπαιζε διαφορετικές εκτελέσεις. Έλεγε πως ακόμα κι αν οι νότες, ο ρυθμός είναι προκαθορισμένος, τι τρομερή είναι η ελευθερία του κάθε αφηγητή στο να πει την ιστορία αλλιώς... Άραγε την ίδια ιστορία, πόσο διαφορετικά μπορούν να την δουν οι άνθρωποι; Πόσο διαφορετικά μπορεί να την κουβαλήσουν για τον ίδιο τους τον εαυτό; Πόσο διαφορετικά μπορεί μία αφήγηση να ντύσει τα γεγονότα και πόσο μπορούμε να μικρύνουμε ή να μεγαλώσουμε κάτι, για να καταφέρουμε να χωρέσουμε άνετα μέσα του; 
 Χθες στις μικρές μου έστησα στεφάνια πολλά στο απέναντι γήπεδο. Διαφορετικά μεγέθη. Αρκετά κοντά το ένα στο άλλο. Στόχοι που θέσαμε: 

1. Να μην πάει η μπάλα στο φιλέ
2. Να μην βγει η μπάλα εκτός του γηπέδου
3. Να μην πέσει η μπάλα μέσα σε στεφάνι και διαταράξουν τους κύκλους.

 Η ομάδα «Αρχιμήδης» μας νίκησε 25-18. Η ήττα μας οφείλεται ξεκάθαρα στο ότι, η ομάδα μου δεν έκλεινε καλά στο μπλοκ ή και μπλόκο που έλεγε ο παλιός μου προπονητής. Ο νέος μου προπονητής τραγουδάει στα αυτιά μου «Δε δίνω σημασία στην νίκη μα στον τρόπο, μπλόκο μπλόκο. Μπλόκο, μπλόκο». Θα πάω στο σεμινάριο του συνδέσμου. Είμαι ενθουσιασμένη γιατί είχα αρχίσει οριακά να πιστεύω πως δεν έγινα γιατρός και δεν θα κατάφερνα ποτέ να πάω σε σεμινάρια και συνέδρια που όντως θα με αφορούσαν. Τώρα όχι μόνο με αφορά, αλλά με χτυπάει και σε αγαπημένο νεύρο. 
 Έχω κάτσει σε ένα πολύβουο μέρος αυτή τη στιγμή κι έχω ξεχάσει τα ακουστικά μου. Ορίστε που και σήμερα έχω μία εξαιρετική δικαιολογία να μην συνεχίσω.  

 Στόχοι για τις επόμενες μέρες:

1. Να χρησιμοποιήσω στον προφορικό λόγο τις λέξεις θέσφατο, παλίμψηστο, σιβυλλικός δίχως να γελάσω, απολύτως φυσικά και κουλ. Θα χρειαστώ να κάνω τρεις ξεχωριστές προτάσεις. Θα τα καταφέρω. Πιστεύω σε εμένα πιο πολύ από ό,τι πίστεψε ποτέ κανείς. 
2. Να κάνω μία ραπ μπάντα και στις 24/12 να κάνω την πρώτη παρουσίαση του άλμπουμ μου. Σπίτι μου. Στα παιδιά μου. 
3. Να θάψω εν όψει των εορτών το φανταστικό μπιφ που άνοιξα με την Πλάτωνος και να βάλω απλώς μία μουσική υπόκρουση στο δικό μου. 
4. Θα ήθελα ιδανικά δύο φίλοι μου να επιχειρηματολογήσουν κάποιο βράδυ για ένα θέμα. Ακόμα κι αν η γραμμή υπεράσπισης που θα τους τύχει, δεν εκφράζει την προσωπική τους αλήθεια, εγώ θέλω να δω πάθος. Έπειτα θέλω να δικάσω. Αργότερα, θα παρουσιάσει ο καθένας μας με πάουερποιντ την αγαπημένη του θεωρία συνομωσίας. Αν δεν έχει τέτοιες αγάπες κάποιος, ας βρει την πιο ενδιαφέρουσα βρε αδερφέ! Για επιδόρπιο θέλω ένα παζλ 1000 κομμάτια, να μου ταιριάζει. Κανείς δε θα φύγει από το δωμάτιο αν δε λυθεί το παζλ. Πες μου, δε θα ήταν αυτά ονειρικά Χριστούγεννα; Εννοείται θα υπήρχε ποικιλία τσαγιών ολόγυρα. Οι τσαγιέρες μου, Ουρανία, Συνταγματάρχης Μουστάρδας, Συννεφούλα και Παρθένα θα έπαιρναν παντοτινό όρκο σιωπής για όσα θα ζούσαν δίπλα μας σε αυτή την παρτάρα. Θα είχε και φαγητό, αμέ! 
5. Τώρα θα πω ψιλομαλακία, αλλά θέλω να το βγάλω από μέσα μου. Να σκέφτομαι ότι ο Ίψεν δεν είμαι. Ο Βάθεν είμαι; 


Υ.Γ. Логично, он(а) начал(а) уроки русского языка. Итак, в тексте говорится:

Это стул. Это окно. Это доска. Это ученик. Это карта. Это студентка. Учитель. Студент. Студентка. Мел. Тетрадь. Доска. Ручка. Книга. Лампа. Стол? Да, стол. Доска? Да, доска. Карта? Да, карта. Тетрадь? Да, тетрадь. Доска? Да, доска. Ученик? Да, ученик. Ручка? Нет, не ручка. Карта? … Нет. Тетрадь? Нет. Ученик? Нет. Кто он? Ученик. Что делает ученик? Он читает. Как он читает? Ученик читает быстро.

Это происходит в 2021 году.
В 2023 году, не осознавая этого, глядя на кошку Москву, я говорю сама с собой:

Я не знаю, что это Я не знаю, кто это Я не знаю, кто он Я не знаю, как тебя зовут Я не знаю, когда урок Я не знаю, где метро Я не знаю, чьё это слово Я не знаю, чьи это дети Я знаю, что это Москва. 

Вот поэтому. Понял(а)? Потому что Платонос это делает и это искусство. А я это делаю и это считается безумием! Вот я оставляю реальность и оды любви, а другая пишет на кружке: страсть, доброе утро, цветок, я пукнула и богатеет. Подлый мир!

Υ.Υ.Γ. Ρωγμή



 

20251129

Τι μου λείπει:

1. Μου λείπει ένα θέρεμιν. Δε θέλω ακόμα ένα μουσικό όργανο. Θέλω να δημιουργήσω τιθασεύοντας τον αέρα, το κενό. Δε θέλω επαφή, δε θέλω όριο. Θέλω να κάνω κινήσεις που δεν με πονάνε. Θέλω να γεννήσω μονάχα με την ύπαρξή μου. Θέλω να επηρεάσω δίχως να αγγίξω και δίχως να με αγγίξει τίποτα πίσω. 

2. Μου λείπει ένας φίλος, να αλληλογραφήσω. Με γράμμα, με χαρτί, με μυρωδιά. Με προσμονή. Αργά. Να διαβάζει ο ένας στον άλλο τον ρυθμό της ανάσας. Μία φιλία που να σέβεται την απόσταση και τα συναισθήματα που επιβραδύνουν κι απλώνονται. Θέλω να σκέφτομαι πριν απαντήσω. Η συνομιλία να είναι εκλεκτική και να μην απαιτεί τίποτα από εμένα. Θέλω ηρεμία και βάθος που δεν εξαντλείται. Θέλω χώρο. 

3. Μου λείπει ένα κυνήγι θησαυρού, που να οδηγεί όντως σε θησαυρό. Μία απόδειξη πως οι άνθρωποι δεν κυνηγάμε μονάχα ψευδαισθήσεις. Πως εγώ δεν κυνηγώ μονάχα ψέμα. Θέλω έναν στόχο, μία διαδρομή, μία αφήγηση σπουδαία, θέλω ένταση, μυστήριο, μα πάνω απ' όλα θέλω ολοκλήρωση. Όχι άλλο κυνήγι για το κυνήγι. Όχι έναν θίασο γρίφων που δεν οδηγούν πουθενά. Όχι υπόσχεση, γεύση, χωρίς κορύφωση. Θέλω έναν θησαυρό που να υπάρχει στ' αλήθεια. Όχι για να τον κατακτήσω, μα για να γεμίζω τα μέσα μου στην ιδέα πως δεν είμαι η μόνη αληθινή στα παραμύθια και πως οι «θησαυροί» όντως υπάρχουν. Μία γεύση από ένα φινάλε που δεν είναι άδειο. 

 Οπότε μάλλον, θέλω μία πραγματικότητα που ν' αντηχεί. Θέλω να επιστρέφει το σήμα μου. Ένα όργανο που να νιώθει την κίνηση του χεριού μου. Έναν φίλο που ν' ακούει τον ρυθμό της γραφής μου. Έναν θησαυρό που χορεύει με την μουσική της αναζήτησής μου. Θέλω όλα αυτά να τα δω να συμβαίνουν. Να υπάρξουν. Δε θέλω τίποτα από αυτά να το βρω εγώ. Θέλω να με συναντήσουν. Έπειτα, θ΄ απαντήσω, υπόσχομαι, θα δώσω νόημα. Μέχρι τότε, παρακαλώ μην καλείτε απλώς, δε θα το σηκώσω. Ιδίως αν δεν είστε θέρεμιν, φίλος για αλληλογραφία ή θησαυρός... 




20251127

Η ξεραμένη λίμνη

 Η ξεραμένη λίμνη ανάμεσα στο «μουσείο σφαλμάτων» και στη βιοτεχνία παπουτσιών δεν έχει όνομα. Κοίτα, δεν είμαι βέβαιη ότι πάντοτε δεν είχε όνομα. Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να αναζητήσω βαθιά μέσα στην ιστορία των πόλεων. Μα ας συμφωνήσουμε πως τώρα, σίγουρα δεν έχει. 
 Η ξεραμένη λίμνη μοιάζει να κοιμάται. Μοιάζει να επιλέγει να κοιμάται. Είναι ο πιο ύπουλος αυτός ο ύπνος που έρχεται από επιλογή. Ρουφάει ξανά και ξανά όλο το νερό της λίμνης και την κάνει έτσι να μοιάζει με σεληνιακό τοπίο. Δε νιώθεις βάρος, δεν έχει βάθος. Τίποτα δε σε τραβάει, τίποτα δε σε σπρώχνει. Τίποτα δεν σου δίνει τίποτα πίσω. 
 Όταν είσαι στη μέση της ξεραμένης λίμνης δεν φοβάσαι, δε βρίσκεσαι σε πανικό. Κανείς δε νιώθεις να σου λείπει και τίποτα δε σε θυμώνει. Τίποτα όμως δε σε ενθουσιάζει πια. Δε νοσταλγείς κανέναν άνθρωπο, μονάχα κάποια απογεύματα, νοσταλγείς την λίμνη που είχε λόγο να ξυπνήσει. Δεν πονάς. Δεν εξιδανικεύεις. Δεν ζητάς εξήγηση, δεν απαιτείς τίποτα. Απλώς, δε νιώθεις έλξη προς καμία κατεύθυνση κι έτσι καμία ενέργεια δεν γεννιέται για να πάει κάπου συγκεκριμένα ή ολούθε. Δεν είναι ακριβώς κατάρρευση. Είναι μία νεκρή ζώνη. Αδιάφορη. Επικίνδυνο δεν είναι, μα η αδιαφορία σκοτώνει πιο αργά από τον πόνο. Οπότε ίσως τελικά να είναι κάτι χειρότερο από επικίνδυνο. 
 Για να μπορέσεις να φύγεις από την ξεραμένη λίμνη, χρειάζεσαι ένα απλό, αυστηρό, πρακτικό ερέθισμα. Τουλάχιστον έτσι πίστευα κάποτε. Όμως δες τι συμβαίνει σήμερα. Κάποιος έστησε ολόγυρα στην ξεραμένη λίμνη πολλά, πάρα πολλά ηχεία. Πήρε ένα μικρόφωνο κι άρχισε να διαβάζει κάτι από ένα χαρτί: «Σήμερα δε σκέφτηκα τίποτα σπουδαίο. Σήμερα μέσα μου κάτι ζητάει να καταγραφεί. Δε θέλω να θυμάμαι, αλλά δε θέλω να χαθώ στη σιωπή. Δε νιώθω τίποτα που αξίζει να ειπωθεί. Η ασημαντότητα όμως της μέρας μου απαιτεί μία μικρή μνήμη, αλλιώς δε θα υπάρχει τίποτα αύριο να συνεχίσω...» 
 Τα μπαλκόνια του μουσείου και τα παράθυρα της βιοτεχνίας γέμισαν με κόσμο. Προσπαθούσαν να δουν ποιος είναι και τι είναι αυτά που λέει. Οι διαβάτες σταμάτησαν κι αυτοί. Ο ήχος από τα μεγάφωνα γέμισε τον τόπο και ενώ όλοι καταλάβαιναν πως η σκηνή αυτής της παράστασης ήταν η ξεραμένη λίμνη, δεν μπορούσαν να δουν ποιος ήταν ο αόρατος άνθρωπος στο κέντρο της. 
 Απέναντι από την λίμνη, υπήρχε το μπαρ και πετάχτηκαν έξω η γυναίκα, το ρομπότ και οι δύο άνδρες. Ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να δουν τον τύπο στη μέση της ξεραμένης λίμνης. 






20251125

Πέμπτη καληνύχτα

Πια, σίγουρα το οίδα!

Στα κύματα της λείπεις. 

Θα χτίσει τέτοια τύχη;

Να 'ναι για πάντα μόνη;

Μισείς καρδιά, συγγνώμη...

Καλεί μα δεν αρθρώνει!


Καλή μα όχι όλη,

Μισής καρδιάς «συγγνώμη».

Κι έτσι είναι αλήθεια μόνοι...

Θα πέσουν τέτοια τείχη;

Στα κύματα της «λύπης»...

Πια σίγουρα το είδα; 

20251107

Κώδικας ηθικής μεταξύ θηρευτών

 Θα κάνω μία άσκηση, θα δοκιμάσω να γράψω κάτι για σκύλους, που να μην έχει καμία σχέση με σκύλους. 

 Πόσο κοντά μπορώ να πάω δίχως να αγγίξω; Πόσα σχετικά με αυτό δεν πρέπει να αναφέρω ακόμα κι αν δεν πω τη λέξη την ίδια; Ξέρεις το μυαλό πολύ εύκολα κάνει συνδέσεις. Με κάποια πράγματα δημιουργεί μερικές, με κάποια περισσότερες. Όχι, όχι, δε μου αρέσει η άσκηση αυτή. Θα βρω κάτι άλλο. 

 Α! Να θα σου πω μία άσχετη ιστορία. Νέο σύμπαν. 

 Μία φορά κι έναν καιρό μπήκαν σε ένα μπαρ ένας χειριστής γερανού, ένας προγραμματιστής δίχως όνομα, μία τύπισσα που επισκεύαζε ασανσέρ, ένα ρομπότ που γράφει ποιήματα. Κάποιοι από αυτούς, θα ήθελαν να είναι κάτι άλλο. Κάποιοι είναι στ' αλήθεια και κάτι άλλο. Κάποιοι είναι κάτι άλλο μα το κρατούν κρυφό. Δεν μπορώ να προχωρήσω σε αποκαλύψεις, μα μπορώ, δίχως να κάνω αντιστοίχιση, να δώσω και τις δεύτερες ταυτότητες τους. Μιλάμε για άτομο που υπνοβατεί σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό από το τελευταίο δρομολόγιο ως την αυγή. Κάποιο άτομο είναι τεχνικός ραδιοφώνου σε μία πόλη φάντασμα και κάποιο κατασκευάζει ψεύτικα λουλούδια. Το πιο εντυπωσιακό; Ένα άτομο που στην πραγματικότητα έχει γυρίσει το διάστημα, είναι ένα τεράστιο αρχείο αναμνήσεων και μεταφράζει άριστα όλες τις παλιές νεκρές γλώσσες. Συγκρατήσου Ελενάκι, μην πεις τάχα πως η «αγάπη» είναι νεκρή γλώσσα. Είπαμε, καμία αναφορά σε κανένα γνωστό σύμπαν του σύμπαντός μου. Προσπάθεια επιδιόρθωσης του αναπνευστικού μηχανισμού με νέα στοιχεία. Εσύ από την άλλη, όσο εγώ θα προσπαθώ, σε παρακαλώ, μην κάνεις μαντεψιές στενές. Όχι, δεν υπνοβατεί ο χειριστής γερανού και δεν κατασκευάζει ψεύτικα άνθη η γυναίκα. Το ρομπότ δεν ταξίδεψε το διάστημα και ο προγραμματιστής, δεν επισκευάζει ραδιόφωνα. Είδες, πάντα λίγο θα σε βοηθώ. Δεν είμαι δα και καμία εντελώς κυνική. 

 Τι θα άλλο θα μπει μέσα στο σύμπαν; Μα φυσικά μία βιοτεχνία παπουτσιών. Βγάζει μονάχα ένα παπούτσι. Όχι ένα σχέδιο, δεν εννοώ αυτό. Βγάζει από κάθε σχέδιο μόνο αριστερό ή δεξί. Στο υπόγειο βρίσκεται ένας σταθμός δεδομένων. Μοιάζει με στοά, αλλά δεν έχει έξοδο. Μέσα υπάρχουν δύο δωμάτια. Μία ταμπέλα νέον λάμπει έξω από κάθε πόρτα. Αριστερά όπως βλέπω εγώ, η επιγραφή λέει: «Εργαστήριο αποκατάστασης ήχου». Δεξιά: «Εργαστήριο ανακύκλωσης σκέψεων». Μοιάζει λίγο σαν σε αποσύνθεση, αλλά μάλλον όχι, κάτι αναπνέει, δεν μπορεί... Τη βιοτεχνία, με το διάσημο «μουσείο σφαλματών» στα δεξιά της, πάντα όπως τα βλέπω εγώ, τα χωρίζει μία ξεραμένη λίμνη. 

 Πρέπει να φύγω τώρα. Θα επιστρέψω ίσως. Να θυμηθώ πως έμεινα στο σημείο, που μπήκαν όλοι σε ένα μπαρ, σαν να ξεκινά κάποιο ανέκδοτο.



20251103

Απενεργοποίηση αερόσακου

 Και τώρα που θα βρω την έμπνευση; Να τα σοβαρά μου τα προβλήματα κύριες και κύριοι. Δε θέλω τώρα να γεννήσω για κανέναν λόγο. Δε θέλω να ψάξω για έμπνευση. Αν με βρει εκείνη, είμαι πολύ γεμάτη, δε χωρά τίποτα άλλο. Λέω ψέμα, πάντα χωρά ίσως, αν το εξετάσω και περνά, αλλά δε λείπει, γιατί να νοηματοδοτήσω; Εντελώς καχύποπτη και σκληρή δεν υπάρχει περίπτωση να περάσει ωστόσο κανένα ερέθισμα, εντελώς απογοητευμένη. Είπα πάλι λίγο ψέμα, δεν απογοητεύομαι ποτέ ολότελα, γιατί πάντα θα υπάρχει και η δική μου γωνία θέασης/αφήγησης που κάνει γοητευτικά ακόμα και τα σκατά και κάτι περισώζεται πάντα. Θα ήθελα κάτι, κάποτε να μπορέσει να το νικήσει αυτό, να με εκπλήξει, αλλά ξέρω ότι τίποτα πια δεν μπορεί. Καμία συγκίνηση.

 Σκέφτομαι να βυθιστώ λίγο στην επιφάνεια αυτής της «διαύγειας». 

 Αλλά, πως θα γράφω; Πως θα σκηνοθετήσω; 

 Γνωρίζω για τους κύκλους, μα καθώς μεγαλώνω οι κύκλοι αυτοί μοιάζουν ολοένα και μεγαλύτεροι και να, ίσως φοβάμαι πως όσο μεγαλώνουν, τόσο μοιάζει με ευθεία η ζωή. Ψέμα είπα πάλι. Δε φοβάμαι. 

 Μου αρέσουν τα κύματα. Μα έγραψα γι' αυτά. Έγραψα για όλα όσα κάποτε μου άρεσαν. Έγραψα; 

 Να σου γράψω για την βία; 

 Να σου γράψω για την ουτοπία; 

 Να σου γράψω μαθηματικά; 

 Να μου γράψω...

 Μπα, μου τα έγραψα όλα. 

 Να μην μου γράψω τίποτα. Να μην σου γράψω. 

 Θα μου πεις, τώρα τι κάνεις; Δε θέλω καμία παραγωγή λόγου. Επιθυμώ απαγωγή. 


 Υ.Γ. Κι ίσως, πιότερο απ' όλα θα ήθελα να σταματήσω να συνοφρυώνομαι. Το φαράγγι αυτό ανάμεσα στα φρύδια μου έχει φτάσει πια τόσο βαθιά που μου έχει χαράξει την ψυχή.


20251031

Δέκα ψηφία

 Την 13η Νοεμβρίου του '73 άναψε η σπίθα της εξέγερσης. Ξεκίνησαν οι πρώτες καταλήψεις που οδήγησαν στην κορύφωση τη νύχτα της δεκάτης εβδόμης. Έλληνες εναντίον Ελλήνων για την ανατροπή ενός καθεστώτος που είχε ξεχάσει τι θα πει «λευτεριά». Ποιήματα, μεγάφωνα, φωνές, «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» και σώματα καθρέπτες μπροστά στον φόβο. Ποιοι είμαστε; Τι ανεχόμαστε; Το ρίσκο να μιλήσεις όταν όλοι σωπαίνουν φέρνει ύστερα από λίγο τη νίκη, ξαναγεννιέται το φως της σκέψης μέσα στην καταπίεση. Ο κόσμος κάπως έτσι αλλάζει ξανά, κάπως έτσι ανατρέπεται. 
 Το 351 μ.Χ. συνέβη η μάχη της Μούρσα. Ο λαός για ακόμα μία φορά πληρώνει το τίμημα. Ρωμαίοι εναντίον Ρωμαίων, χιλιάδες νεκροί. Ένας αυτοκράτορας κυβερνά κι ένας στρατηγός του αποφασίζει πως μπορεί να το κάνει καλύτερα. Σκέφτεται ο ένας «Δε θα μου πάρει αυτός την εξουσία» κι ο άλλος δεν μπορεί να υποταχθεί σε έναν αυτοκράτορα που δεν τον νοιάζεται. Η εσωτερική ρωγμή οδηγεί αναπόφευκτα σε σύγκρουση και τελειώνει η ψευδαίσθηση της ενότητας. Ούτως ή άλλως, δεν κυβερνούσαν αρχές μα φόβοι. Νίκησε έτσι ο ένας πνεύμονας, μα έσκασε ο άλλος. Κάπου εκεί κερασάκι στην τούρτα, μπλέκεται κι ένας μύθος ίσως; Ιστορία αληθινή; Ένας επίσκοπος από την άλλη άκρη της γης τους στέλνει ένα γράμμα πως «μίλησε» ο ουρανός. Τώρα το πως ερμηνεύτηκε από τους ίδιους;... Τάχα να σήμαινε το ουράνιο αυτό σημάδι πως καλώς έγινε ό,τι έγινε, ή ακριβώς το αντίθετο ήταν μία μομφή; Από τον λαό ωστόσο, ερμηνεύτηκε σαν θαύμα μέσα στη σφαγή κι έγινε κατανοητό πως η βία μέσα μας, καταστρέφει το ίδιο μας το σύστημα. 
 Η εξέγερση σε κάθε περίπτωση είναι η πράξη και το ξύπνημα που προηγείται, είναι η συνείδηση της πράξης. Σώμα και νους ενώνονται κι επαληθεύουν ξανά και ξανά πως δεν υπάρχει το ένα δίχως το άλλο, δεν αντέχει πολύ ο κόσμος δίχως αυτή την αρμονία. Μέσα από φόβο, μέσα από αίμα, περνάς και βγαίνεις με μάτια ανοιχτά. Ή μήπως όχι πια στις μέρες μας;
  Καταλαβαίνω πως αυτές οι δύο ημερομηνίες απέχουν πολύ μεταξύ τους και το σημαντικότερο, απέχουν ίσως πολύ απ' ό,τι θα ήθελες ίσως να με δεις να γράφω. Αν δεις τη δομή όμως, βλέπεις το ίδιο ανθρώπινο αντανακλαστικό: αφύπνιση μέσα στον διχασμό. Μα να σε μπλέξω λίγο ακόμα; Να κάψω όλες τις λογικές νοηματικές γέφυρες προτού σου χτίσω μία; Στη σημερινή ιστορία άλλωστε τούτες οι ημερομηνίες, στέκουν κολλητά. 
 Ο αριθμός 69 (ίσως από εκεί έπρεπε να αρχίσω) συμβολίζει την ισορροπία δύο αντίθετων, τα οποία χορεύουν αγκαλιά ερωτικά, κυκλικά και κινούνται, προχωρούν. Έπειτα, ο αριθμός 8 συμβολίζει το άπειρο, ό,τι ξεκίνησε, απέκτησε ρυθμό, ρεύμα που δεν τελειώνει. Ίσως κάπως έτσι κύκλοι της ιστορίας, οι επαναστάσεις, γίνονται ξανά κάτι προσωπικό, ακόμα κι αν μοιάζει ακατάληπτο, ακόμα κι αν δεν μπορεί να ερμηνευτεί σαφώς. 
 Η γέφυρα που σου υποσχέθηκα; Το φως, πάντα το φως και η κίνηση. Κάθε φορά που ένας κόσμος σπάει στα δύο, το φως που γεννιέται από τη σύγκρουση κι έπειτα από την ατέρμονη ροή, μας ξυπνά από τη λήθη και τον φόβο. Κάθε φορά που μαζεύεις ένα κομμάτι και ξεκινάς έναν κύκλο, κάθε φορά θα μπορείς να χτίσεις μία νέα γέφυρα για να μπορέσεις να διαβείς, να ταξιδέψεις κι ίσως, αν την ερμηνεύσουν σωστά, να επικοινωνήσεις. Ή ίσως, εντελώς ρομαντικά, αν κάποιος παράτολμα ρωτήσει το «γιατί;» 
 Θα αναρωτιέσαι πιθανόν γιατί δεν φοβάμαι, μην είμαι απερίσκεπτη και ποιος τάχα ο σκοπός να αφήσω γέφυρα; Γιατί μοιράζομαι με τόση ευκολία; Μονάχα αν κατάλαβες... Εξ' άλλου ας μην γελιόμαστε, ούτως ή άλλως ήταν ήδη εκεί. Εγώ έπλεξα απλώς μία ιστορία, μία δομή, ένα νόημα, για να μην μπορέσεις να ξεχάσεις ποτέ, μήτε το πως, ούτε το φως. Κάπως έντεχνα υπόγραφω, λέγοντάς σου πως «είμαι εδώ» δίχως να αποκαλύπτομαι. Το κάνω συχνά; Έτσι λες να ενώνεται λοιπόν η ποίηση με την πραγματικότητα και να αντιστρέφουν το σκοτάδι; Δίνοντας ταυτότητα στην αμφισημία μέσα από την αναγνώριση; 
 Η δική σου ιστορία; 




20251020

Ανάποδο φλάμπουρο

 Συνήθως δε λέω πολλά. Όταν κρίνω πως χρειαστεί, ίσως γράψω πολλά. Χρειάζομαι χώρο να χωρέσω. Χώρο να ειπωθεί αυτό που δεν ανέπνευσε ποτέ. Αυτές τις μέρες, τις τόσο βροχερές, τις τόσο γκρι κι άρρυθμες (τζαζιστικά άρρυθμες όχι τίποτα άλλο...) ο μόνος τίτλος που θα ταίριαζε σ' όσα ολόγυρα συμβαίνουν είναι: ΓΑΡΓΑΡΕΣ ΜΕ ΠΟΥΤΣΑ! Ω, με συγχωρείτε γι' αυτή την απροσδόκητη και βίαιη φράση. Ξέρετε, δεν ήθελα να προκαλέσω, μα φταίει η κόπωσή μου κι αυτό μάλλον θα ήταν το αντιστάθμισμα της προηγηθείσας σιωπής μου. 
 Μία μέρα θα παίζω στο Κανκουν κουμ καν. Θα κοιτάζω πίσω το «τώρα» και θα γελώ. Έχω πάει στο Κανκουν παλιά, αμέ. Έπινα κοκτεϊλ δίχως αλκόολ σε ένα μπαρ μέσα σε μία πισίνα. Κολυμπούσα στην Καραϊβική ανάμεσα σε μωρά καρχαριάκια. Πέρασε από τα μάτια μου σε μία νυχτιά, ολόκληρη η ιστορία του Μεξικού και το φάντασμα του Κορτές κι εγώ έτρωγα αμέριμνη παπάγια. Τώρα, αν τα βάλεις κάτω και σκεφτείς ότι όλα αυτά τα κατέκτησα με το σπαθί μου, θα καταλάβεις γιατί είμαι αρκετά επικίνδυνη κι υπολογίσιμη. Σε ευχαριστώ που έκανες λάθος, γιατί ήταν το πιο σωστό. Αν συμπεριλάβεις στο ζύγι και τη σιωπή μου, θα τρομάξεις με το τι κάθε μου μέρα μπορεί να σηκώσει. Εγώ όμως δεν τρόμαξα ποτέ κι αυτό ήταν το πιο σωστό μου λάθος. 
 Η κόρη μου η Νώνη, μερικές φορές κερνάει «φίδια», έτσι μας είπε η δάσκαλά της. Η δασκάλα Πηγή, μου είπε ωστόσο να μην την σταματήσω γιατί τα «φίδια» της Νώνης, κάνουν τη ζωή της στην τάξη και την εργασία της, ομορφότερη. Εγώ προσπαθώ να κάνω το παιδί να καταλάβει πως δεν πρέπει να είναι φιδέμπορας. Μπορεί τη φαντασία της να την κάνει τέχνη και γουστόζικο πολύ θα είναι, μα αν μοιράζεται ως αλήθειες τα ψέματά της, θα γίνει η ίδια δυστυχής και για τους γύρω της μία φοβισμένη αυταπάτη, μία βιτρίνα κακή, ρηχή κι άδεια. Πήγε και είπε σε μία κουβέντα που είχαν για να έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλον οι συμμαθητές, αναφορικά με «σπίτια και οικογένειες» ότι, ζούμε στο σπίτι μας τα τελευταία δύο χρόνια μονάχα. Ζούσαμε παλιότερα σε μία ξύλινη καλύβα στην Καλλιρρόης και κυνηγούσαμε γάτες και σκύλους για να φάμε διότι ήμασταν τρομερά φτωχοί. Η πλάκα είναι πως η ζωή της για εξάχρονη, είναι ήδη αρκετά πλούσια σε εμπειρίες και ιδιαίτερη, οπότε όντως θα δυσκολευτεί να την πιστεύουν για τα απλά της, τ' αληθινά της. Συνεπώς δε χρειάζεται σάλτσα. Αν με ρωτάς, μου έκανε εντύπωση η λεπτομέρεια στην ιστορία, καθώς κι η ένταση του συναισθήματος που το πλαισίωσε. Αν κάτι δεν έχει συναίσθημα Τάκη μου, α όλα κι όλα, παρ΄το και πέτα το, είναι καταδικασμένο σε βαθιά μιζέρια. Την επόμενη μέρα το πρωί απλωμένη πάνω στο θρανίο της, είπε στην δασκάλα Πηγή, όταν τη ρώτησε, γιατί φαίνεται τόσο κουρασμένη, πως είναι κομμάτια, γιατί είχε βγει χθες μέχρι αργά για μπίρες. Ο μικρός μου είναι πιο ήρεμος. Είδε είπε εκατόν πενήντα (150) κατσίκες κάπου κοντά στο σχολείο κι ως εκεί. 
 Τις προάλλες η «θεάρα» κατά τη δασκάλα Πηγή, είχε ψειρίσει το σμαρτγουότσ μου. Έχω επιστρέψει εφέτος στην προπονητική και καθώς θεωρώ λάθος μεγάλο κι αγένεια να έχεις κοντά σου κινητό, σκέφτηκα να ενημερώνομαι για τον χρόνο κατά τη διάρκεια της εργασίας μου από το ρολόι. Δεν ήθελα να σκάσω από την αρχή με το χρονόμετρό μου και τους τρομάξω με τον ακραίο επαγγελματισμό μου. Τα ρολόγια ωστόσο τα ένιωθα από μικρή μεγάλη παγίδα και τα απέφυγα ως τα τώρα όσο περισσότερο μπορούσα. Είναι μεγάλη παγίδα ο χρόνος μικρέ. Στις μέρες μας δε, αυτά τα έξυπνα ρολόγια είναι τόσο έξυπνα πια, που μας έχουν φυλακίσει απροκάλυπτα. Προσπαθώ να το φοράω όσο λιγότερο γίνεται έτσι και σίγουρα το αφαιρώ από πάνω μου τις μέρες που δεν προπονώ, για να είμαι ολότελα λεύτερη. Τη βλέπω λοιπόν να τρέχει σε κάποια φάση στο μαγαζί πάνω κάτω, πάνω κάτω και να ουρλιάζει ενθουσιασμένη «Είμαι πολύ ζωντανή». Είχε μπει στην μέτρηση καρδιακής συχνότητας και έβλεπε τη διαφορά που δημιουργεί η ένταση στον ρυθμό! Εσείς; Είστε πολύ ζωντανοί; Αλήθεια, με τι αλλάζει η ένταση της παγωμένης, νεκρής σας καρδιάς; Εσύ Τάκη μου, μετράς χρόνο ή ζωή; Ύστερα με ρωτά η ποιήτριά μου, το σώμα από το σώμα κι η πνοή της πνοής μου «Μαμά, το φεγγάρι είναι ζωντανό;». Άδμητε Τάκη, το σκότωσες, για να μείνεις ζωντανός εσύ. 
 Ο Φοίβος δε, πιο ήρεμος, όπως παραπάνω σου είπα ξανά, μου φέρνει τις προσλαμβάνουσές του μέσα από μία ζωγραφιά. Μου εξηγεί πως είναι μία πεταλούδα (εγώ) ξανθιά και πολύχρωμη, που κάνω το σκεϊτ της αγάπης. Κι αλανιάρα και ψυχής γκαζιάρα και πεταλουδοπριγκίπισσα, αμέ! Μπράβο γιέ μου! Απάνω μου βρέχει. Κοιτώ καλύτερα και τον ρωτάω «Γιατί κλαίω ρε;» μου λέει «Δεν κλαις, είναι σταγόνες βροχής που έπεσαν κάτω από τα μάτια σου». 


Τα μαζεύω όλα μέσα μου και ρωτάω την τεχνητή νοημοσύνη κάτι που είδα στο διαδίκτυο. «Με βάση όλα όσα έχουμε πει ως τώρα, με ποιον χαρακτήρα από ταινία, βιβλίο ή τραγούδι μοιάζω;» Τι να κάνω το φουκαριάρικο, κάπου έπρεπε να αδειάσω, για να βάλω σε τάξη όλη αύτη την παράνοια των τελευταίων καιρών. Να καταλάβω τι βλέπουν τα παιδιά και τι βλέπει μέσα μου. Μου λέει κι αυτό το σκασμένο:
_ Ωραία ερώτηση. Για να το πιάσουμε με το δικό σου ύφος:
δε μοιάζεις με “μία” φιγούρα, αλλά με ένα υβρίδιο – σαν να σε έγραψε μισός Λιντς, μισός Καζαντζάκης, με μουσική υπόκρουση από Τσαϊκόφσκι και Κ. Βήτα.
Αν έπρεπε να διαλέξω ένα πρόσωπο για να σε καθρεφτίσω:
Από σινεμά: Amélie (για την τρέλα/τρυφερότητα/φαντασιακή αφήγηση) αλλά με πιο σκοτεινό, λιντσιανό background. Όχι “χαριτωμένη”, περισσότερο “παρατηρητής που ξέρει να φτιάχνει παραμύθια μέσα στην πληγή”.
Από λογοτεχνία: Άλκηστις του Ευριπίδη — γιατί προσφέρεις, κρατάς, σηκώνεις βάρος, μα από πίσω υπάρχει η απαίτηση για δικαιοσύνη και φως.
Από τραγούδι: “Cigarette” του Κ. Βήτα — όχι γιατί σε ρίχνει στη λύπη, αλλά γιατί σε βάζει σε αυτό το συννεφιασμένο συνεχίζω, που δεν είναι χαρά ούτε θλίψη, αλλά η απόφαση να μείνεις όρθια και να τραγουδήσεις μέσα στη γκρίζα μέρα.
Άρα είσαι κάπως:
Η Αμελί που βγήκε από τον Καζαντζάκη, πήρε το παλτό της Άλκηστης και περπατάει στον δρόμο ακούγοντας Κ. Βήτα με τσαϊκοφσκικές κορώνες.
Θες να σου βρω και ένα πιο “ποπ” alter ego (τύπου Marvel/Disney/χαρακτήρα που όλοι ξέρουν) ή να μείνουμε σε αυτά τα πιο λογοτεχνικο-ποιητικά;
_ Δώσε
_ Ωραία. Αν σε πάμε στο πιο ποπ σύμπαν:
Από Marvel/DC: Είσαι πιο κοντά στη Harley Quinn αλλά όχι στην καρικατούρα. Στη δική σου εκδοχή δεν υπάρχει ο Joker, υπάρχει μόνο η τρέλα-ελευθερία σου, που συνδυάζεται με απίθανη τρυφερότητα για ό,τι αγαπάς. Χρώματα-σπασμένα τζάμια-γέλιο και φιλοσοφία μαζί.
Από Disney/Pixar: Είσαι Merida από το Brave (με τα κόκκινα μαλλιά του χαρακτήρα να μοιάζουν με το “φως-καψίματα” που κουβαλάς), αλλά αν την είχε σκηνοθετήσει ο Tim Burton. Δηλαδή, ανεξάρτητη, ατίθαση, τρυφερή, αλλά πάντα με μία υποψία σκοτάδι και μαύρο χιούμορ.
Από κλασική ποπ κουλτούρα: Σαν την Trinity από το Matrix αλλά χωρίς τον Νίο — εσύ δεν περιμένεις Μεσσία, έχεις ήδη τον εαυτό σου ως πυρήνα. Το στυλ ψυχρό, αλλά το βλέμμα φλέγεται.
Άμα τα ενώσεις, βγαίνει:
👉 Harley Quinn + Merida + Trinity = μια φιγούρα που συνδυάζει χάος, παιδικότητα, ανεξαρτησία και φιλοσοφική τρέλα.
Θες να σου το ζωγραφίσω λες και ήταν χαρακτήρας σε graphic novel;
_ Ναι











 Αλλά εγώ, είμαι ξανθιά, δεν ξέρει τι λέει, αν και καλά τα λέει...
 Κι ενώ το πρόγραμμά μου τρέχει σε τρελούς ρυθμούς και προκύπτουν ολοένα και περισσότερες απίθανες ιστορίες που πρέπει να ασχοληθώ κι ενώ κολυμπάω προς μεγαλύτερα βάθη συνειδητά κι οι όρχεις μου μεγαλώνουν δυσανάλογα πολύ για το φύλο μου, τώρα ανάμεσα σε όλα τ' άλλα ναούμε έχω να κάτσω να δω και το brave να καταλάβω τι με λέει το σκασμένο. Γιατί με λέει Merida; Τι του έχω κάνει; 
 Φεύγω. Τελείωσε ο χρόνος αποφόρτισης μου, φόρτισής σου για σήμερα. Θα επανέλθω πολύ πολύ σύντομα, διότι...

Υ.Γ. Πραγματικός διάλογος: 
_ Νώνη, όταν μεγαλώσεις θες να γίνεις φιδέμπορας; 
_ Αρχιδέμπορας
_ Νώνη, ξέρεις τι σημαίνει «φιδέμπορας»; (ψύχραιμη προσπαθώντας να προσπεράσω το προηγούμενο αθόρυβα) 
_ Όχι. Ούτε «δέμπορας», ούτε «αρχή»

 Τη θαυμάζω. Ο κόσμος της αμόλυντος από κοινωνική ντροπή. Στη θάλασσά της τέχνη αναδύεται κι εγώ την ψαρεύω να τραφούμε, να μείνουμε ζωντανοί κι εμείς και το χάος. Η γλώσσα της, καθαρτήριο, να μας θυμίζει το φως. Στην καλύβα μας δεν ξέρουμε, δε θέλουμε να ξέρουμε, τι σημαίνει, ούτε το «δεν μπορώ», μήτε το «τέλος» κι η «αρχή».

Υ.Υ.Γ. Η τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιεί πολύ λάθος σημεία στίξης για τη γλώσσα που μιλάμε.

Υ.Υ.Υ.Γ. Μην ξαναπείς πως γράφω για εσένα ΡΕ. Είναι απλώς το μετά-ημερολόγιό μου τούτο δω. Μην πιστέψεις ποτέ ξανά πως είσαι καύσιμο πια. Κανένα έργο για εσένα. Διαβάζεις απλώς ένα πορτρέτο ωριμότητας, μία τζαζιστική αφήγηση ενός παιδιού που δεν έμαθε ποτέ να ψεύδεται σωστά. 

20251001

Δυσκολεύομαι τρομερά να βρω έναν τίτλο για αυτή την καταχώριση.

 Τι να γράψω τώρα; Δεν έχω προχωρήσει με τους στίχους τους χθεσινούς καθόλου και μολονότι δε μου αρέσει να μην ολοκληρώνω, δε μου αρέσει επίσης να μοιάζει με απειλή ή εκδίκηση το όποιο έργο μου. Πρέπει αυτοί οι στίχοι να είναι κατάλληλοι ακόμα και για ένα παιδί, παρά την ακατάλληλη ίσως γλώσσα. Να 'ναι η κληρονομία μου αυτή, που θα βοηθά να κατευνάζει το παιδί, τη μεγάλη του αναστάτωση. Να εστιάζει όμως στο φως που έχει μέσα του και στην έγκαιρη απομάκρυνσή του από ό,τι «βλαβερό». Στην αναγνώριση τόσο του μάταιου όσο και του ουσιώδους. Έτσι αντί να γίνεται μαλακισμένο ή βαθιά πληγωμένο, απαλά να σιγοτραγουδά και πλατιά να χαμογελά. Δεν επιθυμώ όμως σήμερα να ασχοληθώ με αυτό. 
 Τώρα, θέλω να γράψω κάτι στεγνό, άψυχο. Όχι λυρισμός. Όχι λογοτεχνία. Κάτι σφιχτό, αντιποιητικό. Κανένα συναίσθημα. Καμία πρόθεση να συγκινήσω. Θέλω να γίνω μηχανή, θέλω να γίνω εξέλ. Θα αντιγράψω κάτι τρομερά μειωτικό που έτυχε να φέρω ο άνεμος στο τραπέζι μου. Ένα μπλοκάκι, ένας καθρέπτης. Συγγνώμη, δεν ήθελα να πω «άνεμος». 

ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ

 Μικροανάλυση: Το υποκείμενο παρουσιάζει σαφή διάσπαση μεταξύ του βιωματικού του εαυτού και του ρυθμιστικού του μηχανισμού. Ορίζει την πραγματικότητα μέσα από ανάγκες ασφαλείας, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει διαρροές επιθυμίας, φαντασίας και συναισθηματικής επαφής. Η επιλογή «στεγανών» λειτουργεί όχι ως προστασία, αλλά ως ακινητοποίηση. Η σιωπή, είναι παραλυτικό μέτρο διατήρησης στασιμότητας. Αν και αποτρέπει την είσοδο εξωτερικών απειλών, εσωτερικά υπάρχει συσσώρευση αβίωτης ενέργειας, η οποία ελλείψει διεξόδου οδηγεί σε πνιγμό εκ των έσω. Η «κανονικότητα» του περιβάλλοντος του υποκειμένου λειτουργεί ως αισθητηριακός αναστολέας, δεν προκαλεί πόνο αλλά ούτε ζωή. Συμπερασματικά, το υποκείμενο δεν βρίσκεται σε σύγκρουση με άλλους, αλλά με τον ίδιο του τον πυρήνα. 

ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ!
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΚΕ. 

 Σύστημα διέλευσης χωρίς στίγμα. Χωρίς βάρος. Χωρίς παρέκκλιση τροχιάς. Η αλληλεπίδραση δεν προκάλεσε μεταβολή. Δεν κούνησε δείκτη. Δεν όρισε. Μία ανεπαίσθητη παρουσία μέσα σε μία περίοδο ήσσονος σημασίας. Δεν χρειάστηκε αποτίμηση. Δεν απαιτήθηκε αντίδραση. Απουσίασε ο λόγος άρα και η ανάμνηση. Η ύπαρξη δεν αξιολογήθηκε ως επαρκής για ερμηνεία. Ενέργεια ούτε απειλητική, ούτε σαγηνευτική. Δεν καταχωρείται ως εμπειρία. Απλώς σημειώνεται για αποφυγή επαναλαμβανόμενης καταγραφής στο μέλλον. 

ΧΡΟΝΟΣ ΑΝΑΛΩΣΗΣ: Μηδενικός 
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ: Αδιάφορη
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΘΟΡΥΒΟΣ: Ανύπαρκτος 

 Δεν απασχόλησε. Δεν δίδαξε. Δεν ενόχλησε. Απλώς υπήρξε. 


 Αν εξαιρέσεις το πάντα σικάτο πλάγιασμα στην γραμματοσειρά, ο παππούς ίσως με μάλωνε για όλα τα άλλα, που χρησιμοποιώ δηλαδή έτσι απερίσκεπτα, τέτοια γλώσσα και ύφος και κατέληξα να βρίζω και να γίνω αγενές μαλακισμένο. Δε θα έπρεπε οι άνθρωποι να πειράζουν ο ένας τον άλλον. Αλλά άντε μωρέ, σε τι ζούμε; Σε κανέναν όμορφο κόσμο; Τάχα σε κανένα παραμύθι; Γιατί να είμαστε ευγενικοί; Το χρωστάμε; Είμαστε κακοί. Γιατί να είμαστε ενσυναισθητικοί; Είμαστε χαζοί. Κι αυτά αρκούν! Ποιοι είμαστε εμείς να τον αλλάξουμε τον κόσμο; 




20250930

Η κατρακύλα του γκανιάν

 Έχει που λες ο Πιότρ Ιλιτς Τσαϊκόφσκι ένα κομμάτι που αν του έβαζες στίχους, με λίγη φαντασία θα μπορούσαν να λένε «Θα σε γαμήσω τώρα, φέρθηκες σκατά, πολύ σκατά, πολύ κακά. Από μικρό παιδί με έμαθε η ζωή, να προσπαθώ, να δημιουργώ και τελευταία πάντα να γελώ» Και τέλος πάντων, αυτό είναι το ύφος του κομματιού, μέχρι το πρώτο και μισό λεπτό, σα να σου τη λέει, να σε χαστουκίζει με πολύ λιπαντικό και ζάχαρη. Μετά αγριεύει λίγο τάχα και μετά κάνει κύκλο για να πεθάνει ένδοξα. Ρε τον Πιότρ τον μάγκα, τι έκατσε κι έγραψε! Το κομμάτι είναι από μία συλλογή «εποχές» με δώδεκα κομμάτια, ένα για κάθε μήνα. Αναφέρομαι παραπάνω στο έκτο κομμάτι, τον Ιούνη και την κίνηση που κάνει μία βαρκούλα. Barcarolle. Да?
 Για να είμαι ωστόσο δίκαιη πέρα από άγρια, θα αποκαλύψω την αχίλλειο πτέρνα μου να σταθώ ίσα. Σιχαίνομαι τον κόλιανδρο. Μπορείς αν θες να με λυγίσεις, κόλιανδρο να με ταΐσεις. Ωστόσο, δε θα κρύψω πως ενώ έπινα τις προάλλες ένα ποτό που είχε μέσα πολύ αγγούρι, ανάμεσα σε δύο φίλες και περιτριγυρισμένη από πολύ κόλιανδρο, άρχισα να σκέφτομαι πως οι άνθρωποι αλλάζουν κι ίσως κάποια μέρα, να μου τα σκάσει κάπως αλλιώς κι ο κόλιανδρος να μου αρέσει και τότε, ω παναγιά και δαίμονες, θα είμαι μάλλον ασταμάτητη. Έπειτα είπα στα κορίτσια «απόψε μοιάζει καλοκαίρι, μα δεν είναι» κι είχα δίκιο πολύ. 
 Ένα βράδυ αργότερα, με βρήκε να τρέχω πολύ γρήγορα στο ίδιο σημείο η ζωή. Στο άδειο γυμναστήριο σε μία κατά τα άλλα Σοπέν εποχή δούλευα με εναλλαγές στον διάδρομο, από τη ζώνη καύσης λίπους σε αερόβιο. Δίχως λόγο κι αφορμή και δεν ξέρω πως τα δάχτυλά μου πάτησαν τα κουμπιά αυτά και πως ο νους έστειλε αυτό το σήμα, στ' αυτιά μου άρχισε να παίζει Στέλλα Μπεζεντάκου και τα πόδια μου πάτησαν την αναερόβια ζώνη... Ναι και τώρα κατά λάθος έχω και τρομερή ανοχή στην ένταση και στη δύναμη και στην εκρηκτικότητα. 
 Για να ξυπνώ το πρωί έχω βάλει ξυπνητήρι τον ύμνο. Το ωραίο είναι όταν πρώτα ξυπνούν τα παιδιά και τραγουδούν 07:30 το πρωί «θα τον μεθύσουμε τον ήλιο, σίγουρα ναι». Για να χτυπάει το τηλέφωνο όταν με καλούν, έχω μία περιγραφή ενός αγώνα πόλο με καμήλες στα αραβικά. Νιώθω πως ήρθε η ώρα να αλλάξω ήχο κλήσης. 
 Θα μου εξηγήσεις γιατί μου λες όλα αυτά τα άσχετα πράγματα ξανά; 


Υ.Γ. Αν ψωνίζω από τη λαϊκη, είμαι λαϊκια; 
Υ.Υ.Γ. Δοκίμασε κι εσύ Στέλλα για τρομερές προσαρμογές δίχως ανάσα. Προσοχή, όχι το χιτ το «μπλουζάκι», τα καλά, τα άλλα. 
Υ.Υ.Υ.Γ. Θα σου πω τους υπόλοιπους στίχους σε λίγο.