θα φτιάξω ένα μπλογκ. που; ΤΣΑ!
20250127
Η κοπάνα
20250112
Ελέησον και σώσον ημάς
Ξέρεις τι με έχει πιάσει τώρα ε; Αν ξέρεις πες μου... Πέφτει η θερμοκρασία διαβάζω μέσα στις επόμενες ώρες! Αυτό να έχω πάθει κι εγώ; Λες και προσπαθώ κάπως να ζεσταθώ για να ζήσω;
Αυτό με την έμπνευση είναι πράμα περίεργο. Πιο συγκεκριμένα με την παραγωγή έργου. Πες ότι το έχω εύκολο με την έμπνευση, κολυμπώ σ' αυτόν τον ωκεανό με χάρη και αν δώσω τη δέουσα προσοχή, στο μαύρο βλέπω χρώμα και στη σιωπή τις νότες όλες. Από μόνη μου να γεννήσω μπορώ, δίχως τη σπορά κανενός. Μα όταν με ενεργοποιήσει κάτι τόσο και περάσω στην παραγωγή έργου, είναι πράγμα άλλο. Μυστήριο πολύ. Εύκολο το 'χω να κινώ γη και ουρανό, αλλά να ρε παιδί μου, πέφτω από το απόλυτο στο απόλυτο και στη μέση δυσκολεύομαι να κρατηθώ δίχως λόγο, απλώς για τις «εμφανίσεις», απλώς για να κρατώ ζεστό το φαγητό, να βαστώ ανοιχτό κάποιο μικιό παραθύρι από φόβο, ή να πετάω «τυράκια» από εγωισμό. Έτσι κάπως, από το σαρωτικό, περνάω «στο πως το έκανα τώρα αυτό; Και πως θα το ξανακάνω; Οϊμέ, ποτέ δε θα ξανασυμβεί». Μα μετά, κάποτε συμβαίνει. Οι κύκλοι, άλλοτε μικροί κι άλλοτε μεγάλοι. Μα στη μέση δεν στεκόμουν άνετα ποτέ. Τώρα όμως...
Έχω ανοίξει δυσανάλογα πολλές φορές τούτη εδώ τη γραμμή, προσπαθώντας περισσότερο μάλλον, το «γιατί» να καταλάβω. Δε φυσάει αεράκι, δεν έχει έρθει ακόμα ο χιονιάς. Μα θέλω να σου πω, αν και το κρίνω α-σημαντικό, πως πήρα κι άλλο μέλι. Πήρα μέλι ερείκης και βρήκα μέλι ακακίας. Δοκίμασα μέλι καστανιάς και δε μου άρεσε. Μήτε της χαρουπιάς το μέλι μου άρεσε να ξέρεις, μήτε της ακακίας. Και τώρα που μέλι τάχα ψάχνω, ένα δρόμο πάνω από το μαγαζάκι μου, μαγαζάκι με μέλια άνοιξε! Κι είναι, έτσι είναι, πολλάκις στο ΄χω πει, ευχή μου και κατάρα, όπου θέλω να πάω να πηγαίνω κι έτσι ό,τι θέλω να συναντώ. Σε έχω προειδοποιήσει. Μα προσπαθώ να καταλάβω. Γιατί αφού το μέλι δε μου αρέσει τόσο, εγώ θα το κατακτήσω και θα το μάθω; Σαν τον καφέ. Γιατί να θέλω να σου πω τα μικρά μου νέα; Γιατί να θέλω... Γιατί για μέλι ποτέ δε μιλήσαμε. Το μέλι ακόμα δεν έχει καεί κι έτσι μπορώ γι' αυτό λεύτερα να μιλώ και να χορεύω.
Μπερδεμένα μας τα λες Ελενάκι.
Εν τω μεταξύ όπως σου είπα παραπάνω κι η απόλυτη ησυχία φταίει κι αυτή. Παίζουν τα put your head on my shoulder, τα kiss of fire, τα love is here to stay, τα we belong together, τα via con me και τα it's been a long, long time κι η φάση γίνεται ακόμα πιο ακραία περίεργη, αστεία και λίγο θλιβερή. Γιατί άντε, είμαι τόσο ρομαντική κι εντάξει, είμαι ζαβή. Γιατί μένω στα απάνεμα νερά μονάχη; Όλο αυτό το ενεργοποιεί το τίποτα. Θυσιάζεται! Από την άλλη, όλα μάταια δεν είναι;
Χρειαζόμουν από καιρό κι αυτό είναι κάτι που δε σβήνει επίσης, έναν φίλο δι' αλληλογραφίας. Να σκεφτώ τι άλλο χρειάζομαι... Χρειάζομαι να δημιουργήσω έργο. Και τσίφρι, τσίφρι, ωρύομαι μάλλον και τάχα δεν ξέρω πως φτάνω σε λίγο πάλι στο σημείο βρασμού. Και κάπου εδώ θα σου έλεγα πως χρειάζομαι κι άλλους γρίφους να λύσω, μα θα ήθελα κάποτε στη ζωή μου, οι γρίφοι να είναι μονάχα για παιγνίδι κι όχι άλλο για ζωή. Έστω ένα μικρό διαλειμματάκι ρε παιδί μου. Κι έπειτα ξέρεις τι θέλω; Δεν μπορώ να πω, γιατί εσύ τα λες κι έπειτα τα καις κι εγώ να τα χρησιμοποιήσω δεν μπορώ πια. Και τι καλά που θα ήταν όλα, να μπορώ να τα φωνάζω κι η σιωπή να μην ήταν άδεια, αλλά να φώναζε κι αυτή. Μα θα γυρίσω το κεφάλι μου από την αντίθετη πλευρά από αυτή που είσαι. Ας καταστραφεί ο κόσμος μία φορά για εμένα, μου αξίζει. Εγώ πολλά κατέστρεψα κι ακόμα περισσότερα έθρεψα, γιγάντωσα κι ενέπνευσα. Σειρά σου.
Ούτε θάλασσες θα ξαναπώ, ούτε έρωτες. Ούτε νιώθω, ούτε τολμώ. Ούτε γλώσσες κι αέρηδες θα αγγίξω. Ούτε το σώμα θα μάθω, ούτε παιγνίδια θα ζητώ. Θα διαβάζω τα βιβλία και θα πάψω να σκέφτομαι τις στιγμές που στην άκρη τα άφησα να γίνω χαζή για 'σενα. Θα διαβάζω τα βιβλία και θα πάψω να σκέφτομαι πως λένε για 'σενα και για 'μενα. Θα διαβάζω κι αν από πείσμα θέλω, δεν ξέρω... Μπουρδούκλωμα. Και γράφω σκουπίδια και νιώθω σκουπίδι. Μα λες τώρα, να μου αρέσει κι αυτό;
Να βρέχει ξεκίνησε κι ομπρέλα δεν κρατώ.
20250110
Η σχέση μας με τους άλλους/ Μόνος με τον εαυτό σου.
20241227
Η πτώση της αυτοκρατορίας της φρυγανιάς: οι χρόνοι της αχρονίας και η μεταφυσικής της αέναης σιωπής
Πάνω από κάθε κείμενο, στην κορυφή υπάρχει η ημερομηνία που το έγραψα. Αν στο είπα ξανά, άκουσέ το καλά αυτή τη φορά. Όχι για το τώρα, για όλα τα πριν. Αν όχι, συγγνώμη. Το έτος, ο μήνας, η μέρα. Η σειρά είναι πολύ σημαντική και είναι αυτή η σειρά που προστάζει όλο το χάος να φωνάζει. Αν ήμουν η μάγισσα του καλοκαιριού, θα πίστευες πως ξόρκια κάνω. Κι αν ήμουν μία σκηνοθέτις, μία παραμυθού, θα πίστευες ξανά σε κάτι. Μα τίποτα δεν είμαι. Είμαι το χάος. Τώρα:
Φαντάσου ένα δωμάτιο. Χρώματα μαύρο, κόκκινο. Θερμός φωτισμός. Κόκκινες κλωστές ολόγυρα, ένας άνθρωπος να μπλέκει το νήμα, χορεύοντας το απ' άκρη σε άκρη. Μάλλον κοπέλα είναι, μάλλον μου μοιάζει. Δεν είναι; Κάποτε πρέπει θάρρος να βρω και να παραδεχτώ πως μου μοιάζει. Όχι σε εσένα. Το ήξερες. Σε εμένα. Σελίδες λευκές, άλλες γραμμένες, άλλες όχι. November-Richter. Πόρτα το δωμάτιο δεν έχει κι αν έχει δε την νοιάζει. Κανείς ποτέ δεν μίλησε για πόρτα άλλωστε. Τρέχει στο δωμάτιο. Δεν είναι μεγάλο, είναι σκοτεινό, τα όριά του όμως ίσως να είναι μεγαλύτερα. Μην κοιτάς που σταματάνε τα νήματα, το βάθος είναι άπειρο, το νιώθεις, το ψυχανεμίζεσαι σαν τα πάθη. Κι ας είναι όποιες είναι οι περιστάσεις. Μην ρωτάς που σταματάνε οι κλωστές, ψέμα είναι. Μην βλέπεις μόνο ό,τι φωτίζει το φως, δεν είσαι τυφλός. Μπλέκεται, σα να ΄ναι παγίδες οι κλωστές και μεγαλύτερες παγίδες οι σελίδες κι όλο πλέκει και όλο τρέχει. Πετάει τις σελίδες στον αέρα, ένα βήμα μεγάλο κάνει. Χορεύει, σταματά, βαριανασαίνει στο πάτωμα, παγώνει. Σηκώνεται, γράφει και σκίζει σελίδες, ζεσταίνονται τα μέσα σου πιο πολύ από το φως. Ξανά και ξανά ένας κύκλος. Το ακούς το βιολί; Όλα λάθος και τ' αστείο είναι πως όλα φαίνονται σωστά. Όλα σωστά κι ας φαίνονται λάθος. Τι τρομερές αντιφάσεις. Πόσο κρατάει όλο αυτό; Πόσα λάθη; Όσο μία ανάσα. Δύο ίσως τρία λεπτά. Μία ζωή. Πως μπορείς να κάνεις εικόνα τις σκέψεις μου; Πως μπορείς να μην υπάρχεις;
Πως;
Τι πως;
Άτυπος.
Μοιάζει, νοιάζει
Τρέχει, πλέκει
Φαίνονται, ζεσταίνονται
Νήμα, βήμα
Πάθη, λάθη
Ρωτάς, κοιτάς
Παγίδες, σελίδες
Φως, τυφλός
Περιστάσεις, αντιφάσεις
Άκρη, νάρκη
Υ.Γ. Συνταγή για σπιτική μιζανσέν: Καψ' τε τα όλα. Μαύρο, κόκκινο, λευκό, εσύ κι εγώ.
Υ.Υ.Γ. Σε αυτό το «κείμενο» πήγαν χαμένοι ένα σωρό υπέροχοι τίτλοι. Θυσιάστηκαν. Τόσες υπέροχες αναφορές έπεσαν κι αυτές για το τίποτα νεκρές ετούτο το απόγευμα. Καμία αναφορά, σε κανέναν. Ας είναι... Έτσι πρέπει, έτσι πρέπει. Πω πω, παλεύει τώρα η προηγούμενη πρόταση με ένα τεράστιο «στα αρχίδια μου» και γεμίζουν ψίχουλα οι φρυγανιές σου την πτώση της αυτοκρατορίας του χάους. Σαν χιόνι που με παγώνει. Ας είναι...
Υ.Υ.Υ.Γ. Αν κάνω τόσο μεγάλα λάθη σε αυτή τη ζωή, το έχω καταλάβει, μα δε με νοιάζει. Αν δεν κάνω τόσο μεγάλα λάθη, δεν το έχω καταλάβει και με νοιάζει πολύ.
Υ.Υ.Υ.Υ.Γ. Καμία φρυγανιά δεν τραυματίστηκε πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη συγγραφή αυτού του κειμένου. Όλα τα στοιχεία και οι αναφορές είναι απολύτως αθώα και αβλαβή για την ψυχική και σωματική ευημερία των φρυγανιών. Οποιαδήποτε αναφορά αποτελεί καθαρή μυθοπλασία και δεν αντανακλά την πραγματικότητα (σας).
20241224
Η κόκκινη τέντα της Μπολόνιας
20241210
Η διάσταση
Οι πρώτες λέξεις που επιλέγεις να χρησιμοποιήσεις, τουλάχιστον σ' ένα κείμενο, ίσως είναι και οι πιο σημαντικές. Είναι αυτές που θα σε τραβήξουν ή όχι, ώστε να συνεχίσεις να διαβάζεις. Αλλά εμένα σήμερα δε με ενδιαφέρει να συνεχίσεις να διαβάζεις επειδή ήταν η πρώτη εικόνα καλή. Δε θέλω κάτι να σου πω. Με νοιάζει τα σημαντικά να τα έχω προς το τέλος, ίσως και λίγο κρυμμένα. Να είναι η κάθε πρόταση και μία ανακάλυψη. Να δω αν θα τα φτάσεις, αν θα έχεις διάθεση να τα καταλάβεις, για να μου πει αυτό όσα χρειάζομαι για εσένα. Αν κατακτάς κάτι, λογικά θα σε ένοιαζε πολύ. Αποκτά μεγαλύτερη αξία η κάθε κατάκτηση που κατάφερες με προσπάθεια. Είναι ωραία η προσπάθεια. Είναι πιο ωραία η ζωή, πιο έμπειρη, αν όλος σου ο «πλούτος» ήρθε από ιστορίες κι όχι τυχαία. Είναι ωραίες οι ιστορίες, είναι ωραίοι και γρίφοι.
Μία τέτοια ιστορία, προσπάθειας, γρίφων και συνεχούς ανακάλυψης είναι και η κατάκτηση της ευτυχίας. Μας μαθαίνουν από παιδιά πως αυτό που πρέπει να κάνεις στη ζωή, είναι να κυνηγάς την ευτυχία, μα όχι πως να την αναγνωρίζεις. Τη μισή ευτυχία δεν μπορείς να την κυνηγήσεις... τυχαίνει. Η λέξη από μόνη της σημαίνει «καλή τύχη» και είναι μεγάλη κουβέντα αν μπορείς να κυνηγήσεις καλή τύχη ή ακόμα βαθύτερα, τι τελικά είναι η τύχη. Την άλλη μισή ευτυχία, το κομμάτι της ικανοποίησης ψυχή τε και σώματι είναι κάτι που ενστικτωδώς νιώθεις, μα καθώς μεγαλώνεις και μπλέκεσαι ολοένα και περισσότερο με τους «μεγάλους» ξεχνάς, μπερδεύεις και καταλήγεις να μην κυνηγάς καν ή έστω να τρέχεις προς λάθος κατεύθυνση.
Τι τρομερό αυτό που συμβαίνει στους ανθρώπους... Τι τρομερό να μπερδεύουν την ευτυχία. Τι τρομερό... Ξέρεις γιατί είναι τρομερό; Γιατί για να καταφέρεις να μπερδέψεις την ευτυχία σημαίνει πως κατάφερες να μπερδέψεις τον εαυτό σου, τα μέσα σου. Να σου πεις ψέματα, να σε αλλοιώσεις, να σε ξεχάσεις ή σε πολλές περιπτώσεις, να μην προσπαθήσεις καν να δεις ποιος είσαι. Ποιος ήσουν, ποιος έγινες και που θες να πας. Υπάρχει πιθανότητα να πάρεις λάθος ρότα, να ξεσπάσει μία μπόρα και να σου σκίσει τα πανιά ή ακόμα χειρότερα κι από το σκισμένο πανί, να ουρλιάζει η απανεμιά σου. Ναι, η δική σου απανεμιά. Εκείνη που κάθεσαι και κοιτάζεις τα καλά σου τα πανιά ακίνητος κι αντί να βγάλεις από τα πνευμόνια σου αέρα, δυνατό, φορτωμένον, εμπνευσμένο ώστε να τα φουσκώσεις, να σε ταξιδέψεις, συ μαζεύεσαι στο πλάι, ξαπλώνεις, μικραίνεις, μαραίνεσαι. Τι τρομερό... Πάντα υπάρχει η κακή πιθανότητα αυτή, μα θα έρθει η στιγμή που θα το καταλάβεις πριν να είναι αργά. Τι τρομερό να την αφήσεις κι αυτή τη στιγμή να χαθεί... Μόνο και μόνο για να χωρέσεις...
Την ευτυχία μου εγώ την έχω βρει. Ξέρω πολύ καλά τι μου χαρίζει ικανοποίηση. Ξέρω που θα το βρω και ξέρω πως παρά τα κεκτημένα θεμέλιά της, η ευτυχία μου μπορεί να ψηλώσει κι άλλο κι άλλο κι άλλο, είμαι πάντα ανοιχτή σ' αυτή την ιδέα. Ξέρω ότι η ευτυχία μου είναι ζωντανή, μεταβάλλεται με τον χρόνο, όπως αλλάζω κι εγώ. Ξέρω επίσης πως δεν εξαρτάται από τους άλλους, την έμαθα να είναι αυτόνομη κι ήταν ίσως το πιο χρήσιμο και σπουδαίο. Αυτό είναι που σου αρέσει ή που σε αναστατώνει. Η ηρεμία που χαρίζει απλόχερα, η συναυλία της ευτυχίας μου. Εσύ τη δική σου; Τι έγινε; Θα την ξυπνήσεις;
Υ.Γ. Να μην χωράς πουθενά. Δεν είναι κρίμα. Είναι το μυστικό για να μπορείς, αν θες, να χωράς παντού.
20241114
protect ya neck
Για να δούμε... Έχω ρίξει πριν από λίγο έναν περίεργο αφρό που θα κάνει κάποιες φλέβες μου πιο σκληρές. Μου υποσχέθηκε πως θα σταθεί στις φλέβες το υλικό, τοπικά και δε θα πάει να σκληρύνει κι άλλο την καρδιά μου.
Το τελευταίο άδειασμα του μαγαζιού ήταν υπέροχο. Με έκανε να νιώσω τόσο δυνατή και ασταμάτητη. Ίσως να φταίει που κορόιδεψα την ανησυχία μου με ένα πιάτο ράμεν. Ίσως να φταίει.
Το τελευταίο γέμισμα του μαγαζιού ήταν υπέροχο. Είναι σαν κάτι παιγνιδάκια που ξεκινάς π.χ. να φτιάξεις μία πιτσαρία κι όσο πιο πολύ επενδύεις σε αυτή, τόσο περισσότερο αυξάνεται το εισόδημα; Λες οι ανθρώπινες σχέσεις να είναι κάπως το αντίθετο;
Υποσχέθηκα να μην ξεκινήσω φέτος κάτι καινούργιο (ή ήταν πέρσι αυτό; Τα έχασα) και μάλλον κάπου μπλέχτηκα από σπόντα και έχω αρχίσει τώρα ν' ακούω το «ριμέμπερ δε νέιμ» και να φαντάζομαι τα νοκ άουτ στα πρώτα λεπτά.
Θέλω πάρα πολύ να φύγω.
Θέλω να σου πω, ότι πήγα να αγοράσω κανένα νέο ρούχο και αγόρασα τέσσερα βιβλία. Μετά ξενέρωσα με εμένα, γιατί όπως σίγουρα σου έχω ξαναπεί όσο περισσότερα βιβλία αγοράζω, τόσο περισσότερο δεν μπορώ να επικοινωνήσω με τον κόσμο που αγοράζει νέα ρούχα. Έτσι αφήνοντας στην άκρη τον υλικό πολιτισμό και την ανθρωπολογία στον κόσμο των πραγμάτων, στην άκρη δίπλα στο μαξιλάρι μου την αδερφή αουτσάιντερ, αποφάσισα να φέρω λίγο στη ζωή μου τον Τολστόι και τον θάνατο του Ιβάν Ίλιτσ, για να κρυφογελάω με εσάς και να κρυφοκαμαρώνω για εμένα, λίγο ακόμα από τον στριμμένο αυτή τη φορά για την μεταφυσική του έρωτα, μπας κι αιτιολογήσω το μπέρδεμα, ή έστω να νευριάσω ξανά μαζί του. Πήρα επίσης ένα μικιό που έγραφε με τεράστια γράμματα ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΗΘΗΣΗ. Ένα δοκιμιάκι κούτσικο να μου δώσει την πατρική επιβεβαίωση πως σωστά βαδίζω κι ένα ακόμα πιο κούτσικο βιβλιαράκι με διηγήματα. Το κριτήριο; Το όνομα του συγγραφέα ήταν τεράστιο: Henry René Albert Guy de Maupassant. Κι ενώ τα κριτήρια στην επιλογή των αναγνωσμάτων ολοένα και θολώνουν, ξεκαθαρίζουν άλλα σημαντικά κριτήρια μέσα μου.
Ναι, κάπως έτσι μεγαλώνω. Έχω όνομα κι επίθετο.
Οι φλέβες έχουν ξεκινήσει και πονάνε καθώς ο καφές και το φοντάν τελειώνει. Μου είπε να περιμένω τον πόνο και να περιμένω να μελανιάσουν και τα πόδια που. Να σου πω κάτι, οι μελανιές είναι λίγο σέξι. Είναι λίγο εμπειρία. Παλιότερα στον χρόνο καμάρωνα για τις πληγές στα πόδια μου τα καλοκαίρια. Καμάρωνα και τους χειμώνες για τις πληγές στο σώμα μου από το άθλημα. Τώρα καμαρώνω για τις πληγές μέσα μου και για τη δύναμη μου να τις κάμω λουλούδια, αέρα και ιδέες και να τα μοιράζω απλόχερα.
Να σου πω κάτι; Δεν φοράω αντηλιακό, αλλά φοράω ένα άρωμα που μυρίζει αντιηλιακό κι αν πηγαίνεις στο Βερολίνο, θέλω να μου το φέρνεις. Ψάχνω και κάποιον να μου φέρει κάτι που θέλω από το Μαρόκο. Ψάχνω να πάω στην Τανζανία ή στο Νεπάλ. Ψάχνω να πάω και μέχρι το Λουτράκι μάλλον. Θέλω ιδανικά τρεις μέρες σε ένα ωραίο ξενοδοχείο. Να έχει πισίνα εσωτερική και να είναι μέσα στην φύση. Να είναι άδειο. Να σέρνομαι όλη μέρα από τη συγγραφή, στα βιβλία, από τα βιβλία στις σκέψεις και από τη σκέψη σε εσένα. Στα διαλείμματα να πλατσουρίζω στην πισίνα και να παίζω στο ξεχασμένο πιάνο στο λόμπι, να χορεύουν τα φαντάσματα.
Χθες είδα το terrifier και δεν με άγγιξε καθόλου, προχθές είδα μία σχολική τροχονόμο και συγκινήθηκα. Χάλια.
Είναι 14/11 και δεν έχω ακόμα φέρει στην έδρα τους τα χειμωνιάτικά μου ρούχα. Ένιωσα λίγο πιο υπεύθυνη και πήρα νέο κράνος. Ένιωσα λίγο πιο ανεύθυνη επίσης και.
20241014
33
Να ξεκινήσω τάχα με το 3+3=6 ο κώλος σας να φέξει; Φέτος δε γιόρτασα τα γενέθλιά μου. Ήθελα μόνο να μείνω μόνη. Ιδανικά θα ήθελα να είχα φύγει και μόνη κάπου μακριά, αλλά δεν τα κατάφερα. Κάθε 14 Οκτώβρη, έναν μήνα μετά νιώθω ότι τελειώνει ο μήνας της γιορτής και ξεκινάει η καλύτερη εποχή μου. Πιο μεστή από ποτέ, το τέλος της προσωπικής μου γιορτής το κλείνω με ένα ψέμα. Κάθε 14 Οκτώβρη γνωστή αλυσίδα καφέ με γιορτάζει και με κερνάει ένα δωρεάν ρόφημα. Έναν μήνα μετά. Έτσι τους είπα κι εκείνοι το πίστεψαν...
Στα 33 μου λοιπόν, κατάλαβα ότι, για να δημιουργήσω πρέπει να πονάω από έρωτα.
Το μισό μου «εγώ» θα ήθελε να είχε κάνει ένα πάρτι που θα ντυθώ Ιησούς και να έχω τα χέρια μου ανοιχτά, ημίγυμνη σε λευκά. Το άλλο μου ολόκληρο θα ήθελε να φύγει μονάχα με ένα άτομο παρέα.
Στα 33 μου όλα είναι λάθος κι όλα τα μετατρέπω σε απολύτως σωστά. Μπράβο μου. Μα αισθάνομαι ότι, όλη αυτή η δύναμη θα μπορούσε να είχε αξιοποιηθεί καλύτερα. Προς τα εκεί θα πλεύσω πια.
Άλλες φορές, άλλες εποχές, θα ήταν η κάθε μέρα μου μία αφορμή να σου γράψω. Τώρα πλέον το κατάπια μάλλον, το αποφάσισα ότι, η ζωή μου δε θα είναι βαρετή. Απαιτεί πολλή ενέργεια, αλλά την γεννάω διαρκώς. Αστείρευτη η πηγή μου. Να το ταλέντο μου, ακόμα και τις πιο «βαρετές» μέρες του κόσμου να τις κάνω σαν μία ταινία. Οι φίλοι μου λένε πως κάτι συμβαίνει κι όλες οι απίθανες ιστορίες έρχονται να με βρουν κι αν δε με βρουν τις βρίσκω εγώ. Συναντιόμαστε όμως...
Έτσι λίγο ο πόνος που δεν τον νιώθω πια, μούδιασα, λίγο η αποδοχή του ότι «Τόσο το είναι μου, δεν το μαζεύω, δεν το μικραίνω. Θες; Μπορείς; Παρ΄ το. Στάσου ίσα.» Με έκαναν να μη θέλω να σου γράψω πια. Θέλω να γράψουμε μαζί. Μάλλον θέλω να γράψεις εσύ για εμένα, την ώρα που εγώ θα μένω έντεχνα σιωπηλή.
20240905
Γκέμμα
Το γλυκό μου φθινόπωρο ξεκίνησε. Αχ να μπορούσα να σου περιγράψω πόσο πολύ αγαπώ αυτή την εποχή. Κουβαλάει καλοκαίρι, μα πιο γλυκά. Κουβαλάει φρέσκιες αρχές. Κάθε Σεπτέμβρη ωριμάζω λίγο ακόμα. Τον Σεπτέμβρη έρχονται γκριζάδες, βροχούλες, φύλλα καφετιά. Φύλλα πεσμένα, που κυνηγώ να πατήσω γιατί μου χαρίζουν την υπέροχη μουσική τους. Το φθινόπωρο ξεκινώ να προσπαθώ ξανά, να φτάσω με λαχτάρα στον Νοέμβρη μου, να καταλάβω πως όσο κι αν προσπαθώ, νόημα πολύ δεν έχει κι έπειτα να κάψω τις ιστορίες μου ξανά και ξανά. Με στάχτες μπαίνω στον χειμώνα και μέχρι τις άνοιξες, οι στάχτες μου γίνονται λίπασμα για τις νεραντζιές μου. Έπειτα καλοκαίρι, με βάρκες δίχως φρένα, καβαλάω ποταμούς, βυθίζομαι στα κύματα και αναδύομαι ξανά στον Σεπτέμβρη μου.
Πριν φύγουμε φέτος από την ποταμό, πήρα μαζί μου στη βάρκα και την κόρη μου. Άφησα πίσω τον γιο μου να προσέχει το σεντούκι με τον θησαυρό μας. Η μικρή τραγουδούσε πάνω στην βάρκα και ο γιός στην όχθη. Σου είπα προηγουμένως, πως δεν είδα ποτέ όχθη να ξέρει από νερό, μα δε σου είπα πως έχω χέρια δυνατά και μπορώ να αλλάζω την ροή μα και τις όχθες. Τραγουδούσαν οι δύο τους, οι τρεις μας, στίχους από ένα τραγουδάκι, που άκουσαν σε μία παιδική παράσταση με πειρατές:
Απ' όταν ήμουνα μικρός
το ΄θελα να ΄μαι ναυτικός
να πάω όπου πάει ανθρώπου νους
στους δέκα ωκεανούς
Πως τα ΄φερε η ζωή και μπάρκαρα ένα πρωί
κι είδα πως τελικώς, η αλήθεια ήτανε αλλιώς
Σαν ήμουν νιός και λυγερός
ήθελα να ντυθώ γαμπρός
να ΄χω μια ωραία κοπελιά
για χάδια και φιλιά
Πως τα ΄φερε η ζωή παντρεύτηκα ένα πρωί
κι είδα πως τελικώς, η αλήθεια ήτανε αλλιώς
Σαν τα ξεπέρασα όλα αυτά
είδα πως μόνο τα λεφτά
σου αγοράζουνε χαρά
και ζεις πιο χαλαρά
Πως τα ΄φερε η ζωή και πλούτισα ένα πρωί
κι είδα πως τελικώς η αλήθεια ήταν αλλιώς
Τώρα που ήρθε η ώρα μου
τσουλάω στην κατηφόρα μου
και τίποτε πια δε ζητώ
ό,τι έχω είναι αρκετό
Γιατί έτσι είναι η ζωή και θα πεθάνω ένα πρωί
εκτός αν τελικώς η αλήθεια είναι αλλιώς...
Βγήκαν ύστερα κάτι τεράστια σύννεφα και σκέπασαν το μέρος. Έτρεξα, μπήκα στη θάλασσα και αποχαιρέτισα τα κύματα. Βούταγα κι έβγαινα ξανά και ξανά, σαν παιδί μικρό, όλο και πιο ψηλά. 'Ήμουν μόνη μου κι άρχιζα να φωνάζω σε κάθε βγες «γεια σας κύματα, γεια σου Ιόνιο, γεια σας κοχύλια που δεν σας βρήκα ποτέ» και έμπαινα κι έβγαινα και μάλλον θα ήταν πολύ αστείο αν το έβλεπες από κάπου μακριά, ή γλυκό, ή τρελό. Έπειτα φύγαμε και λίγο αργότερα ξεκίνησε η βροχή μου.
Υ.Γ. Όπως είπε ο παππούς Ανδρέας,
«Τ' όνειρο ήταν σύννεφο στον ουρανό δυνάμωσε τ' αγέρι, το σκόρπισε κι αυτό»
20240825
Μαριγούλα
Τελειώνει κι αυτό το καλοκαίρι. Πήρα μία βάρκα. Πήρα και δύο κουπιά γιατί δεν έχω δυνάμεις πια και με το νου μονάχα δεν θα το ταξιδέψω το όνειρο. Τη βάρκα θα την πω Μαριγούλα. Θα πάω με την Μαριγούλα ανάποδα στην ποταμό. Αυτό θα κάνω, αυτό έκανα πάντα. Σταματώ να πιστεύω σε παραμύθια. Εκεί γέρνει η ψυχή μου τώρα. Ο κόσμος είναι σκληρός, πολύ κι εγώ ακόμα περισσότερο. Όταν κουραστώ πραγματικά, δίχως να τ' ομολογήσω ξανά πουθενά, θα ξαπλώσω στην Μαριγούλα και θ' αφεθώ κοιτώντας τον ουρανό να με φτάσει το νερό πίσω στη θάλασσα. Αν η θάλασσα έχει κοχύλια, μπορεί για λίγο να ξεχαστώ, να βρω μερικά, να τα μαζέψω, να φτιάξω κοσμήματα «πανάκριβα» από σπάγκο, αναμνήσεις κι αλάτι. Θα σου χαρίσω μερικά. Κι αν η θάλασσα είναι ανταριασμένη, την Μαριγούλα πάνω μου έχω δέσει, μη φοβάσαι. Αυτό είναι ένα μυστικό που δεν είπα ποτέ πουθενά. Αν η Μαριγούλα δεμένη πάνω μου πάει να με πνίξει, στον λαιμό έχω πάντα μαζί μου το μαχαίρι μου. Το σχοινί θα κόψω κι έπειτα ξανά στο ρέμα ανάποδα θα πάω με το σώμα μου, θα γίνω καταρράκτης, σύννεφο, βροχή. Θα φύγω από τον ουρανό και με τη μουσική που θα κάνουν οι σταγόνες μου σαν πέφτουν, μία βάρκα θα φτιάξω ξανά και ξανά και ξανά. Κάποτε ίσως, κάποιος, σε κάποια όχθη σταματήσει να πιεί νερό να ζήσει. Ίσως δει αυτόν τον κύκλο και καταλάβει πως στην πραγματικότητα το μόνο πρόβλημα ήταν ότι πίστευα πολύ στα παραμύθια και πως είπα ψέματα ότι είχα καρδιά σκληρή. Μα τι θα με νοιάζει πια... Ο κόσμος σου 'πα είναι σκληρός κι όχθη ποτέ δεν είδα που να ξέρει από νερό.