Τον Λίβα αλλιώς τον λένε και Γαρμπή, μα δεν το προτιμώ γιατί μου θυμίζει την Καιτούλα. Σαν θυμάμαι την Καιτούλα, αναλόγως τη διάθεση κολλάει στον εγκέφαλο μου και κάποιο άλλο κομμάτι. Θα ήθελα να κολλάει στο μυαλό μου ιδανικά μόνο μέταλ αυτή την περίοδο, όχι τίποτα trooper κι αλαφρολαϊκα, τα σκληρά, τα θανατερά, αυτά που τα ουρλιαχτά σου παγώνουν το αίμα κι ακόμα κι αν είναι τα τρίγωνα κάλαντα οι στίχοι, εσύ θες μέσα στα κλάματα να παραδώσεις την ψυχή σου και να τρέξεις να κρυφτείς μαζί με κάποιον παγκολίνο μέσα στη Γη. Θα αναρωτιέσαι γιατί παγκολίνο; Γιατί όχι πιο βαθιά; Αφενός χρειάζεσαι την πανοπλία του παγκολίνου, αφετέρου, δε θες στ' αλήθεια βάθος, δε θες να αυτοεξοριστείς, δε ψάχνεις θησαυρούς. Θες λίγο σκοτάδι, ασφάλεια, λίγη δροσιά, λίγο, πολύ λίγο ουρανό, όσο αντέχουν οι άψυχοι και μία παρεούλα, έναν στοχαστή της επιφάνειας.
Μου αρέσει ο Ζέφυρος και ο Λεβάντες. Μου θυμίζουν παραμύθια. Δε θυμάμαι πως με κάνουν να νιώθω. Νομίζω αυτές τις στιγμές, ότι δε θυμάμαι τίποτα πως με κάνει να νιώθω πια. Μονάχα την αίσθηση κάποιων ξεχασμένων λέξεων και κάποιων ονομάτων καταφέρνω με δυσκολία να αισθανθώ. Ο Ζέφυρος και ο Λεβάντες αντικριστά στη ζωή. Λες να συναντήθηκαν ποτέ στο κέντρο; Λες ν' αντάλλαξαν ποτέ ένα φιλί;
Να σου πω ένα μυστικό που μου είπε κάποτε ο παππούς; Αν ήταν άνθρωποι οι άνεμοι τότε ο Βοριάς θα ήταν μοναχικός, ψυχρός, κοφτερός, καθαρός. Ο Νοτιάς ένας εραστής εκτεθειμένος. Γεμάτος πάθος, στάζει. Σου ψιθυρίζει τον έρωτα, μα τον ακούει ο κόσμος όλος. Ο Λεβάντες ένας ποιητής που δε μιλά πολύ. Σαν φράση που ειπώθηκε μονάχα μία φορά κι ύστερα σώπασε για πάντα. Κι από την άλλη; Ο Ζέφυρος. Ο σοφός που ήξερε πότε να φύγει. Σέβεται τα όρια, τον χρόνο. Είναι έμπειρος. Δεν αφήνει χάος, αφήνει σκέψη. Κι εγώ στο κέντρο τους. Μάνα, μαϊστρα, γερόντισσα και σπίθα. Δεν ξέρω αν φιλήθηκαν μεταξύ τους, μα φίλησαν όλοι εμένα κι εγώ αυτούς. Κάτι μου χάρισαν όλοι και κάτι ακούμπησα για πάντα στις ζωές τους.
Περί υδάτων: Ο Ουμεμπαγιάσι άφησε στην άκρη τα in the mood for love και ουρλιάζει ο ήχος on the lake. Δεν πρέπει να είναι πάνω από δύο λεπτά η ιστορία αυτή. Δεν πρέπει να είναι λιγότερο από μία αιωνιότητα... Τα νερά ατάραχα, μα δεν καθρεφτίζουν, δεν ανταποδίδουν. Είναι λασπωμένα, θολά, μοιάζουν κόκκινα, μα δεν είναι. Όταν περνάει κάποιο σύννεφο, τα κάνει όλο και πιο σκούρα, θα έλεγε κανείς πως γίνονται μαύρα σχεδόν. Δεν έχει στίχους η λίμνη μας, μα τα ουρλιαχτά της, σχίζουν τον Λίβα μου σε πέντε κομμάτια. Ένα για κάθε σημείο του ορίζοντα κι ένα δικό μου, μονάχα δικό μου, ολοδικό μου. Πως φεύγουν τώρα από δω; Βάρκα δε βλέπω, δεν ξέρω τι κρύβει το νερό. Στις αραιές ξαφνικές ριπές συμβαίνει κάτι απίστευτο. Η λίμνη ανατριχιάζει και αν θες να σε βοηθήσω να το κάνεις εικόνα, να δεις τι βλέπω, είναι σαν φολίδες ενός παγκολίνου που ξυπνούν. Ένα μεταλλικό ανατρίχιασμα. Death metalικό ανατρίχιασμα. Τα νερά κανείς δεν ξέρει αν είναι ρηχά ή αν έχουν απύθμενο βάθος. Δεν ξέρει κανείς αν φιλοξενούν ή όχι ζωή. Κανείς δεν ξέρει πως μυρίζει αυτή η λίμνη, γιατί ο Λίβας έκαψε καταλάθος όλα τα αρώματα. Παιδί της Όστριας και του Ζέφυρου, πλάσμα παράδοξο. Είναι λίγο βραχνός γιατί φώναζε. Δεν ξέρω τι και γιατί. Είναι εκρηκτικός, μα και κάπως μελαγχολικός. Κάτι τον καίει μα δεν το καταλαβαίνει. Κουβαλάει μέσα του την φιλοσοφία του πατέρα του, πως όλα περνούν, μα και την συναισθηματική υγρασία της μάνας του, ότι τίποτα δεν ξεχνιέται. Θα μπορούσα να συνεχίσω τα σου μιλώ περί ανέμων, μα ζητώ συγγνώμη, παρασύρθηκα. Έχω πια φτάσει στα νερά και πρέπει εκεί να μείνω.
Τελείωσα.
Υ.Γ. Συνεχίζω να κάνω λάθη (ή και όχι) και παρήγγειλα μόλις ένα italicus, που δεν έχω δοκιμάσει ποτέ ξανά.
Υ.Υ.Γ. Θα συνεχίσω να κάνω λάθη (ή και όχι) και θα το κάνω podcast όλο αυτό. Σκέφτηκα να μην το πω «Που; Τσα!» καθ' ότι τρομερές παρεξηγήσεις μπορούν να συμβούν μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου. Σκέφτηκα να το πω caro diario κι έπειτα σκέφτηκα γελώντας «μα ποιον κοροϊδεύω, αφού σε 'σενα μιλώ» και ήρθε η φαεινή ιδέα να το βαπτίσω caro Taki, αγαπημένε Τάκη. Δίστασα πάλι, καθώς τρομερές παρεξηγήσεις μπορούν να συμβούν μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου, μα γέλασα ξανά λίγο.
Υ.Υ.Υ.Γ. Κάπου εδώ θα μπορούσε να μπει λίγη Καιτούλα, αλλά πριτς, σιγά μη βάλω συγκεκριμένη Καιτούλα. Δεν κάνω εγώ τέτοια λάθη. Δε με παίρνει να νιώσω άλλο ηλίθια, απογυμνωμένη κι εκτεθειμένη αυτό το διάστημα. Έχω πιάσει πάτο. Και το χειρότερο; Μπαίνω τις τελευταίες μέρες στο linkedIn και παίζω zip, queens και tango, μπας και με πείσω για το αντίθετο με κάτι, με οτιδήποτε...
Υ.Υ.Υ.Υ.Γ. Ήρθε το italicus. Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν... Σα να γλείφεις εικόνα σ' εκκλησιά που καθάρισαν μόλις με μυρτώ λεμόνι.
Υ.Υ.Υ.Υ.Υ.Γ. ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΟΛΑ ΑΥΤΑ, κάπου στο κέντρο μου ξανά, μακριά από το Σαράγεβο, την Καίτη και τα ''you’ll take my life, but I’ll take yours too, you’ll fire your musket, but I’ll run you through'' (σε μογγολική διασκευή αυστηρά) ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, παίζει απαλά το «πατίνια στο φεγγάρι» χορεύω με μάτια κλειστά και ψάχνω καραμέλες λεβάντα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου