20240702

Στην τσατσαροπιάστρα κάποιο κ λοκαίρι

 Ω έρχεται τσουνάμι. ΩΩΩΩΩ. Όχι, δεν έρχεται τσουνάμι, είμαι τσουνάμι. 

Τσουνάμω. 

Δεν ξέρω που να πρωτοκάτσω, 
που να πρωτοσταθώ
η πεταλούδω η Τσουνάμω.
Είμαι το τώρα, είμαι εγώ.

Θα μείνω λίγο σε αυτό που μου είπε η Χαρά, η κομμώτρια μου: τσατσαροπιάστρα. Αν έκανε δεύτερο κομμωτήριο, θα το ονόμαζε «τσατσαροπιάστρα». Δεν είναι δική της έμπνευση, της το είχε πει μία κοπέλα παλιά, που της το είχε πει ο παππούς της. Αυτή η λέξη με έκανε χαρούμενη. Χαρούμενη με έκαναν και οι δύο κότες που φαντάστηκε η Νώνη, οι οποίες όπως είπε είναι φίλες στο κοτέτσι κι έπειτα έκατσε και τις ζωγράφισε. Η Μαριέττα και η Αστέρα. Γέλασα με την καρδιά μου, γιατί ήταν απροσδόκητα καλά ονόματα για κότες. Άρχισα να τις φαντάζομαι να βολτάρουν τριγύρω. Ξεκίνησα έτσι να ρίχνω καλαμποκάκι κοντά στα πόδια μου. 

 Κλείνω τα μάτια. Σχεδόν μεσοκαλόκαιρο του 2024 νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Είμαι μπροστά από τον τεράστιο καθρέπτη στην «τσατσαροπιάστρα» καθισμένη με τα μαλλιά γεμάτα αλουμινόχαρτα. Δεξιά μου η Αστέρα με μπικουτί δεν έχει βάλει γλώσσα μέσα της, πίνει άπερολ με πάγο, χυμό πορτοκάλι κι ένα μαρασκίνο βυθισμένο για την πουτανιά. Σε ποτήρι κολωνάτο. Όχι δεν πίνει σπρίτζ. Άπαπαπαπα και πριτσ, η Αστέρα δεν ακολουθεί μόδες. Η Αστέρα είναι η μόδα. Αριστερά μου η Μαριέττα, κρέμεται από τα λόγια μου. Της λέω τα ταρώ, τη μεγάλη αρκάνα. Τρεις κάρτες κάτω, μπροστά μου το παρόν, αριστερά μου το παρελθόν και το μέλλον δεξιά μου. Κάποιες ανάποδα. Πάντα κάτι ανάποδα. Στην ατμόσφαιρα υπάρχει μία μυρωδιά αντηλιακού από ένα κερί με αυτό το άρωμα. Στον αέρα η Βέμπο τραγουδά για το καινούργιο φεγγάρι, η φωνή της έρχεται από ένα γραμμόφωνο.
 Μέρα με τη μέρα γίνομαι όλο και πιο έμπειρη μάγισσα, δεν κρύβεται πια. Δεν θέλω πια να το κρύβω. Δεν θα κρύβω τίποτα που λάμπει. Αυτό είναι το παρόν. Χτυπάνε δύο ειδοποιήσεις στο τηλέφωνό μου. Η μία είναι από τη Δράμα να μου πουν τα αναμενόμενα. Το δράμα μου/σας δεν έγινε δεκτό. Η άλλη είναι από την ξεχασμένη «αγάπη», να μου πουν ότι λαμβάνει τιμητική αναφορά. Πάω να ψάξω στα λεξικά του κόσμου τι είναι η τιμή και τι τιμή έχει τελικά και γυρνάει και με διακόπτει η Αστέρα να μου πει γεμάτη ενθουσιασμό με ένα μαρασκίνο μπουκωμένη, ότι η πρώτη της συνέντευξη για να γίνει καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο πήγε καλά!  
«Σκάσε μαρή, θα πνιγείς με το μαρασκίνο στο στόμα.» τη χειροκροτώ.  
 Γυρνάω στη Μαριέττα και έχει συγκινηθεί. 
«Κατάλαβες;» της λέω. «Αυτό εννοούσα. Έτσι είναι άμα έχεις τα παραμύθια στο τιμόνι σου, έτσι πάει η ζωή» 
  Να ο Βιβάλντι με το «καλοκαίρι» του. Το ακούς; Μπήκε ο ίδιος μέσα στην τσαροπιάστρα μας κι ευθύς αμέσως κάθισε στο πιάνο κι άρχισε να τον παίζει. Ω, τι ντροπή, να το παίζει εννοούσα. Τι βρώμικο μυαλό... Τι καθαρή καρδιά!
 Η Μαριέττα κι εγώ την αγαπάμε την Αστέρα. Η Αστέρα κι εγώ την αγαπάμε την Μαριέττα. Κι αυτές, φροντίζουν ν' αγαπούν εμένα, σαν παιδί τους. Είμαι παιδί τους. Ο Βιβάλντης έφυγε. Γραμμόφωνο ξανά. «Πέρασες τόσες βροχές για να ΄ρθεις σε εμένα... Τοοόοοσα καλοκαίριααααα, μου ΄χαν φύγει από τα χέρια». 
 Πιάνω στα χέρια μία εφημερίδα. Κίτρινος τύπος. Διαβάζω εν τάχει τις συνεντεύξεις και πετάω την εφημερίδα στη μούρη της Μαριέττας. 
«Ορίστε, δεν ήταν η ιδέα μου! Γιατί δε με άκουγες; Τώρα που το επιβεβαίωσαν και οι άλλοι, τώρα που το έγραψε ο τύπος, πες μου γιατί αμφέβαλλες και σε αμφισβήτησες;» 
 Η Μαριέττα που και που ξεχνιέται, θέλει χάδια και αγκαλιές. Λογικό, της λείπουν. Η ζωή είναι σκληρή καλή μου, αλλά όχι να ξεχνάς και ποια είσαι. Όχι να ακυρώνεις τον ίδιο σου τον εαυτό. 
«Θαυμάζω που είσαι, έτσι όπως είσαι -πως το είπε μία φίλη μου, αντισυμβατική- γιατί αφήνεις λοιπόν τον κάθε συμβασιούχο με το δράμα να σε φρενάρει;» 
 Μέσα στο μαγαζί το κλίμα αλλάζει. Η Πασπαλά μιλάει για μία καλοκαιρινή ανάμνηση στην Πράγα. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνουν με αυτόν το ρυθμό μέσα, αργά, νεκρές θαλασσοψυχούλες. Ο φωτισμός χαμηλώνει. Χορεύουν δύο δύο, κάποιες ανά τρεις. Έναν αργό χορό που μοσχοβολά γιασεμί. Την Πασπαλά τη διακόπτουν ύστερα από λίγο οι Στοίχημα. Οι θαλασσοψυχούλες αποχωρούν για πάντα, το ίδιο αργά, όπως μπήκαν. Οι ραψωδοί φωνάζουν σε κάποια για το πόσο ανάγκη είχαν αυτό το καλοκαίρι, μα «αυτή» φαίνεται πως δεν τους καταλαβαίνει. Ή μήπως η ερώτηση είναι ρητορική; Μήπως είναι διαπίστωση;
 Πετάγεται η Μαριέττα και ξεκινά: 
_Σχετικά με το «καταλαβαίνεις» ακολουθεί ο εξής καταρράκτης σκέψεων. Κάποιοι δεν σε καταλαβαίνουν. Κάποιοι δεν θέλουν. Κάποιοι δεν σε καταλαβαίνουν, αλλά θέλουν. Κάποιοι καταλαβαίνουν αλλά είναι δειλοί, θέλουν, αλλά δυστυχώς έχουν υπογράψει συμβάσεις. Σε κάθε περίπτωση καλό θα ήταν να μπορούν να τους καταλαβαίνουν, τουλάχιστον αυτοί που θα ήθελαν να τους καταλάβουν... Γιατί, κάτι που καταλαβαίνουν, σχετικά με αυτούς που προσπαθούν να τους καταλάβουν, είναι ότι, το να παριστάνεις τον χαζό κάνοντας πως πιστεύεις το ψέμα τους, το να συγκρατείς ταυτόχρονα τα κομμάτια του παζλ ασύνδετα και τη γλώσσα σου νεκρή, είναι πολύ απογοητευτικό και κουραστικό. Κι όλα αυτά γιατί; Για να μην φέρεις κάποιον σε δύσκολη θέση και να έχεις μπει εσύ στη δύσκολη θέση τελικά; 
 Γυρνάμε, με την Αστέρα και την κοιτάμε. Κλείνω το μάτι στη Χαρά και της φέρνει τρέχοντας λίγο νερό, λίγο τσάι, δύο πλείμομπιλ, ένα βιβλίο που πραγματεύεται την αισθητική και μία βεντάλια.
_Υπογλώσσια τοποθέτησέ τα όλα και πάρε βαθιές ανάσες. Όλα καλά θα πάνε. Το είπαν και οι εφημερίδες. Πάλι τα ίδια θα λέμε; Όλα καλά θα τα πας. Κοίτα την Αστέρα!
 Γεμίζει η Τσατσαροπιάστρα γλυκά με νότες «αν θυμηθείς τ' όνειρο μου» και με «έναν ουρανό με αστέρια που 'χει χίλια καλοκαίρια». Ησυχία στις ψυχές μας. Η Χαρά, μου βγάζει τ' αλουμινόχαρτα. Οι τρίχες μου είναι πιο σκούρες, το μυαλό μου πιο φωτεινό. Ξεκινάω να σιγοτραγουδάω μαζί με το γραμμόφωνο το επόμενο στη σειρά κομμάτι:
Я выключаю телевизор, я пишу тебе письмо
Про то, что больше не могу смотреть на дерьмо
Про то, что больше нет сил, 
Про то, что я почти запил, но не забыл тебя. 
Про то, что телефон звонил, хотел, чтобы я встал, 
Оделся и пошел, а точнее, побежал, 
Но только я его послал, 
Сказал, что болен и устал, и эту ночь не спал. 
Я жду ответа, больше надежд нету. 
Скоро кончится лето. 
Это…
_ Εσένα γι' αυτό δεν σε καταλαβαίνουν μάλλον. Λέει η Μαριέττα και η Αστέρα γελάει. 
Σηκώνομαι με τα μαλλιά να στάζουν, όχι τα μάτια μου και πάω προς το πιάνο. Προσπαθώ να κατεβάσω επιτέλους τα πέμπτα δάχτυλα στον πλανήτη γη. Η Μαριέττα κοιτάει με τρόμο. Εγώ η Τσουνάμω, προσπαθώ, έρχεται η Αστέρα με σπρώχνει να κάτσει με μία τσαχπινιά και παίζει το φως του φεγγαριού άριστα. 
 Ωραία που είναι η ζωή μωρέ! 
_Ωραίο αυτό το βιβλίο, λέει η Μαριέττα. Με οδηγεί στο να σκεφτώ ότι μάλλον το μυστικό της ευτυχίας είναι να ψάχνουμε τα όμοια μας, την αισθητική που θαυμάζουμε και πως ό,τι διαφορετικό φέρνουμε κοντά, πρέπει να μας ψηλώνει και να μας γεμίζει. 
 Συμφωνούμε και τρεις. Τους λέω για μία ταινία που είδα. Με έκανε να νιώσω το ίδιο ακριβώς. Πως ναι, μάλλον αυτή είναι η συνταγή και πως αυτό, όταν αβίαστα συμβαίνει, είναι μαγικό και σπάνιο. Και κάτι κορίτσια τυχαίνει εκείνη ακριβώς τη στιγμή να περνάνε απ' έξω και να τραγουδάνε «μα δεν με νοιάζει, θα βρω κάποιον που μου μοιάζει». 
 Κάπου εδώ η νύχτα τελειώνει και ο ήλιος από μέσα μας την στέλνει να ονειρευτεί, να έχουμε υλικό για την επόμενη φορά. 
_ Κορίτσια, τους λέω, πάμε να φάμε αυγά τηγανητά; Αυτή τη φορά, Χαρά, θα έρθεις μαζί μας.

Λέτε να με έφαγαν τελικά; 


Υ.Γ. Η Μαριέττα και η Αστέρα, δεν ήταν κότες. Ήταν ποιήματα και ζωγραφιές. Κότες τις έδειχνε ο καθρέπτης, αλλά ήταν στ' αλήθεια ένας ψεύτης. 
Υ.Υ.Γ. Ολοκλήρωσα με επιτυχία τη μελέτη, τη δημιουργία και τη δοκιμή του πρώτου μου μαγικού φίλτρου. Το φίλτρο του έρωτα. Είναι ένα άρωμα. Αν το μυρίσετε στον αέρα μου και θέλετε να μάθετε περισσότερα για το πως μπορείτε να το αποκτήσετε, θα σας κοστίσει να ξέρετε, μία περιουσία μεγάλη και μία μικρή. Τα αποτελέσματα ωστόσο είναι απίστευτα! Ετοιμαστείτε ό,τι επιθυμείτε, να προσπαθεί να φτάσει κοντά σας, κοντά στον λαιμό σας, για να καταλάβει... Δεν μπορώ να πω παραπάνω, είναι μυστικό. Από τα πιο μεγάλα μου. Μονάχα θα πω πως μπορείτε να το παραλάβετε στην επόμενη πανσέληνο. 
Υ.Υ.Υ.Γ.  Δεν μπορώ να βρω να πιώ της άρνης το νερό. 
              Και στην πόρτα σου θα ΄ρθω, 
              Για να σε βρω
              Να ζήσω ελεύθερος.


Στα κομμωτήρια μέσα τα νέα ιερά
ιέρειες χτενίζουν και βάφουν τα μαλλιά.
Στο τέλος τα κομμένα, τα λόγια κι οι χρησμοί
σκουπίζονται και πέφτουν στου χρόνου τη σχισμή.

Κι ένα κομμωτριάκι με βλέμμα απλανές θέλει να
κατακτήσει του κόσμου τις χαρές.

Κρατάει το πιστολάκι σαν να `ναι τρίαινα,
στη θάλασσα της κόμης σηκώνει κύματα.
Κι ο νους της ταξιδεύει, απλώνει τα πανιά.
Άγιε Νικόλα βόηθα να πέσει μαλακά.

Ένα κομμωτριάκι με βλέμμα απλανές βγήκε να
κατακτήσει του κόσμου τις χαρές.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου