20220728

Το μπαλκονάκι

 Αγαπημένε μου Τάκη, 

 Ολοκλήρωσα μόλις τις πληρωμές. Κάθε φορά προσπαθώ μία ανάσα πριν λήξει η προθεσμία, να έχω τακτοποιήσει ό,τι χρωστάω. Συχνά έτσι όπως κάθομαι σταυροπόδι στο μαγαζί και πληρώνω εκεί, το ένα από τα δύο πόδια (όχι αυτό της στήριξης) πλησιάζει τον πάγκο της υποδοχής. Τον έχουμε φτιάξει μόνοι μας. Ζω σε μία κατάσταση συνεχούς DIY. Αναρωτιέμαι συχνά πως θα ήταν να μου το ντου κάποιος άλλος, αλλά πριν τελειώσω τη φαντασίωση, επεμβαίνω γιατί κρίνω ό,τι δεν το κάνουν καλά. Ή μάλλον, όχι δεν το κάνουν καλά, αλλά δεν το κάνουν όπως ακριβώς επιθυμώ. Πουλάω την πολυτέλεια για την προσωπικότητα. Το πόδι λοιπόν που σχεδόν ακουμπά το κάθετο ξύλο του πάγκου, χτυπάει ρυθμικά πάνω σε αυτόν. Ο ρυθμός που σταθερά επιλέγω, είναι αυτός του καρδιακού παλμού. Ίσως όταν πληρώνω τον βαρύ ΦΠΑ, ή το πολύ το ρεύμα τα BPM του ποδαριού ανεβαίνουν. Από την άλλη, όλα αυτά τα λεφτά είναι άυλα. Είναι φανταστικά. Ναι, έτσι σκέφτομαι και με παρηγορώ. Άυλα πληρώνουν οι πελάτες την ιδέα μου κι έπειτα αυτά τα φανταστικά χρήματα μένουν σ' ένα φανταστικό συρτάρι. Μας έρχονται φανταστικές οφειλές και πληρώνω με τα φανταστικά χρήματα. Φ Α Ν Τ Α Σ Τ Ι Κ Α. 

Διάλειμμα για ένα χαικού λοιπόν:

Αχ φανταστικά! 

Ο ΦΠΑ με τσούζει

Κάλο καλοκαίρ 

 Πίσω στην πόλη, έριξα στα βράδια μου πολύ φως. Έκανα ανακαίνιση στο μπαλκόνι. Κάποτε κάποιος  είχε ένα μπαλκονάκι. Μικρό. Ήθελε να πάρει το κλασσικό τραπεζάκι με δύο καρέκλες που το πουλάει ιδιαιτέρως οικονομικά, γνωστή αλυσίδα με περίπλοκες οδηγίες στη συναρμολόγηση των επίπλων της. Είχε όνειρο γι' αυτό το μπαλκονάκι. Έβλεπε τον εαυτό του να το απολαμβάνει. Εμένα μου σηκωνόταν η τρίχα με αυτή τη φάση. Σχεδόν μίσησα τη λέξη και τη φάση «μπαλκόνι». Χρόνια μετά μολονότι προσπάθησα να εστιάσω στο ρομαντικό, δεν κατάφεραν τα μπαλκονάκια να κερδίσουν χώρο στο μυαλό μου. Στα μπαλκόνια βλέπω μαζεμένη την κατάθλιψη και τη ματαιότητα. Στα μπαλκόνια χωρίς κάποια θέα να σου πέφτει το σαγόνι, αναγνωρίζω όλα τα άπλυτα μας. Είναι τα Σαββατάκια τα μπαλκόνια. Είναι το «να πάρουμε κάποιες μέρες αδειούλα, να πάμε λίγες διακοπούλες». Είναι μία ανάσα που νομίζουμε ότι παίρνουμε στις πνιγηρές μας ζωές. Είναι το παράθυρο που ξεχνάμε ανοιχτό και ζει με τη ζωή μας και ο απέναντι εξίσου πονεμένος. Ταυτόχρονα όμως τρεφόμαστε κι εμείς από αυτό. Λίγα τετραγωνικά ψευδοελευθερίας σε μία πόλη δηλητήριο. Τώρα λοιπόν που γκρέμισα ξανά τα μπαλκόνια, αποφάσισα να το πάρω αλλιώς. Το γέμισα φωτάκια, το γέμισα ψεύτικες πρασινάδες, πέργκολα, καλαμωτές απ' τις καλές, έβαλα και δύο γλάστρες. Πέταξα την ταμπελάρα μου «ΑΝΟΙΧΤΑ» και έδεσα τη σύνθεση με μπεζ και ξύλο. Γουστόζικες μαλακίες. Ό,τι πρέπει να έχει ένα μπαλκόνι που θέλει να είναι ισότιμο στην κοινωνία των καθώς πρέπει μπαλκονιών. 

 Μα εγώ θέλω να μην αρέσει το μπαλκόνι. Θέλω να μου λένε για το πόσο καταθλιπτικά είναι τα μπαλκόνια. Θα με τραβάνε μακριά από αυτό, στα ψηλά και στ΄ανοιχτά. Κι έπειτα θέλω να μη μου το λένε, γιατί πραγματικά θα νιώσουν κάτι όμορφο στο μπαλκόνι μου. Βρίσκομαι σε άρνηση. Μονίμως. Με ενοχλούν μαζί με τα μπαλκόνια και όσοι με διορθώνουν όταν γράφω την μπίρα με ι. Τη συγγνώμη με δύο γ και όταν λέω «ο νεφρός» και «ο σπλήνας». Μου λείπουν αυτοί που γνωρίζουν και με ψηλώνουν. Αλλά καταβάθος με ενοχλώ εγώ. Με ενοχλώ γιατί δε θα τους διορθώσω ποτέ. Τους τακτοποιώ στα κουτάκια του μυαλού μου, αλλά δε θα τους ενοχλήσω ποτέ. 

 Και οι διακοπές. Δε μου αρέσουν οι διακοπές. Μου αρέσει η ζωή μου. Δεν έχω από κάτι να ξεφύγω. Τρελαίνομαι για τα ταξίδια, τις εξερευνήσεις και τις περιπέτειες. Βγάζω την καρδιά μου όμως, την ξεριζώνω και την ταιζώ στα μπαλκόνια όταν πρέπει να αφήνω την αγαπημένη μου άδεια πόλη τον Αύγουστο. Έχω καταφέρει να έχω διακοπές όλο τον χρόνο. Έξω μου και μέσα μου. Τις Αυγουστιάτικες, δεν τις θέλω. Θέλω όταν όλοι φεύγουν να βάζω στη διαπασών, στο αμάξι, στη Μεσογείων τον μικρό τυμπανιστή στις τρεις τα αξημέρωτα και να ζω τη δική μου αληθινή ελευθερία. 

 Δε μοιάζουν λίγο με ευάεροι τάφοι τα μπαλκόνια; 

 Θα μου πεις ρε Τάκη, «ρε Ελενάκι τι ζόρι τραβάς απόψε με τα μπαλκόνια;» Άκου εκεί, τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι... Και πραγματικά, δε θα ξέρω τι να σου απαντήσω αυτή τη φορά. Αλλά θα κλείσω αισιόδοξα. Υπάρχουν μπαλκόνια όμορφα. Για κάποια πράγματα μπορεί να μη λέω την αλήθεια. 

 Φεύγω. Πάω στο μπαλκόνι.  



20220713

You're entirely bonkers. But I will tell you a secret, all the best people are

 Τάκη μισό να τινάξω πίσω το μαλλί. Όπως με δίδαξες. Τάκη, έβαλα στο ίδιο νερό μέντα με λεμόνι, πράσινο και earl grey. Ξέρεις, ξέρω, ξέρουμε πως αυτά είναι τέρατα ιερά, δεν τ' ανακατεύεις. Τα πράγματα δεν πάνε καλά Τάκη. Δε φταίνε τα φεγγάρια. Δε φταίνε οι ταράτσες. Δε φταίει ο Ουμεμπαγιάσι που δε μου γράφει τη μουσική. Εγώ Τάκη φταίω που δεν πάω στο κόκκινο φανάρι. Χάλασα χρόνο να μάθω τη μεγάλη αρκάνα, για να μάθω να θυμάμαι. Χάλασα χρόνο σε κάτι που δεν πίστεψα και δε θα πιστέψω ποτέ. Χάραξα πάνω μου τα φεγγάρια και τους ήλιους και στην άμμο ένα αστέρι που δυσκολεύομαι να καταλάβω πόσες γωνίες έχει, ένα αστέρι που σε κάθε της ανάσα η θαλασσιά το σβήνει. Άναψα έπειτα δίπλα της ένα φανάρι χάρτινο, κόκκινο κι αυτό. Ένα φανάρι που θα έπρεπε να στείλει το φιλί της θάλασσας στον ουρανό. Δεν πίστεψα στις ευχές και το φανάρι έπεσε και πνίγηκε. Πνίγηκε και το φιλί της. Έπεσα στο πλάι να μη βραχώ, να μη βουτήξω μέσα της, να μη με αγγίξει, να περισυλλέξω όσα από τα συντρίμμια μπορώ με ένα μακρύ ξερό φύλλο ενός φοίνικα, τις χαμένες ευχές και τα νεκρά φιλιά μπας και ηρεμήσει. Ηρέμησε. Αυτή κι εγώ έπειτα βρεθήκαμε σε μία ταράτσα. Κοιτούσαμε την πόλη. Τη βρέξαμε την πόλη. Την αγγίξαμε. Την κερδίσαμε.