Η Έσθερ ήταν η γιαγιά μου. Είχε μία θεωρία. Ήταν μπερδεμένη όπως κάθε θεωρία που σέβεται τον εαυτό της και τον σκεπτόμενο άνθρωπο που θα σταθεί απέναντί της. Σπουδάια όμως, ναι! Όπως κάθε τι με αρχή και τέλος ασύλληπτο που επιλέγεις ν’αγνοείς ή πλάθεις γύρω του ιστορίες να μην σε τρομάζει. Ένα μεγάλο της μέρος, αφορούσε στον ρόλο των αισθήσεων στις ζωές μας.
«Τα σημαντικά κρύβονται, κοιμούνται και ξυπνάνε στις αισθήσεις. Στις αισθήσεις μου και στις αισθήσεις σου».
Μα είχε ακόμα κι αυτό τόσα πολλά κενά, αν και ήταν ό,τι πιο σαφές είχα ακούσει.
Σας μπερδεύω σωστά; Ζητώ συγγνώμη, μα έτσι κάνουν οι μπερδεμένοι. Η θεωρία της τα έβαζε με τον έρωτα. Τον έρωτα-καύσιμο της ζωής. Πίστευε ότι δεν πρέπει να προσωποποιείται, ούτε και να οριοθετείται. Πρέπει να’ναι λαίλαπα, λάβα καυτή και ταυτόχρονα δειλινό στην πιο γαλήνια θάλασσα, μωρό που κοιμάται στην αγκαλιά της μάνας του. Παρ'όλο που δεν ήθελε όμως ούτε πρόσωπο, ούτε όριο, όλη της η ζωή ήταν ένας αγώνας να βρει τον έναν άνθρωπο-αστείρευτη πηγή που θα την ποτίζει για να ξεδιψάει και να δημιουργεί παντοτινά παραμύθια.
Ξεκίνησα να μιλώ μαζί της γι'αυτά από πολύ μικρή και μπήκα σε σκέψεις που δε θα έπρεπε να με έχουν βασανίσει από τόσο νωρίς. Ύστερα όταν μεγάλωσα, με άφηνε και περνούσα ώρες ανάμεσα στα πολύτιμα βιβλία της και στα ακόμα πιο πολύτιμα γραπτά της. Διάφορα μικρά τετράδια που την συνόδεψαν σε όλη της ζωή. Πάντα είχε ένα μαζί της! Θα μπορούσα να πω ότι αυτά ήταν οι πραγματικοί της φίλοι, η οικογένεια της. Κάθε κοπέλα είχε άγχος να έχει στο τσαντάκι της κάποια χτένα, ένα κραγιόν, κλειδιά ή χρήματα. Η Έσθερ το μόνο που ήθελε να έχει πάντα μαζί της ήταν ένα τετραδιάκι κι ένα στιλό. Κάποιες φορές αναρωτιόμουν αν υπήρχε κάποιος άνθρωπος που να είχε την ίδια σημαντικότητα στον εγκέφαλό της, όσο η δίψα της για να γράφει και η αναζήτηση τρόπων για να τη σβήνει. Αναρωτιόμουν αν υπήρχε κάποιος που στα αλήθεια να διάβασε ό,τι έγραφε, να κατάλαβε τί ήθελε να πει και να ένιωσε τις λέξεις της να τον αγκαλιάζουν, να τον αγγίζουν, να τον γρατζουνάνε, να τον φιλάνε με πάθος...
Αυτά λοιπόν ήταν όσα κληρονόμησα από εκείνη. Μία δίψα, ένα πάθος. Με συγχωρείτε που κλαίω και σας αναστατώνω. Όλο αυτό με τα ελάφια με στενοχώρησε πολύ. Κατάλαβα ότι ίσως να μην υπάρχει ελπίδα... Το ελάφι που τότε έτρεξε να με προλάβει, πολλές φορές σκέφτομαι ότι δεν είχε ακούσει τελικά τίποτα. Δεν φώναξα αρκετά δυνατά. Ίσως έμεινε με μία απορία που θα μπορούσε να έχει λυθεί, ή ίσως βέβαια, να είχε ακούσει τα πάντα και να πίστεψα λάθος πως είχε καταλάβει. Η αδυναμία μου να σταματήσω το τρένο για να είμαι σίγουρη, πάντα θα με στοιχειώνει... Σαν την αδυναμία και την άρνηση των ελαφιών να κατανοήσουν την παντοτινή απόσταση που θα τα χωρίζει από ένα φεγγάρι ψεύτη. Σαν την άρνησή τους να αποδεχθούν πώς αν και το φεγγάρι είναι μοναδικό, αυτά είναι μιλιούνια. Ίσως όμως δε θέλησα ποτέ να σταματήσω πραγματικά το τρένο για ένα τόσο τυφλό ελάφι κι ίσως η άρνησή μου να αποδεχθώ αυτή την τόσο εγωιστική αντίδραση να είναι το αληθινό στοιχειό. Αλλά αν ήταν έτσι δε θα μοιραζόμουν ποτέ μαζί του το μυστικό.
Με συγχωρείτε, θα χρειαστώ λίγο χρόνο να συγκροτήσω τη σκέψη μου. Θέλω να σας εξηγήσω, αλλά πρώτα πρέπει να ξεχάσω, για να καταφέρω να θυμηθώ. Θα σας καλέσω εγώ ξανά σε 6000 ώρες. Θα είστε ακόμα σε εκείνο το μπαρ;