20171213

παράξενες ερωτήσεις

Αν σε ρωτήσω πόσο κάνει 1 + 1 θα μου απαντήσεις κάτι.
Οι περισσότεροι θα μου απαντήσουν κάτι γρήγορα και με σιγουριά.
Κάποιοι θα σκεφτούν ότι ίσως πρόκειται για ερώτηση παγίδα.
Κάποιοι θα απαντήσουν αλλόκοτα.
Μπορεί να απαντήσουν σωστά, διαφορετικά, ή λάθος, ή τρελά. Το επίθετο που θα χαρακτηρίσουμε την απάντηση καθορίζει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο και τον τρόπο που θέλουμε αυτός ο κόσμος να «χορεύει».
Άρχισα να σκέφτομαι ότι έχω φοβερό πρόβλημα με τις ερωτήσεις κάπου στο δημοτικό όταν μου έδιναν να συμπληρώσω λευκώματα.
Ή ίσως και πιο πριν όταν με ρωτούσαν αν αγαπώ πιο πολύ την μαμά ή τον μπαμπά και πώς θα μπορούσα να τους εξηγήσω;
Ερωτήσεις όπως: σου αρέσουν τα σκυλάκια ή τα γατάκια, ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία, ομάδα, τραγουδίστρια ή ποιο είναι το αγαπημένο σου συγκρότημα ή ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα ή φαγητό ή τραγούδι, μου προκαλούσαν μεγάλη δυσφορία.
Πώς γίνεται κάποιος να έχει μονάχα κάτι αγαπημένο όταν έχει ένα αχανές λιβάδι με αγάπες; Πώς γίνεται αυτό που είναι αγαπημένο μου την Δευτέρα, να είναι αγαπημένο μου και την Παρασκευή; Αυτό που μου αρέσει τον Γενάρη, πώς να μου αρέσει το ίδιο και τον Αύγουστο;
Υπάρχουν βέβαια κάποιες σταθερές στη ζωή μου που συνταξιδεύουμε πολλά χρόνια παρέα, μα θα ψάξω κάποια άλλη φορά το γιατί...
Κι έπειτα ήρθαν κι άλλες περίεργες ερωτήσεις. Πιο γενικές πια, αλλά το ίδιο πιεστικές... Τι μουσική ακούς; Που βγαίνεις; Πότε θα μεγαλώσεις; Ποια εποχή σου αρέσει πιο πολύ;
Και τώρα πια οι ερωτήσεις των μεγάλων! Που εργάζεσαι; Που μένεις; Έχεις σχέση; Τι κάνεις;
Δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς είναι αυτό που με ενοχλεί στις ερωτήσεις. Αν είναι η τάση τους να σε περιορίσουν, ή αν αυτοί που ρωτάνε στην πραγματικότητα δεν θέλουν να ακούσουν ή θέλουν να ακούσουν αυτό που τους χαϊδεύει τα αυτιά.
Οι ίδιες βέβαια ερωτήσεις θα ήταν πιο εύκολες αν η απάντησή τους αφορούσε μονάχα το πώς νιώθουμε εκείνη την στιγμή, ή μία συγκεκριμένη στιγμή της ζωής μας, ή αν θα μπορούσαμε τέλος πάντων να κάνουμε μία ανάλυση-αιτιολόγηση.
Παράξενες είναι και οι ερωτήσεις που ως απάντησή τους σηκώνουν αυστηρά ένα «ναι» ή ένα «όχι» ένα «θέλω» ή ένα «δε θέλω» και δε σε αφήνουν να συμπληρώσεις με το μαγικό «αλλά».
Βέβαια αν δεν υπήρχαν αυτές οι ερωτήσεις ίσως όλα να ήταν υγρά. Ίσως ο κόσμος να κατέρρεε. Ίσως πρέπει να υπάρχει μία ισορροπία συγκεκριμένων ερωτήσεων, απαντήσεων, ανθρώπων και ονείρων. Ίσως και όχι...
Από την άλλη είναι και αυτές οι ερωτήσεις που απολαμβάνω τόσο πολύ να απαντάω! Ίσως είναι ίδιες με αυτές που δε μου αρέσουν και απλά έχουν τεθεί πιο «σωστά». Μου αρέσει τόσο πολύ να απαντάω. Μου αρέσει πολύ και να ρωτάω όμως.
Βέβαια, φταίω κι εγώ κάπου. Το συντηρώ μερικές φορές. Ύπουλα θέτω βαρετές ερωτήσεις και μία αλήθεια είναι ότι αν δεν υπήρχαν αυτές οι άσχημες ερωτήσεις, δε θα μπορούσα να κάνω μία γρήγορη τακτοποίηση του συνομιλητή μου στα συρταράκια μου. Πιθανόν να είναι άδικο, αλλά κάποιες φορές τακτοποιώ. Το καλό είναι ότι ανοίγω τα συρταράκια συχνά και τα πετάω όλα στον αέρα, αλλά κάποιοι έχουν γατζωθεί στα συρταράκια και γι'αυτό δεν φταίω.
Ναι...
Σήμερα νιώθω γαλάζιο του τρυπημένου μου τζιν. Σχεδόν όλα μου τα ρούχα έχουν μία τρύπα και ποτέ μου δε με ένοιαξε. Ίσως κάποιες φορές τις ράβω, σπάνια, αλλά τις περισσότερες τις ντύνομαι περήφανα. Έφαγα πολύ σήμερα. Νιώθω πώς τίποτα σπουδαίο δεν συνέβη μέχρι τη στιγμή που...

20171212

carburetter

Κι έτσι μαλακά μπήκε ακόμα ένα δώδεκα στη ζωή μου. Άρχισε να κάνει λίγο παραπάνω κρύο και λίγη παραπάνω τζαζ. Όλα είναι περίπου σαν κρασί με γεμάτο σώμα, μαλακό.

Ωστόσο η Έλλη έπεσε.

Η ιστορία της Έλλης ξεκινάει κάπου στα βάθη της ανατολής όταν μία κινέζικη κίτρινη καταιγίδα της άλλαξε απροσδόκητα το παραμύθι. Ήταν περίπου μεσημέρι και έπλεε στα βαθιά. Τότε δεν είχε κρύο, ούτε τζαζ. Μονάχα πλεύση. Μέσα στη βάρκα που έπλεε μονάχη, περνούσε αρκετές ώρες τρέχοντας επί τόπου κι ακούγοντας Σοπέν. Μόνο Σοπέν.
Εκείνη την Τρίτη και ενώ έπλεε, η κινέζικη κίτρινη καταιγίδα προειδοποίησε με το βαθύ της μουγκρητό. Όπως ήταν λογικό, ο Σοπέν στα αυτιά της Έλλης δεν την άφησε να ακούσει τα προειδοποιητικά σημάδια.
Λίγες στιγμές αργότερα η Έλλη βρισκόταν μέσα στη γκρίζα θάλασσα.
Κακή βάρκα ή κακή η καπετάνισσα έχει άραγε καμία σημασία;
Σχεδόν αναίσθητη όπως πάντα, το κύμα την ξέβρασε στο νησί 91217.
Όταν ξύπνησε απέναντι της καθόταν ένα τεράστιο βάζο με γλυκό του κουταλιού και την κοιτούσε ευτυχισμένο.
Η Έλλη άρχισε να κλαίει κι έπειτα σταμάτησε. Ύστερα άρχισε να κλαίει ξανά κι έπειτα σταμάτησε πάλι. Αυτό το έκανε πολλές φορές μέχρι που το γλυκό του κουταλιού τη διέκοψε για να τη ρωτήσει ευγενικά αν είχε μαζί της κουτάλι να της χαρίσει λίγο από τον εαυτό του. Μεταξύ μας ήθελε και λίγο να ξαλαφρώσει, αλλά είχε πολύ γλυκιά καρδιά αυτό το γλυκό του κουταλιού, οπότε σίγουρα ήθελε να την κάνει χαρούμενη.
Η Έλλη έχασε το κουτάλι της μαζί με την βάρκα. Το γλυκό στενοχωρήθηκε γιατί περίμενε πολύ καιρό κάποιον με έναν κουτάλι. Η Έλλη έβαλε πάλι τα κλάματα.
Η ζωή της Έλλης ήταν πολύ παράξενη. Είχε κάνει πολλές βόλτες τη γη. Είχε γνωρίσει πολύ παράξενα πλάσματα. Κάθε της μέρα ήταν σαν ταινία κι όσες δεν ήταν, τις έκανε η Έλλη να είναι. Είχε πολλές ιστορίες να σου πει, αλλά έπρεπε να νιώσει ότι θες να τις ακούσεις πρώτα. Αλλιώς η Έλλη δε μιλούσε. Παρατηρούσε κι έπινε μέντα.
Αυτή την εποχή κανείς δεν ήθελε να ακούσει, έτσι μία μέρα που η Έλλη καθόταν δίπλα σε έναν φάρο και χάζευε μία τη θάλασσα, μία το κόκκινο φως του φάρου και μία το φεγγάρι πίνοντας μέντα, αποφάσισε να φύγει. Πήρε μία βάρκα και ταξίδευε στη θάλασσά της. Δεν ήξερε που πήγαινε. Ίσως ποτέ δεν ήξερε, αλλά πιθανότατα εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να βρεθεί σε κάποιο ξένο, παράξενο νησί.
Κοιτάζοντας λίγο καλύτερα το γλυκό και το έντονο πορτοκαλί του χρώμα της θύμισε κάτι.

_ Πώς σε λένε;
_ Είμαι το γλυκό του κουταλιού Μ. Εσένα;
_ Έλλη
_ Θα μου πεις μία ιστορία;

Η Έλλη σηκώθηκε, τακτοποίησε τα ανακατεμένα της μαλλιά, πέταξε μακριά τα μαύρα της γυαλιά, τέντωσε ψηλά τα χέρια της και με ένα χαριτωμένο αλματάκι έπεσε μέσα στο βάζο με το γλυκό του κουταλιού.
Δεν μπόρεσε να θυμηθεί τι ήταν αυτό το πορτοκαλί χρώμα.
Τέλος.

Υ.Γ. Έκαναν κι ένα παιδί και το είπαν Μέλι.