Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, κόντευε δύο το βράδυ θαρρώ. Το βαθύ σκοτάδι έσπαγε ο ήχος της βροχής. Η πόλη στολισμένη με λαμπιόνια, καρτερικά έβλεπε τον ερχομό των γιορτών και της απελπισμένης νόθας χαράς που στόλιζε τους νυχτερινούς διαβάτες. Δρόμοι υγροί, άνεμος που λυσομανάει, κρύο που σαν τη μύτη από το δρεπάνι του Χάροντα άγγιζε πονηρά την καυτή φλόγα της εγκλωβισμένης στο σώμα σου ανάσας.
Μετά από ώρες σε δύσβατα αδιέξοδα φαύλων κύκλων στα οποία η μελωδία μίας ελπίδας για διέξοδο σιωπηλά σχεδόν ούρλιαζε, με μία ένοχη ηδονή άγγιζα στη μοναδική μου τσέπη τα προτευλευταία μου χρήματα. Δεν ήταν πολλά, μα ήταν αρκετά για να τα ανταλλάξω με λίγη τροφή που θα με βοηθούσε να επιβιώσω.
Βρέθηκα έξω από το βρωμερό ναό της "γρήγορης τροφής". Όλοι ήξεραν καλά τι συνέβαινε εκεί μέσα, κανείς όμως δεν τολμούσε μήτε να τρέξει μακριά, μήτε να ξορκίσει το κακό.
Πέρασα τις πύλες.
Δειλά, δειλά κατάφερα να πάω κοντά της. Κοιτώντας χαμηλά της ψιθύρισα τι ήθελα να μου φέρει. Ζήτησα παραπάνω απ'όσα μπορούσα να έχω. Με λυπήθηκε νομίζω. Προσπάθησε να δει αν μπορεί δίχως να το μάθει ο αφέντης να μου δώσει το κάτι παραπάνω. Της χαμογέλασα. Η καλή της πρόθεση με τάισε από κάτι που έμοιαζε ξένο πια σε αυτό τον πλανήτη. Δε μπόρεσε να με βοηθήσει, αλλά μου ήταν αρκετό αυτό που τα μάτια μου είχαν δει. Τα μάζεψε γρήγορα σε μία σακούλα και μου ευχήθηκε "καλό βράδυ". Πόσο ειρωνικό;
Η μανία της γης στο κρεσέντο της.
Άνοιξα να φάω πρώτα μία δύο πατατουλίτσες, μου χύνεται η κρόκα κόλα στο μπέργκερ, με πιάνει πανικός να σώσω την κρόκα κόλα, βρέχονται οι πατάτες, το μπέργκερ έχει γίνει ήδη νιμού, το ψωμάκι-πάτος έχει γίνει παπάρα με κόκα, πάω να το σηκώσω μου πέφτει στο κράσπεδο, βρέχει η βροχή το ψωμάκι-κορυφή μένω με το κοτοπούλο σόλο, στο επόμενο βήμα -χλαατσ- μου πέφτει sauce και τυρί κάτω. Βγάζω την κουκούλα και τα παίζω όλα για όλα. Δε με ένοιαζε τίποτα πια. Τα είχα χάσει όλα μέσα σε δύο στιγμές. Τελικά έφαγα ένα παπαριασμένο κοτόπουλο με βροχόνερο από πάνω, κρόκα κόλα από κάτω, υγρές πατάτες και πέντε γουλιές κρόκα κόλα από το μισό λίτρο που είχα αγοράσει με τα προτελευταία μου λεφτά.
Ρεύτηκα με θλίψη καθώς συνέχιζα να περπατάω στο έλεος της βροχής.
Υ.Γ. Μήπως του κύκλου του φαύλου το φ δεν είναι φ, αλλά είναι κ ;
Μετά από ώρες σε δύσβατα αδιέξοδα φαύλων κύκλων στα οποία η μελωδία μίας ελπίδας για διέξοδο σιωπηλά σχεδόν ούρλιαζε, με μία ένοχη ηδονή άγγιζα στη μοναδική μου τσέπη τα προτευλευταία μου χρήματα. Δεν ήταν πολλά, μα ήταν αρκετά για να τα ανταλλάξω με λίγη τροφή που θα με βοηθούσε να επιβιώσω.
Βρέθηκα έξω από το βρωμερό ναό της "γρήγορης τροφής". Όλοι ήξεραν καλά τι συνέβαινε εκεί μέσα, κανείς όμως δεν τολμούσε μήτε να τρέξει μακριά, μήτε να ξορκίσει το κακό.
Πέρασα τις πύλες.
Δειλά, δειλά κατάφερα να πάω κοντά της. Κοιτώντας χαμηλά της ψιθύρισα τι ήθελα να μου φέρει. Ζήτησα παραπάνω απ'όσα μπορούσα να έχω. Με λυπήθηκε νομίζω. Προσπάθησε να δει αν μπορεί δίχως να το μάθει ο αφέντης να μου δώσει το κάτι παραπάνω. Της χαμογέλασα. Η καλή της πρόθεση με τάισε από κάτι που έμοιαζε ξένο πια σε αυτό τον πλανήτη. Δε μπόρεσε να με βοηθήσει, αλλά μου ήταν αρκετό αυτό που τα μάτια μου είχαν δει. Τα μάζεψε γρήγορα σε μία σακούλα και μου ευχήθηκε "καλό βράδυ". Πόσο ειρωνικό;
Η μανία της γης στο κρεσέντο της.
Άνοιξα να φάω πρώτα μία δύο πατατουλίτσες, μου χύνεται η κρόκα κόλα στο μπέργκερ, με πιάνει πανικός να σώσω την κρόκα κόλα, βρέχονται οι πατάτες, το μπέργκερ έχει γίνει ήδη νιμού, το ψωμάκι-πάτος έχει γίνει παπάρα με κόκα, πάω να το σηκώσω μου πέφτει στο κράσπεδο, βρέχει η βροχή το ψωμάκι-κορυφή μένω με το κοτοπούλο σόλο, στο επόμενο βήμα -χλαατσ- μου πέφτει sauce και τυρί κάτω. Βγάζω την κουκούλα και τα παίζω όλα για όλα. Δε με ένοιαζε τίποτα πια. Τα είχα χάσει όλα μέσα σε δύο στιγμές. Τελικά έφαγα ένα παπαριασμένο κοτόπουλο με βροχόνερο από πάνω, κρόκα κόλα από κάτω, υγρές πατάτες και πέντε γουλιές κρόκα κόλα από το μισό λίτρο που είχα αγοράσει με τα προτελευταία μου λεφτά.
Ρεύτηκα με θλίψη καθώς συνέχιζα να περπατάω στο έλεος της βροχής.
Υ.Γ. Μήπως του κύκλου του φαύλου το φ δεν είναι φ, αλλά είναι κ ;