Τελειώνει κι αυτό το καλοκαίρι. Πήρα μία βάρκα. Πήρα και δύο κουπιά γιατί δεν έχω δυνάμεις πια και με το νου μονάχα δεν θα το ταξιδέψω το όνειρο. Τη βάρκα θα την πω Μαριγούλα. Θα πάω με την Μαριγούλα ανάποδα στην ποταμό. Αυτό θα κάνω, αυτό έκανα πάντα. Σταματώ να πιστεύω σε παραμύθια. Εκεί γέρνει η ψυχή μου τώρα. Ο κόσμος είναι σκληρός, πολύ κι εγώ ακόμα περισσότερο. Όταν κουραστώ πραγματικά, δίχως να τ' ομολογήσω ξανά πουθενά, θα ξαπλώσω στην Μαριγούλα και θ' αφεθώ κοιτώντας τον ουρανό να με φτάσει το νερό πίσω στη θάλασσα. Αν η θάλασσα έχει κοχύλια, μπορεί για λίγο να ξεχαστώ, να βρω μερικά, να τα μαζέψω, να φτιάξω κοσμήματα «πανάκριβα» από σπάγκο, αναμνήσεις κι αλάτι. Θα σου χαρίσω μερικά. Κι αν η θάλασσα είναι ανταριασμένη, την Μαριγούλα πάνω μου έχω δέσει, μη φοβάσαι. Αυτό είναι ένα μυστικό που δεν είπα ποτέ πουθενά. Αν η Μαριγούλα δεμένη πάνω μου πάει να με πνίξει, στον λαιμό έχω πάντα μαζί μου το μαχαίρι μου. Το σχοινί θα κόψω κι έπειτα ξανά στο ρέμα ανάποδα θα πάω με το σώμα μου, θα γίνω καταρράκτης, σύννεφο, βροχή. Θα φύγω από τον ουρανό και με τη μουσική που θα κάνουν οι σταγόνες μου σαν πέφτουν, μία βάρκα θα φτιάξω ξανά και ξανά και ξανά. Κάποτε ίσως, κάποιος, σε κάποια όχθη σταματήσει να πιεί νερό να ζήσει. Ίσως δει αυτόν τον κύκλο και καταλάβει πως στην πραγματικότητα το μόνο πρόβλημα ήταν ότι πίστευα πολύ στα παραμύθια και πως είπα ψέματα ότι είχα καρδιά σκληρή. Μα τι θα με νοιάζει πια... Ο κόσμος σου 'πα είναι σκληρός κι όχθη ποτέ δεν είδα που να ξέρει από νερό.