20220623

ο έρωτας και το φεγγάρι

 Να τώρα αυτή τη στιγμή νιώθω πολύ ερωτευμένη. Ερωτευμένη με ιδέες, με φαντάσματα, με το τώρα, το μετά. Με το αλάτι, με το νερό, με τον ήλιο, με το φεγγάρι. Κυρίως με το φεγγάρι. Αλλά να σου πω και κάτι, δε θα ήθελα ποτέ να πάω εκεί. Ο φόβος της τόλμης, της μεγαλοπρέπειας, του σχεδόν απόλυτου, άγνωστου και γυμνού, της κατάκτησης, της ολοκλήρωσης, του τέλους. Είμαι ερωτευμένη με την παρατήρηση του φεγγαριού. Με την ιδέα. Και άντε και πήγα. Τι; Άντε και το άγγιξα, άντε και τα χείλη μου το ακούμπησαν και ένα σωρό άλλα πράγματα που μπορεί να κάνει κάποιος με το φεγγάρι στο φεγγάρι μόνος του... Μετά τι; Ενώ τώρα βασανίζομαι. Υποφέρω και μου αρέσει. Υπάρχει ολόλαμπρο από το φως που του χαρίζω, τόσο κοντά μα συγχρόνως εξωφρενικά μακριά, μαγικό, ενθρονισμένο μέσα μου, ιδεατό. Πνίγομαι στον βούρκο του ρομαντισμού. 

 Έτσι λοιπόν πρέπει να είναι ο έρωτας. Όλα όταν τον φτάσεις και τον πιάσεις, όλα καταρρέουν, γίνονται ίδια, απλά. Πάει το πολύπλοκο, πάει η ανάλυση, πάει η δημιουργικότητα. Βέβαια τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς αυτά τα πρώτα φιλιά. Δεν ξέρω. Είμαι πολύ μπερδεμένη σχετικά με αυτό. Τα πρώτα φιλιά πρέπει πάντα να συμβαίνουν. Ίσως να πρέπει να μένει εκεί. Για να μπορείς μία ζωή να ξεδιψάς αλλά και διψασμένος να μένεις, ζωτικής σημασίας το νερό αυτό, το παλαβό, το καθαρό, το παραμυθένιο. Για να μπορείς να τραγουδάς αληθινά: No te vayas quédate. 

 


20220612

το λεμονόδεντρο

 Κάτι μέσα μου έχει κολλήσει. Πάω από κίτρινο λεμονόδεντρο σε κίτρινο υποβρύχιο. Από το κεφάλι του Λένιν σε πεδία μαγνητικά και από μέρα σε νύχτα. Ξέρω, θα σου φανούν πάλι ακατάληπτα αυτά που σου γράφω. Ίσως φταίει η απόσταση. Τι να καταλάβεις εσύ εδώ στη Γη αν κλάνει ο Ουρανός

 Το καλοκαίρι μας έχει τρεις μήνες. Ήδη έχει περάσει ο μισός και ίσως μονάχα να άγγιξα κάποια ιδέα. Τη δεύτερη ιδέα, γιατί υπήρχε ακόμα μία που άφησα στην άκρη. Κι ακόμα μία κι άλλη μία. Η εμπειρία μου σε αυτή τη ζωή, μου έχει αφήσει τη γεύση πως τις σπουδαίες ιδέες δεν τις αφήνεις στην άκρη. Τις κυνηγάς και τις γραπώνεις. Πέφτεις με όλη τη δύναμη και το μυαλό σου πάνω τους. Ματώνεις τα γόνατά σου, ματώνεις την καρδιά σου, μα τις κατακτάς. Τις κάνεις δικές σου και κολυμπάς μέσα σε αυτές. Όπως στο νερό της θάλασσας που σε τυλίγει στα υπέροχά σου τα μακροβούτια. 

 Τελείωσε προσωρινά και με τα δύο μάτια, είπαν. Κατά τα άλλα ο ουρανός, εδώ ο δικός μας, όχι ο κλανιάρης, είναι συννεφιασμένος. Ξανά και ξανά θα νιώθω πως η Σερενάτα του Σούμπερτ μπορεί να μηδενίσει κάθε απόσταση. Έπειτα θα ξυπνάω ξανά και ξανά και θα αντικρίζω την πραγματικότητα. Καμία σερενάτα, κανένα μονόγραμμα και καμία φυλή των λιλιπούα δεν μπορεί να αλλάξει τη ζοφερότητα. Πως να σε συγκινήσει άλλωστε το ακατάληπτο; 

 Μα, εκεί που πίνω την τελευταία γουλιά τσάι και πιστεύω πως ο ρομαντισμός πέθανε, πάει, αυτό ήταν, κατεβαίνει ένας τύπος με τιράντες και κιθάρα. Χορεύει λίγο μόρνα μόνος με κλειστά μάτια, με ανοιχτά παίζει κιθάρα και μας κοιτάει με ένα χαμόγελο. Ένας άλλος που λέει πως είναι κουρέλι και παράσιτο, είναι ο πιο ενδιαφέρων και «ψηλός». Mία κοπέλα με τα μισά της μαλλιά διαφορετικά από τα αλλά μισά, είναι η πόλη μου και η Χίλντεγκαρ φον Μπίγκεν, ω ναι, η Χίλντεγκαρ μοιράζει ξόρκια και βοτάνια στην έξοδο του παραδείσου. 

 Θα ρίξω λίγο αλάτι στη θάλασσα λοιπόν. Θα ζωγραφίσω με το δάχτυλο μου αστέρια εκεί πάνω και μετά θα σκάψω με το μυαλό μου μία τρύπα και θα κάνω μέσα της μία βουτιά. Θα βγω όταν μετρήσω ως το δέκα και έχετε όλοι κρυφτεί και θα ρίξω λίγο αλάτι στη θάλασσα σου. Θα ζωγραφίσω με το δάχτυλο μου αστέρια πάνω σου κι έπειτα θα σκάψω νοερά μία τρύπα μέσα σου και θα κάνω μία βουτιά. Θα βγω σαν μετρήσω ως το δέκα και έχεις πια κρυφτεί. Θα ρίξω λίγό αλάτι στη θάλασσά μου. Θα ζωγραφίσω με το δάχτυλο πάνω μου το φεγγάρι και μετά θα σκάψω μία τρύπα στο μυαλό μου και μέσα της θα βουτήξω. Θα μετρήσω ως το δέκα να κρυφτώ και θα βγω. Θα ρίξω λίγο αλάτι στη θάλασσα...