Να τώρα αυτή τη στιγμή νιώθω πολύ ερωτευμένη. Ερωτευμένη με ιδέες, με φαντάσματα, με το τώρα, το μετά. Με το αλάτι, με το νερό, με τον ήλιο, με το φεγγάρι. Κυρίως με το φεγγάρι. Αλλά να σου πω και κάτι, δε θα ήθελα ποτέ να πάω εκεί. Ο φόβος της τόλμης, της μεγαλοπρέπειας, του σχεδόν απόλυτου, άγνωστου και γυμνού, της κατάκτησης, της ολοκλήρωσης, του τέλους. Είμαι ερωτευμένη με την παρατήρηση του φεγγαριού. Με την ιδέα. Και άντε και πήγα. Τι; Άντε και το άγγιξα, άντε και τα χείλη μου το ακούμπησαν και ένα σωρό άλλα πράγματα που μπορεί να κάνει κάποιος με το φεγγάρι στο φεγγάρι μόνος του... Μετά τι; Ενώ τώρα βασανίζομαι. Υποφέρω και μου αρέσει. Υπάρχει ολόλαμπρο από το φως που του χαρίζω, τόσο κοντά μα συγχρόνως εξωφρενικά μακριά, μαγικό, ενθρονισμένο μέσα μου, ιδεατό. Πνίγομαι στον βούρκο του ρομαντισμού.
Έτσι λοιπόν πρέπει να είναι ο έρωτας. Όλα όταν τον φτάσεις και τον πιάσεις, όλα καταρρέουν, γίνονται ίδια, απλά. Πάει το πολύπλοκο, πάει η ανάλυση, πάει η δημιουργικότητα. Βέβαια τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς αυτά τα πρώτα φιλιά. Δεν ξέρω. Είμαι πολύ μπερδεμένη σχετικά με αυτό. Τα πρώτα φιλιά πρέπει πάντα να συμβαίνουν. Ίσως να πρέπει να μένει εκεί. Για να μπορείς μία ζωή να ξεδιψάς αλλά και διψασμένος να μένεις, ζωτικής σημασίας το νερό αυτό, το παλαβό, το καθαρό, το παραμυθένιο. Για να μπορείς να τραγουδάς αληθινά: No te vayas quédate.