20250830

Ελιές για ήρωες

 Έσβησα με μία λάθος κίνηση όλες τις φωτογραφίες του Αυγούστου. Χάθηκαν. Μετά σκέφτηκα όλες τις φωτογραφίες και τα βίντεο που βγάζω, όπου ανά διαστήματα τακτοποιώ στους σκληρούς δίσκους κι έπειτα; Τα βλέπω ποτέ; Τι τις κρατάμε τόσες στιγμές; Φαίνονται ωραίες οι στιγμές μου που απαθανάτισα κι ωραιότερες εκείνες που δεν μείναν σε καρέ μα ντύθηκαν με όλη μου την αλήθεια. Κι έπειτα με πήρε η μεγάλη κατρακύλα... Ξεκίνησε η Ρίζου να λέει για την σωτηρία της ψυχής κι εγώ σα να θύμωσα λίγο με πολλά πράγματα ταυτόχρονα και φαινομενικά άδικα. Με τις φωτογραφίες που δεν λένε αλήθειες οι στιγμές τους, με τους ανθρώπους που δεν λένε αλήθειες έστω στον ίδιο τους τον εαυτό. Γιατί εντάξει, οι αλήθειες δεν είναι πάντα εύκολες για τους απέναντι, αλλά είναι λυτρωτικές για τα μέσα μας και για όσους τον σηκώνουν αυτό τον χορό. 

 Σα να έχω λίγο μουδιάσει. Σαν να έκανα βουτιά σε γαρυφαλέλαιο. Τόσα πολλά να πω και να κάνω, να γράψω, να φιλμάρω, να χορέψω, να μουσικώσω κι όμως... Ακίνητη σχεδόν ανοίγω δειλά πάλι τις σημειώσεις μου κι ως εκεί. Ούτε καν εδώ. Θα χανόταν ο Αύγουστος σε δύο στιγμές σκέψου έτσι άδοξα, ξανά. Σκέφτηκα και την επόμενη μικρού μήκους μου, αλλά αν την κάνω θα νιώσω μεγάλη λύπη ή πως είμαι πολύ πολύ πολύ χαζή. Και γιατί πια να μοιραστώ; Μιλάω, άμα μιλάω σε κενό κι ορίστε κύριες και κύριοι η χαζάδα μου. Κι έτσι παύω. Σιωπώ. Χάνονται όλα μου τα νοήματα μαζί με τα καλοκαίρια. 

 Πιότερο βέβαια από χαζή προτιμώ να αισθάνομαι λύπη κι έτσι ένα βράδυ πήρα το σκουπόξυλο, μία ταινία κολλητική, ένα πινελάκι και την χαλασμένη μπογιά και χάθηκα στο φως. «Δεν αναπνέω αν δεν ξεδιψώ ή δεν αναπνέω αν δεν δημιουργώ» κακοτραγούδησα φέτος το καλοκαίρι τους στίχους μου, ψάχνοντας να δω που στέκεται καλύτερα το σενάριο και το κακόντυσα με νότες λάθος ξεκούρδιστες. Σωστές λάθος. Και με τα σωστά λάθη έπειτα εμπνευσμένη, έβαψα και τους τοίχους του δίπλα μαχαλά με χρώματα της νύχτας. Και πήγα και ξαναπήγα κι έμεινα να το κοιτώ. Ωραίο το κάδρο, μα άδεια η σκηνή, την κατάπιαν άλλες παραστάσεις. Ο τοίχος (;) είχε πια τη δική μου ιστορία, πήγα την έγραψα μια νύχτα με μπογιά κι ήταν τέσσερις λέξεις μοναχά ελευθερίας κι έπειτα είπαν, πως τις έγραψαν παιδιά. Δεν ξέρω, μα σκέφτηκα πως αυτό που συμβαίνει μέσα μου, αυτή η ανεξάντλητη ικανότητα δημιουργίας είναι δώρο και να την κάνω τοσοδούλα δεν πρέπει, δεν είναι σωστό... Έλεγα συχνά παλιότερα «δεν ξέρω» και κάποτε ο Βασιλάκης μου είπε «σταμάτα να λες δεν ξέρω» και δίκιο είχε ο σατανάς με είχε υποψιαστεί. Πίσω από κάθε «δεν ξέρω» μου, κρυβόντουσαν και κρύβονται απροκάλυπτα ακόμη, τα πιο μεγάλα «ξέρω» μου. Γιατί τα κρύβω είναι το θέμα;... Για να μην νιώσεις χαζός ή να μη νιώσεις λύπη; Να το πάλι! Τη λύπη μπορώ να τη διαχειριστώ, το να ήμουν όμως τόσο ανόητη, μου ρουφάει την ψυχή.

 Άρχισα εντατικά ξανά να ιδρώνω πολύ και να ακούω μόνο Σοπέν. Πως να στο χωρέσω αυτό σε μία αράδα; Πως να σου εξηγήσω τι συμβαίνει μέσα μου όταν επιλέγω αυτή τη μουσική για να ανεβάσω τους καρδιακούς μου παλμούς, ιδίως όταν όλα πεθαίνουν. Πως να σου μιλήσω για την Πολωνία και το «ράδιο Σοπέν» που έπαιζε στο τζιπάκι, στη συννεφιά, στο κρύο, στο ψιλόβροχο, στους δρόμους; Πως να σου πω που στ' αλήθεια οι σκέψεις μου, σα χαρταετοί πετούσαν; Πως να σου πω τι διαφορά έχει να τρέχω, να κάνω ποδήλατο, άρσεις θανάτου και στ΄αυτιά μου να παίζει Σοπέν αντί για τον Έμινεμ και το 'till I collapse... Ποιος θα μπορούσε να καταλάβει τι εννοώ; Ποιος θα μπορούσε να καταλάβει από το βλέμμα μου ή την κίνησή μου, που δεν προδίδει, τι παίζουν τα ακουστικά μου; Κρίμα να πιστεύω πως κάποιος θα ένιωθε, θα ήθελε να νιώσει, μα τι χαζή... 

 Πήρα έτσι το αμάξι κι άρχισα να πηγαίνω προς τον Σείριο προχθές. Θα έφτανα εκεί, θα ήμουν ασφαλής και ήρεμη εκεί, θα έγραφα εκεί, θα ανέπνεα εκεί. Προσπάθησα να με πείσω πως αυτό χρειαζόμουν, αυτό το εκεί. Στην ταινία «Δεκαπενταύγουστος» σε κάποιο καρέ, είμαι κι εγώ μέσα μάλλον χαμένη. Είχα πάει για δουλειά παλιά πολύ, να κάνω το κομπαρσάκι. Περίμενα στην ουρά στα Γκούντις στο σενάριο και στην πραγματική ζωή κάπως έδεσα στη σκέψη μου τον Σείριο, με το πράσινο τελετάμπι (σε παρακαλώ, θύμησέ μου κάποτε να σου πω αυτή την ιστορία), με την ταινία αργότερα, με κάτι τέλος πάντων λυπητερά λυτρωτικό... Έφτασα κάπου αρκετά ψηλά στον δρόμο κι ενώ στην αρχή το αγνοούσα, αυτό πεισματικά μου έβγαζε το μάτι στο πισωκάτοπτρο, μέχρι που το αποφάσισα πως δεν μπορώ πια να μην το ακούω που φωνάζει κι αναφώνησα δυνατότερα εγώ «μα τι σκατά κάνω;...» Κι ενώ τον Σείριο τον αγαπώ, η κατεύθυνση δε μου άρεσε. Η κατεύθυνση αυτή μου αρέσει μόνο αν ξέρω ότι θα φτάσω στις άκρες της χώρας. Βγήκα έτσι στην πρώτη έξοδο και έστριψα προς την άλλη, μόνο και μόνο για ν' αλλάξω το κάδρο μου, να ταιριάζει με την ψυχή μου και ν' αρχίζω να ταξιδεύω προς τα εκεί. Από κομπαρσάκι πρωταγωνίστρια ξανά. Κι άρχισα να πηγαίνω προς τη θάλασσα υπακούοντας στο φως και στην εικόνα του φεγγαριού. Τι ηρεμία μέσα μου προς εκείνη την κατεύθυνση κι ας μην είχα πια προορισμό... Την είχα σώσει την ψυχή μου Μαρίζα κι εκείνη τη νύχτα! 

 Κάποτε σε ένα σουπερμάρκετ άνοιξε δίπλα μου η πόρτα του ασανσέρ και βγήκε σπρώχνοντας το καροτσάκι της η Μαρίζα. Με κοιτάει μου μιλάει κι εγώ δεν ήξερα ποια είναι κι ας συνεργαζόμασταν τους προηγούμενους μήνες. Την κατάλαβα ύστερα από λίγο, αλλά πραγματικά για κάποια αρκετά δευτερόλεπτα που το καταλαβαίνει κι ο απέναντι μου, ξεχνάω πρόσωπα. Που μπορεί να είναι και πρόσωπα που αλληλεπιδρούσα συχνά και για καιρό. Μου συνέβη και χθες, μου έχει συμβεί κι άλλες φορές παλιότερα και δεν ξέρω πότε θα πρέπει ίσως να αρχίσω να ανησυχώ λίγο γι' αυτό; Μη θυμώσετε αν σας ξεχάσω. Βοηθήστε με να θυμηθώ. Εδώ φορές ξεχνάμε ποιοι είμαστε εμείς, καταλαβαίνετε πόσο εύκολο είναι να ξεχάσουμε ποιοι είναι οι άλλοι απέναντί μας... 

 Πριν την ταινία, αυτή την καινούργια μικρού μήκους, σκέφτηκα ξανά, να τα μαζέψω όλα και να τα τυπώσω. Για να φαίνεται μάλιστα, (πρόσεξε, να φαίνεται, όχι να είναι, δυστυχώς αυτό τελικά έχει σημασία) πιο «πειστικό» στους σοβαροφανείς σκέφτηκα να μου το εκδώσει κάποιος εκδοτικός και να αφήσω πια τις άναρχες αυτοεκδόσεις μου. Που να ξέρατε όμως αλήτες ότι ο εκδοτικός αυτός, δικός μου θα είναι και για την ακρίβεια δε θα είναι! Θα γίνει κι αλήθεια λέω, σταυρό φιλώ, σταυρό σηκώνω, ο εκδοτικός οίκος «ΦΑΝΤΑΣΜΑ». Θα έχει και ίνσταγκραμ όπως κάθε φάντασμα που σέβεται τον εαυτό του. 

 Τώρα, Σοπέν ακούω πάλι και σου/μου γράφω. Είμαι στην πλατεία Αβησσυνίας ξανά. Το ένα μου ακουστικό σταμάτησε, τελείωσε η μπαταρία του. Έτσι ακριβώς νιώθω. Ανάμεσα στα δύο μου ακουστικά, να διψώ για ισορροπία, με το ένα φαινομενικά λειτουργικό μα βουβό και το αριστερό να σηκώνει όλη τη μελωδία στις πλάτες του. Έτσι είναι η ζωή ολάκερη, αστεία ε; Προχθές, κόπηκε ξανά ο ιμάντας στ' άλογό μου. Σε μία επικίνδυνη στροφή βρέθηκα με μία φαινομενικά λειτουργική μηχανή να μην έχω κίνηση στους τροχούς. Στη μέση του δρόμου. Στο απέναντι ρεύμα, αφού κατάφερα να επιβιώσω από σύγκρουση, μία γιγαντιαία ταμπέλα «ΜΑΣΤΟΡΕΜΑΤΑ». Μα απέναντι, τι να το κάνεις; Πέρασμα δεν υπήρχε... Που και να υπήρχε δηλαδή, δεν ήταν μαστορέματα για άλογα. Εγώ αυτό χρειαζόμουν. Σε τέτοιες φάσεις παύει ο Σοπέν και σκάει ο Έμινεμ με το έτσι θέλω. Όταν έμεινεμ (ναι κι εγώ αστεία σου είπα είμαι, η πιο αστεία μάλλον τελικά). Σπρώχνω στα όρια του collapse, το πάω στον αληθινό μάστορα. Πάω να το πάρω όταν το ετοίμασε και μου λέει «έχω κι άλλο κακό νέο»... Είχα πατήσει και μία προκάρα και πήγαινα καιρό τώρα με σκασμένο λάστιχο που δεν είχα αντιληφθεί! Έτσι με πάει γενικά τελευταία. Και γέρνει η ζωή προς το σιωπηλό ακουστικό... και δε θέλω μωρέ, μου πονάει την καρδιά αυτή η σιωπή. Να είμαι όντως τόσο χαζή; Τι θλιβερό...

Υ.Γ. Τις ξέρεις τις «ελιές για ήρωες»; Κάτι τεράστιες ελιές είναι. Να, σκεφτόμουν πόσο όμορφο δώρο είναι να το κάνεις σε κάποιον που στα μάτια σου ήρωας φαντάζει. Όχι ολόκληρο κιλό ελιές, δεν χρειάζεται τόση ποσότητα. Σημασία έχει η κίνηση. Η σκέψη. 

Υ.Υ.Γ. Και δεν υπάρχει ρε γαμώτο μέση να σταθώ. Ή είμαι ένας περίγελος, ένα ανέκδοτο, ένα αστειάκι, χαζάδα, λάθος, μικρή, έπεσα τόσο μα τόσο έξω. Ή είμαι πολύ σωστή και βλέπω, διαβάζω και νιώθω βαθιά και καθαρά, σαν μύθος καλώς ή κακώς, γενναία, αυτόφωτη κι ίσως άγρια. 

Υ.Υ.Υ.Γ. Τι σου λέω; Τι μιλάω; Τι χαζή;

Υ.Υ.Υ.Υ.Γ. Αντίο καλοκαίρι...