Ο τόπος: Πλατεία Καρύτση. Βρίσκομαι εκεί που σημαίνει παράδεισος στην αρχαία περσική. Εδώ που κάθομαι είναι σα να ταξιδεύω με τρένο, πάνω σε τζαζοφανκό ράγες. Έξω τις τελευταίες ώρες, από χθες δηλαδή, έχει σηκωθεί αέρας τρομερός. Επιτέλους! Καλή καπετάνισσα είμαι και καλά τα τριμάρω τα πανιά και ταξιδεύω θαλασσιές ακόμα και σ' απανεμιές τα 'χουμε αυτά πολλάκις πει, αλλά, αν δεν φυσούσε αληθινά, οριακά τώρα θα πέθαινα. Καλά, όχι, αλλά δε θα ήθελα να καλοκαιρέψει προτού νιώσω αυτές τις σπηλιάδες στη θάλασσα έξω, να τιθασεύουν τις σπηλιάδες της θάλασσας μέσα μου.
Ο χρόνος: Ακαθόριστος. Ανύπαρκτος. Θα μετρήσω τον χρόνο σε χρήμα και θα καταθέσω πως πριν λίγο με σοδόμισε ο φόρος προστιθέμενης αξίας του τριμήνου. Θα μετρήσω το χρήμα σε χρόνο και θα πω πως μία σελήνη κι έξι χάδια πριν, χώρεσαν μέσα τους τρεις φάσεις, οι οποίες, -λυπάμαι μα δεν βρίσκω κανέναν λογοτεχνικό όρο να αποδώσει μαλακά κι αληθινά το επόμενο- μου «γάμησαν το στόμα». Έγραψα μονάχα σε χαρτί πράμα πολύ τον μήνα αυτόν, θησαυρό σπαρταριστό. Σ' ένα μαύρο μικιό σημειωματάριο ξεφόρτωσα πράγματα μεγάλα. Κι αφού έχω βουλώσει κάθε τρύπα μου αυτή τη στιγμή, σαν ένα παλιό καλόγουστο γυάλινο μπουκάλι, που κάποτε κουβάλαγε ρούμι, βούτηξα στον ωκεανό με τα γραμμένα μέσα μου, όχι για να με βρει κάποιος ναυαγός, να με διαβάζει κάποιο πένθιμο του φθινοπώρου δείλι, όχι για να με βρει κάποιο καράβι, να γράψουν οι ασυρματιστές του για μένα ποιήματα, βούτηξα για να δροσιστώ. Βούτηξα και καιγόμουν με μια σκέψη: στους πόσους βαθμούς, λιώνει η φωτιά το γυαλί; Κύριο μέλημα μου ήταν, να μην χαρίσω τίποτα άλλο πια. Γέννησα μέσα σ' ένα μήνα, υλικό μίας ολόκληρης ποιητικής συλλογής και εκατό νουβελών. Αχ οι νουβέλες, αυτά τα ενδιάμεσα θεριά, αρκετά πυκνά για να σε διαλύσουν, αρκετά σύντομα για να τ' αντέξεις σε μία γεμάτη νύχτα. Γιατί να μην χαρίσω με ρωτάς; Ας πούμε ότι είναι ο φόρος αυτός, επειδή σίγησες τη μουσική μου κι οι μούσες τώρα περιμένουν να βγάλουν άκρη με τις ασφαλιστικές σε μία καραμπόλα, αντί ν' απολαμβάνουν τη γιορτή. Σε τέτοια γραφειοκρατεία, πως να ανασάνει η ποίηση μωρέ;
Ο τρόπος: Köln Concert. Ο Κιθ Τζάρετ στις 24 Ιανουαρίου του 1975 κατάφερε από την αποτυχία να γεννήσει κάτι μυθικό. Μία νεαρή φοιτήτρια η Βέρα Μπράντες οργανώνει πρώτη φορά στη ζωή της ένα κονσέρτο. Λιγότεροι ατζέντηδες, περισσότερη τρέλα τότε, ο ήδη φτασμένος Κιθ δέχεται να παίξει. Φτάνει και βρίσκει ένα λάθος πιάνο. Κακοσυντηρημένο, μικρό, χωρίς όγκο στον ήχο. 'Αρρωστος κι άυπνος, βλέποντας το κακό πιάνο, αγριεύει και ζητάει να ακυρωθεί το live. Η Βέρα τον παρακαλεί σχεδόν στα γόνατα κι εκείνος εν τέλει δέχεται, αλλά ενημερώνει, να μην περιμένουν τίποτα σπουδαίο. Ξέρεις όμως πότε συμβαίνουν τα «μεγάλα»; Όταν δεν τα περιμένεις. Προσαρμόζεται λοιπόν στο άθλιο πιάνο, ανεβαίνει στα μεσαία και στα ψηλά γιατί τα μπάσα δεν ακούγονται, αλλάζει το στυλ του, παίζει μονότονα ριφάκια και κάνει κύκλους, για να καταφέρει να γεμίσει το τεράστιο Όπερα Χάους. Κι έτσι έπλασε το θαύμα.
Δεν ήταν κάτι προγραμματισμένο, ήταν ξέσπασμα, ήταν κάθαρση, επειδή εκείνη δε δέχτηκε το «όχι». Εκείνος αυτοσχεδίασε εξ' ολοκλήρου κι αντί για φιάσκο, άγγιξε τον ουρανό. Αν αφεθείς μέσα στην ασυμμετρία του, βρίσκεις τον μυστικό ρυθμό. Ένα ρολόι που σε πάει μόνο μπροστά. Βγαλμένο έτσι μέσα από την κόλαση, γίνεται ένας μουσικός παράδεισος, μία «σχολή» που μέχρι και σήμερα φωτίζει το πως να αυτοσχεδιάζεις με ψυχή κι όχι με εγωισμό. Έτσι το κονσέρτο της Κολωνίας θα μείνει ως το πιο διάσημο πιανιστικό live στην ιστορία της jazz, αλλά και ένα από τα καλύτερα σε πωλήσεις άλμπουμ όλων των εποχών. Τόσο ανεπιτήδευτο που σε ρουφάει. Σαν προσευχή δίχως λόγια.
Για εμένα -λυπάμαι μα δεν βρίσκω κανέναν λογοτεχνικό όρο να αποδώσει μαλακά κι αληθινά το επόμενο- η μεγαλύτερη καύλα είναι στους ασυναίσθητους ήχους που παράγει ο Κιθ καθώς παίζει. Μουρμουρητά κι αναστεναγμοί, όλα μη προσχεδιασμένα, αποτέλεσμα της βαθιάς συναισθηματικής του εμπλοκής με τη μουσική. Ο ίδιος είχε πει πως αυτές οι εκφράσεις, προέρχονται από το αίσθημα πληρότητας που βιώνει κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης, μία φυσική αντίδραση στην ένταση της στιγμής. Το σημείο που σηκώνει όλους τους ανέμους μέσα μου; Μέρος πρώτο 6' 28", ακούγονται δεκαπέντε καθαροί χτύποι, σαν την καρδιά μου όταν πεθαίνει από έρωτα, που σκίζει το σώμα, βγαίνει από το στόμα κι αγγίζει τον ουρανό. Δεν είναι τύμπανο στ'αλήθεια, μήτε η καρδιά μου είναι. Ένα προβληματικό πεντάλ ήταν, μία αδυναμία, ένα ελάττωμα, που αντί να τον αποθαρρύνει, το χρησιμοποίησε δημιουργικά, δυναμικά στο έργο του.
Γιατί στα λέω όλα αυτά; Πως; Από το Caro Diario, που δεν έχω ακόμα δει, αλλά νιώθω πια μία ανάγκη επιτακτική, να το βρω και να το δω και κάπου μέσα, ξέρω πως θα ζω... Πως τα μπλέκω όλα η μάγισσα ξανά μανά κι από το tazza d' oro και τις τσαχπίνικες ερωτικές αγγελίες in italiano, γεμίζει άξαφνα ο κόσμος ολάκερος όντως με ιταλικά και σουρεαλισμό, μουσική, μποφόρια κι ιστορίες τρομερές.
Αγαπημένο μου ημερολόγιο/ caro diario,
Ballerina Cappuccina, mi mi mi mi. È la moglie di Cappuccino Assassino. E ama la musica, la la la la! La sua passione è il Ballerino Lololo.
Υ.Γ. Αν θα σου χαρίσω κάποτε ξανά έργο; Δεν ξέρω... Ό,τι νιώσω, ό,τι με αφήσει ο Σουν Τζου. Θα πω μονάχα πως στη σίγαση, ένιωσα για λίγο πως δεν ήθελα να ακουμπάω τις λέξεις. Σα να κοίταζα τη θάλασσα, μα δεν ήμουν μέσα ή πάνω σε αυτή. Ήμουν σε έναν βράχο κι αγνάντευα. Η μουσική μου είχε κλείσει. Ο κόσμος μου συνέχιζε να μυρίζει νεραντζιές, μα λίγο σα να κρύωνα. Στεκόμουν γυμνή. Ένιωθα ωστόσο γεμάτη, αληθινή, φωτεινή. Κι αναστέναζα.
Υ.Υ.Γ. Μία φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα τραγούδι γραμμένο σε χαρτί. Ήταν κλεισμένο μέσα σε έναν γυάλινο κόσμο με πολύ καλή αδιαβροχοποίηση. Να μοιάζε το γυαλί σαν το μπουκάλι ρούμι τάχα, που σου γράφω παραπάνω; Όχι, κόσμος άλλος ήταν θαρρώ. Φοβόταν τη θάλασσα εκείνο το τραγουδάκι κι είχε πιστέψει πως είχε ανάγκη τα στεγανά, να μην βραχεί και λερωθεί. Τρόμαξε, είπε και ποιος τάχα φόβος να του το δημιούργησε αυτό, δε μάθαμε ποτέ. Ίσως και ψέμα να 'ταν, που ξέρεις; Ωστόσο, τι θλίψη... Η πλημμύρα είχε ξεκινήσει από μέσα, από τα μέσα του. Ήταν κι αυτό θάλασσα βλέπεις κι ας το είχε ξεχάσει και πνίγηκε. Αργά, βουβά, τάφος υγρός, απολύτως στεγανός, κοινωνικά αποδεκτός. Η θάλασσα; Τρόμαξε επίσης, αν και το έκρυβε καλά. Μα ήταν τραγούδι κι αυτή κι ας το είχε ξεχάσει ξανά. Θυμήθηκε και σώθηκε έτσι, χορεύοντας βαλς στ' ανοιχτά!