Σίγουρα θα έχετε ακούσει τη λαϊκή σοφία «το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι». Χαιρόμαστε λοιπόν και το χρησιμοποιούμε για να παινέψουμε την ταλαιπώρια ή τα γούστα μας. Νιώθουμε μία ταύτιση με το πουλί και την επιτυχία του. Αν όμως σκάψουμε λίγο τη σκέψη μας, τότε θα πρέπει να σας ανακοινώσω κυρίες και κύριοι ότι είστε σιχαμερά πλάσματα. Σκεφτήκατε πότε όλα αυτά τα πρωινά σκουλήκια που πιάστηκαν από το πουλί; Λογικό θα μου πείτε να είστε με το μέρος του δυνατού, πως αλλιώς θα επιβιώσετε;
Το σημερινό κείμενο είθε να αποτελέσει φόρο τιμής σε όλα εκείνα τα πρωινά σκουλήκια που χάθηκαν, από κάτι πρωινά πουλιά. Φόρο τιμής ακόμα σε όλα εκείνα τα μεσημεριανά, απογευματινά ή και βραδινά πουλιά, που μπορεί να μην έπιασαν το πρωινό σκουλήκι, αλλά έχει και μεσημεριανά κι απογευματινά και βραδινά σκουλήκια. Γεμάτος σκουλήκια ο τόπος, γεμάτη σκουλήκια η ζωή.
Η ειρωνεία δε, η υπέρτατη ειρωνεία, είναι πως όσα σκουλήκια κι αν φάει το πουλί, στο τέλος το πουλί θα φαγωθεί από το σκουλήκι.
Έτσι όμορφα ξεκινάει η σημερινή ημέρα, που επιτέλους άδειασα χρόνο για να γράψω λίγη από την ιστορία μου. Αυτή τη φορά μολονότι πέρασε πολύς καιρός, φρόντισα να κρατήσω σημειώσεις με όλα αυτά που ένιωσα ότι θέλω να μοιραστώ. Κάθε φορά που ένιωθα πως ήρθε η ώρα, πατούσα κάτι σαν παύση κι αντί να το αφήσω να ξεχυθεί από μέσα μου, αποφάσισα να το πετάξω σε ένα ντουλαπάκι να το ανοίξω αργότερα.
Η φάση είναι ότι έχω κάποιες οριακά ακατάληπτες σημειώσεις, από αυτές που είσαι τόσο σίγουρος όταν τις κρατάς ότι θα σε βοηθήσουν να θυμηθείς αυτό που θες, αλλά μετά από καιρό δε σε καταλαβαίνει ούτε ο ίδιος σου ο εαυτός... Πέρα από τις σημειώσεις, αυτή τη φορά έχω και μερικές διασκεδαστικές ηχογραφήσεις. Τα θέματα λοιπόν που με θυμήθηκαν, είναι τα εξής:
Αν κάποιος πλένει τα χέρια του συχνά (όχι το νορμάλ το συχνά, το «είμαι πολύ καθαρός δείτε με» συχνά ή το ψυχαναγκαστικό συχνά), είναι στην πραγματικότητα περισσότερο θωρακισμένος απέναντι στην απειλή των μικροβίων ή το γεγονός ότι δεν εκτίθεται τον κάνει έναν εύκολο στόχο, αφού καμία άμυνα δεν έχει χτίσει;
Έπειτα ήθελα να καταθέσω τον πιο σατανικό τρόπο που μπορείς να επικοινωνείς κρυφά με κάποιον άλλον. Κοινό μυστικό είναι πως όσους κωδικούς και να βάλεις, όσο και να θες να κρύψεις τη ζωή, δυσάρεστα νέα, τίποτα δεν κρύβεται, προσποιούμαστε πως δεν καταλαβαίνουμε (όλες οι πλευρές). Το γιατί ας βαρύνει τον εαυτό σας. Ωστόσο, υπάρχει ένας τρόπος οριακά άψογος, για να κρυφτείς τουλάχιστον από τους άλλους. Τον όποιο όταν τον έμαθα ενθουσιάστηκα τόσο, γιατί είναι ευφυής και ρομαντικός, κομμένος και ραμμένος στο σήμερα. Το ντουλαπάκι που έχωσα μέσα την πληροφορία, μου είπε όμως πολύ σοφά «στάσου ώπα, αυτό πρέπει να το πουλήσεις δεν μπορείς απλά να το χαρίσεις» και ίσως επίσης να μου είπε «στάσου ώπα, ποτέ δεν ξέρεις αν μπορεί κάποτε να το χρειαστείς, μην το θυσιάσεις». Οπότε, τώρα που σας έβαλα το διαόλι, θα σας αφήσω να βράσετε παρέα. Εναλλακτικά ρωτήστε με να σας ενημερώσω για την τιμή.
Εν συνεχεία ένιωσα κάπως πληγωμένη από τη ραπ φάση. Όσο ωραίο κι αν είναι ένα κομμάτι, θα έρθει κάποια στιγμή που θα ειπωθεί κάτι που δε θα μου ταιριάζει και θα χαλάσει την απόλαυση μου. Φαντάσου σκηνικό. Έχω στ' αυτιά μου τέρμα πορωτική κομματάρα και τρέχω. Δίνει πόνο ο στίχος, σου θυμίζει ποιος είσαι, από που ήρθες, που πας, που πατάς και τσουπ του αδειάζει το πακέτο από τα τσιγάρα στην ιστορία του. Ξενερώνω. Ούσα μη καπνίστρια υπάρχει ένα κενό στο παραμύθι που με απομακρύνει από τη μέγιστη ηδονή της απόλυτης ταύτισης. Ομοίως με το αλκόολ, τα ναρκωτικά κλπ. Ναι ναι ξέρω, σουπερ φλώρος δεν κάνω τίποτα από αυτά που πουλάνε. Δεν χωράω στους από δω γιατί είμαι πολύ αλήτισσα, δεν χωράω ούτε στους από ΄κει γιατί είμαι πολύ φλωρούμπα. Δούλευα στα μπαρς και τα ξενυχτάδικα, γέμιζα ποτήρια και κάτω από την μπάρα, έκρυβα το γάλα μου. Δε με νοιάζει καθόλου παρ΄ όλα αυτά που δε χωράω πουθενά, αλλά μεταξύ μας τον έχω έναν καημό. Έναν καημό να βγει ένα σκληρό στιχάκι που να είμαι ο λύκος της στέπας μεν, αλλά να πετάω τσαγιέρες με πράσινο τσάι γιασεμί κι όχι τζίνα και στουπί. Βασικά να μην πετάω τίποτα, είμαι πολύ ευγενική. Ένα κομματάκι ρε αδέρφια που το χόρτο να μην είναι ο βασιλιάς, αλλά οι άνθρωποι να φτιάχνονται τα ξημερώματα καθώς θα ανατέλλει ο ήλιος, με ένα λαχταριστό τσίζμπεργκερ ή λίγο Σοπενχάουερ. Που θα ξεδιψάνε με νερό κι όχι ξίδια, που δε θα τους φταίνε όλοι κι όλα.
Έπειτα, γράφω «ΔΕΗ του παραδείσου. Κλείσανε τα φώτα». Ωραία τα λέω, αλλά τι να ήθελα τάχα να πω; Δεν μπορώ καθόλου να ανακαλέσω τη στιγμή που έγραψα αυτή τη σημείωση. Κενό. Μπορώ σίγουρα να υποσχεθώ πως όταν θυμηθώ, θα γυρίσω και να παρακαλέσω αν κάποιος ήταν δίπλα μου και θυμάται, να με βοηθήσει.
Τέλος, οι ηχογραφήσεις. Τρεις. Στη μία είμαι σε μία συναυλία και θυμήθηκα το 141 και το 131. Είχα δύσκολη παιδική ηλικία και μεγάλη θαλπωρή έβρισκα στο τηλέφωνο. Μην έχοντας (θλιβερός ήχος από βιολί) ποιον να καλέσω, έπαιρνα το 141. Για τους νεότερους όταν καλούσες αυτόν τον αριθμό, υπήρχε στον αυτόματο μία κυρία που έλεγε την ώρα με τον εξής τρόπο: Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι έντεκα και είκοσι και σαράντα δευτερόλεπτα (μικρή ανάσα) ΜΠΙΙΙΙΙΙΠ. Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι έντεκα και είκοσι και πενήντα δευτερόλεπτα (μικρή ανάσα) ΜΠΙΠ. Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι έντεκα και είκοσι ένα ΑΚΡΙΒΩΣ (μικρή παύση) ΜΠΙΠ. Με αυτό το «ακριβώς» έμαθα πως να είμαι μία δυναμική γυναικάρα ακριβώς. Η κυρία 141 ήταν πάντα εκεί. Καλούσα και άλλοτε την άκουγα, άλλοτε τα λέγαμε μαζί, σα χορωδία. Ωραίο να υπάρχει και λίγη σταθερότητα σε αυτή τη ζωή, να υπάρχει πάντα κάποιος να καλέσεις κι αυτός πάντα ν' απαντά.
Με το 131 έχω άλλη ιστορία. Σε αυτόν τον αριθμό έμαθα να μην ξεχνώ να είμαι παιδί. Άτακτο και τολμηρό, απερίσκεπτο μα γεμάτο φοβερές ιστορίες στη βαλίτσα μου. Μαλακισμένο. Καλούσα κυρίως το 131 για να τους το κλείνω όταν μου απαντούσαν. Στα πολλά κέφια και πάντα από τηλεφωνικούς θαλάμους που δεν μπορούσαν να συσχετίσουν γρήγορα μαζί μου, καλούσα το 131 και με την παιδική φωνούλα μου, τους έλεγα πως τους έχω βάλει βόμβα. Συγγνώμη 131... Τις περισσότερες φορές δεν κατόρθωνα να ολοκληρώσω την πρόταση και όλες τις φορές γέλαγα καθώς το έλεγα. Οπότε ελπίζω πως δεν προκάλεσα μεγάλη αναστάτωση.
Στη δεύτερη ηχογράφηση, ακούγονται τα παιδιά. Εγώ λέω «η Περιμπανού, η Νεφέλη και η Περσεφόνη, αυτές που με μεγάλωσαν». Η αναφορά; Συνάντησα κάπου στην πρώτη δημοτικού μία δασκάλα, στη φύλαξη (παλαιότερος όρος για το ολοήμερο) η οποία μας έφερνε διάφορα τραγουδάκια να λέμε παρέα. Παραθέτω κάποιους στίχους από αυτά που τότε νόμιζα παιδικά τραγουδάκια:
«Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μένταΤώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
Και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Κοιμήσου Περσεφόνη
Στην αγκαλιά της γης
Στου κόσμου το μπαλκόνι
Ποτέ μην ξαναβγείς.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
Ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
Τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
Και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο»
Κι ήτανε δεκαπέντε χρονών
Έγραφε τ' όνομά της στον καθρέφτη τ' ουρανού
Μ' ενός πνιγμένου γλάρου φτερό
Μα της ζωής το κύμα το παράφορο
Σάρωσε βάρκες και κουπιά
Και στο μεγάλο κόσμο τον αδιάφορο
Ποιος τη θυμάται τώρα πια»
Της κλέψαν τ'άρωμα και το φοράνε
Κι οι έρωτες πετώντας σαϊτιές
Την περιγελούν
Μα ο καλός ο Διας
Της παίρνει το νερό της εφηβείας
Την κάνει σύννεφο και την σκορπά
Για να μην τη βρουν
Δυό μικροί αγγέλοι
Που στα ονειρά τους θέλαν την Νεφέλη
Να την ταΐζουνε ρόδι και μέλι
Να μη θυμάται να ξεχνάει τι θέλει
Την πλανέψανε
Το χρυσό κουρέλι
Που στα μαλλιά της φόραγε η Νεφέλη
Να ξεχωρίζει απ' όλους μες στ' αμπέλι
Ήρθανε δυο μικροί μικροί αγγέλοι
Και το κλέψανε»
Καυτή, εκρηκτική, γεμάτη αποκαλύψεις λοιπόν λίγο πριν το καλοκαίρι. Πουλί και σκουλήκι μαζί, σκουλήκι και πουλί, πάντα λύκος με αλλεργία στις αγέλες κι ενίοτε λιοντάρι σε μία ολοένα και σκληρότερη ζούγκλα. Η ώρα πέρασε και αφού ξαλάφρωσα, προβληματίζομαι τώρα για το αν θα ήταν φρόνιμο να σκάω σε μικρότερες δόσεις και να μην αφήνω τόσο πράμα να μαζεύεται, γιατί είναι και κάπως δυσβάστακτο το σαρωτικό. Μωρέ, μήπως να το γυρίσω σε podcast; Είναι βαριά τα γράμματα, είναι βαρύς ο πάπυρος οποία κι αν είναι η μορφή του. Είναι βαριά, είναι βαριά η ζωή... Με τις υγείες σας.
Υ.Γ. Πιπίτσα Παϊσιου
Υ.Υ.Γ. Στο διπλανό μου τραπέζι κάθεται μία παρέα από τρεις γιαγιάδες. Αφού έχω ολοκληρώσει το κείμενο κι ας πούμε ότι το ελέγχω, χτυπάει το κινητό του ενός κοριτσιού. Ώρα τόση μέχρι να το ακούσει, να το πάρει στο χέρι της, να το πάει μακριά να δει ποιος είναι, να αποφασίσει να μη το σηκώσει και να αρχίσει το κράξιμο με τις φίλες της, για τις εταιρείες τηλεφωνίας που είναι τόσο ενοχλητικές. Έτοιμοι για ανατριχίλα; Το κινητό της χτυπούσε με τη «Νεφέλη». Μέχρι να σιγουρευτώ ότι το ακούω όντως, σκέφτηκα για ακόμα μία φορά ότι δεν είμαι καλά. Αλλά ακουγόταν πράγματι, ναι, ήταν αυτό... Πες μου, πόσες πιθανότητες; Μαγεία! Κι όσο έγραφα το κείμενο σκεφτόμουν πως δεν έχει ταιριάξει κάτι σήμερα. Τραγουδάει βέβαια ο μάγειρας πίσω μου σαν καναρίνι κάτι ρεμπέτικα, αλλά καμία σχέση με τα παραπάνω. Ουάου.