Δε θα πιστέψεις τι σκεφτόμουν! Σκεφτόμουν τ' αρνίτσι μπίτσι. Τ' αρνάκι εκείνο που άνοιγε στην γριούλα, που την έλεγε «μανούλα», μόνο όταν εκείνη του έλεγε το συνθηματικό τους; Επειδή θέλω να είστε μέσα σε όλα και επειδή ίσως έχετε χάσει τ' ανθολόγια σας (γιατί κάπου εκεί θαρρώ πρωτοσυνάντησα τ' αρνίτσι μπίτσι, ή στην πρώτη ή στην δευτέρα δημοτικού, στο κίτρινο ή στο γκριζοπράσινο ανθολόγιο) απόψε με χαρά, θα μοιραστώ μαζί σας το μυστικό.
«Αρνίτσι-μπίτσι έλ' άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου 'φερα,
να φας, να πιείς, να κοιμηθείς
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»
Καμία πρόθεση δεν είχα με τα παραπάνω να δημιουργήσω κάποια ταραχή στις σκέψεις σας, δημιουργώντας άλλες σκέψεις του τύπου:
1. Το αρνάκι είχε λεπτή φωνή;
2. Η γριούλα φόραγε τσεμπέρι κι αν ναι, τι χρώμα;
3. Στο σχολείο το αρνίτσι μπίτσι ήταν αποδεκτό από τους συμμαθητές του;
4. Το καλάθι με ποιο από τα τέσσερά του άκρα το κρατούσε
3. Το 3 δεν μοιάζει με ένα 8 που το φώτισε κάποιος πολύ από μπροστά;
6. Το μπίτσι του αρνίτσι, να 'ναι τάχα beachy ή μήπως είναι bitchy;
7. Μην τάχα το αρνί τώρα, έγινε στα μάτια σας γαλάζιο με κυματιστό μαλλί και καφετί της άμμου ανταύγειες , φοράει γυαλιά ηλίου με πορτοκαλί σκελετό και είναι αρκετά αυταρχικό;
8. Που χάθηκε το 5;
9.
10. Στο δρόμο προχώρησα δίπλα σε έναν σκύλο θηλυκό, που άκουσα πως τον έλεγαν Χαρούλα και όλοι οι αρσενικοί σκύλοι της περιοχής την θέλουν για αναπαραγωγή. Μπορείς ξεκάθαρα να φανταστείς πως είναι εμφανισιακά η Χαρούλα.
11. Ο Κρητικός πλέον έχει γίνει πέρασμα. Μία μέρα κατανάλωσα σε πολύ λίγη ώρα τέσσερις καφέδες. στο όρθιο. Το πρωί είχα διαβάσει για τον ριστρέτο και έχοντας πρόσφατα μάθει ότι ο τύπος είναι μαζί με τη γυναίκα του ανάμεσα στους επτά καλύτερους καφέδες της χώρας, θεώρησα σοφό να γνωριστώ εκεί με τον ριστρέτο. Έτσι, εγώ που δεν έπινα καφέ, έφτασα να ζητάω αυστηρούς καφέδες και να ψάχνω σε αυτούς νότες ψωμιού.
Ένα εκατομμύριο μέρες αργότερα θα συνεχίσω μήπως ολοκληρώσω αυτό που ήθελα να πω. Η γυναίκα του Κρητικού τη μέρα γνωριμίας με τον ριστρέτο είχε γενέθλια. Είχε καθίσει ο φίλος και επιλέξει με το χέρι κάποιους ξεχωριστούς κόκκους καφέ για να βγάλει ένα φλιτζάνι με το μαγικό για εκείνους υγρό που ήξερε ότι θα της άρεσε πολύ και θα την έκανε ευτυχισμένη. Έτσι θα πρέπει να είναι τα παραμύθια ε;
Είναι πολλές φορές οι στιγμές που θέλω να γράψω και πολλές φορές που το αφήνω για αργότερα κι έπειτα με αφήνει κι αυτό. Έχει λοιπόν χαθεί η μαγεία. Η μαγεία που ένιωσα χθες όταν στον γνωστό σταθμό άκουσα έναν πεζογράφο να συζητάει με τον παρουσιαστή για τη γοητεία που έχει η έμμεση αναφορά. Πως το έμμεσο μπορεί να το πάρει ο καθένας και να το ντύσει όπως θέλει. Πως το «πεπόνι λέω, πεπόνι δείχνω» εύκολα ξεχνιέται, εύκολα μασιέται. Εύκολα μασιέται, εύκολα ξεχνιέται. Εύκολα μασιέται.
Τα δόντια μου ξύπνησαν μερικές ώρες πριν και χασμουριούνται αναζητώντας ίσως κάποιο κόκαλο. Ένα κόκαλο που πρέπει να τα σφίξω και να το γεννήσω εγώ.