20210214

click in soap

 Αρνούμαι να πληρώσω τους λογαριασμούς. Ήμουν ως τώρα πάντα, σχετικά συνεπής. Με έχει πιάσει όμως μία φοβερή άρνηση να μπω στη διαδικασία πληρωμών που υποθέτω σχετίζεται με τη δεύτερη καραντίνα και την καταστροφή του ρυθμού. Έχω χάσει τις μέρες και μαζί με αυτές, τη συνέπεια μου στο τέρας του κράτους... Δεν έχω χάσει όμως κανένα ραντεβού με το τέρας του μυαλού μου. Συμβαίνει άραγε και σε εσάς να μην υπάρχει κενό; Δεν μπορώ να εντοπίσω στιγμή, που να μην σκέφτομαι τίποτα. Ακόμα κι αν σταθώ στην άκρη κάποιας θάλασσας και θαυμάζω την απόλυτη ομορφιά της, το μυαλό μου τρέχει. Μα, θα σκέφτομαι το αλάτι ή την χρωματική παλέτα ή ακόμα χειρότερα τι είχα και τι χάλασα, γιατί το «χάλασα» κρύβει μέσα του τη «θάλασσα» και τι τέλειο κομμάτι θα γινόταν αυτό για την μπάντα μου, τη νεότερη, τα «ίδια κουνουπίδια» ή οποία είναι σαν το Άγιο Βασίλη, υπάρχει, μα δεν υπάρχει πραγματικά. Θυμώνω γι' αυτό που και που κι έπειτα θυμώνω γιατί θύμωσα... 

 Ομοίως τις προάλλες το πρωί πρωί ενώ οδηγούσα το Ροσινάντε, σκεφτόμουν έντονα τη λέξη «αντικομφορμισμός». Πήγαινα για φυσικοθεραπεία και την ώρα που δεχόμουν τη μέγιστη ποσότητα ρεύματος εις τους μείζονες γλουτιαίους μύες δαγκώνοντας τη γλώσσα για να κάνω χαϊ σκορ και να νικήσει ο άνθρωπος τη μηχανή, είπα τη λέξη «παγαποντία» κι αφού χύθηκε από τα χείλη μου, κοίταξα τη φυσικοθεραπεύτρια με το ίδιο τρομαγμένο βλέμμα που με κοιτούσε εκείνη! Έτσι ξεκινάνε οι μέρες με ενδιαφέρον, όταν βρέχουν το μυαλό σου άκυρες εντελώς λέξεις που κάνουν τους άλλους, ακόμα και εσένα να αναρωτιέσαι, «μα πως σκατά βρέθηκες εσύ στο κεφάλι μου». 

 Εκείνη τη μέρα άφησα το μηχανάκι και συνέχισα με τα πόδια την πορεία μου προς το κέντρο της πόλης για άσκηση και κοινωνικοποίηση. Στο Σύνταγμα είχα ραντεβού με δύο φίλες και το σχέδιο ήταν να πάμε να ανταλλάξουμε λεφτά με καφεΐνη σε έναν ωραίο Κρητικό τυπάκο που ανακαλύψαν πρόσφατα. Συναντηθήκαμε έξω από γνωστό πολυκατάστημα και πως το έφερε η κουβέντα ότι σκέφτομαι να αγοράσω το γνωστό πορτοκαλί βιβλίο αυτοβελτίωσης. Η αγορά έπρεπε κυρίως να γίνει για να διαπιστώσω αν θα μπορούσα εγώ να έχω γράψει αυτό το βιβλίο, καθώς πάγια τακτική στα εντός και εκτός έδρας παιγνίδια μου είναι να μην δίνω a fuck και ναι, είναι όντως τέχνη. Με την αυτοβελτίωση εν γένει δεν τα πάω καλά. Όχι ότι δεν πιστεύω στην βελτίωση πόσο μάλλον στην αυτό, αλλά τα βιβλία αυτά μου μοιάζουν μασημένη τροφή. Σαν προπονητές κατώτατης ερασιτεχνικής κατηγορίας οι οποίοι βαπτίστηκαν μόνο από την εμπειρία και γκαρίζουν στους παίκτες τους πορτοκαλί γενικολογίες, φροντίζοντας έτσι η ομάδα να παραμένει στον πάτο φορέβα. 

 Όπως θα ξέρετε, δεν μπορούσες απλά να μπεις στο κατάστημα και να σουλατσάρεις, εκείνες τις μέρες έπρεπε να κλείσεις ραντεβού και είχες μισή ώρα μόνο για σουλάτσο. Μέθοδος: click in shop. Πρώτη φορά που χρησιμοποίησα αυτό το σύστημα. Εντυπωσιακό. Στον όροφο ήμασταν σχεδόν μόνες. Μόνες σε περίοδο εκπτώσεων, σε πολυκατάστημα στο καρακέντρο της πόλης. Απολάμβανα λοιπόν την ηρεμία και ενώ κρατούσα στα χέρια μου το πορτοκαλί βιβλίο με οριακά λιγότερες ενοχές και ντροπή από το να κρατούσα βιβλίο της Χρυσηιδούλας (ναι, σνομπάρω και ντροπή μου γιατί αφενός δεν έχω καταπιαστεί με το έργο της, αφετέρου τουλάχιστον η Χρυσηίδα έχει βρει εκδότη) έτρεξα αλαφιασμένη να βρω για ακόμα μία φορά την «πτώση» μου. Αυτή την «πτώση» την έχω αγοράσει κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές και κάθε φορά κάπου τη δωρίζω να μοιραστώ και με άλλους τον θησαυρό. Δε θυμάμαι τι έγινε η πρώτη, η υπέρλαμπρη, το δώρο, μα αν κάποιος θυμηθεί που την εμπιστεύτηκα και δε μου έχει γυρίσει ακόμα, παρακαλώ ας με βοηθήσει. 

Τα έκανα έτσι και τα δύο δικά μου. Το ένα έχοντας ως σκοπό να το κατακτήσω ώστε να μπορώ να το απομυθοποιήσω στα μάτια των άλλων, το άλλο να το διαβάσω για τρίτη ή τέταρτη φορά(;) και να σιγουρευτώ ότι είναι στην κορυφή μου ακόμα. Με εξέπληξε όταν το πορτοκαλί έκανε αναφορά στον Αλμπέρ. Σα μνηστήρας που για να κερδίσει προσοχή, έχει κάνει μία σχετικά σύντομη έρευνα για τα γούστα σου και σου πετάει όσα θες να ακούσεις. Σκέφτηκα στιγμιαία «μωρέ λες;»

 Έτσι όπως πολύ σκέφτομαι λοιπόν, από την αυτοβοήθεια, στην πτώση, απόψε τις πρώτες απογευματινές ώρες κι ενώ σαπούνιζα κάτι πιάτα, με προβλημάτισε ένας τύπος που ήταν στο κεφάλι μου (μα πως σκατά βρέθηκε εκεί;). Απευθυνόταν σε κάποιον, δε φαινόταν ποιος κι η συζήτηση εξελισσόταν σε ένα τραπέζι σε κάποια αυλίτσα. Η αλήθεια είναι ότι δε φαινόταν καλά ούτε το πρόσωπό του, αλλά σίγουρα έπαιζε με ένα κομπολογάκι, μύριζε πράσινο σαπούνι, είχε μουστάκι και σίγουρα φορούσε φανελάκι λευκό με τιράντες. Έλεγε λοιπόν στον συνομιλητή του με τη σιγουριά και τη μελωδικότητα που έχει στη φωνή κάποιος που σπούδασε τη ζωή,  «από τότε που βγήκε η συγγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο» κι αμέσως γεννήθηκε ένα τεράστιο ερώτημα στο μυαλό μου. Πότε άραγε να βγήκε η «συγγνώμη»; Πως ο τύπος με τόση σιγουριά μεταφέρει ότι το «φιλότιμο» προϋπήρχε της «συγγνώμης»; Κουλ, θα μου πεις. Μην τα παίρνεις κι εσύ ρε παιδάκι μου όλα τόσο σοβαρά κι απόλυτα, μια κουβέντα είπε ο άνθρωπος. Μην υ π ε ρ α ν α λ ύ ε ι ς. 

 Αμέσως το Φιλότιμο πήρε μορφή. Ένα παλικάρι, προς το ξανθό, με φανελάκι κι αυτό λευκό σαν του προφέσορα, να μοσχομυρίζει στη γειτονιά καθώς περνάει πράσινο σαπούνι και η γειτονιά που μένει να έχει σπίτια χαμηλά και να είναι φτωχική, μα οι άνθρωποι εκεί να έχουνε πάντα γιορτή. Μισό λεπτό, όλα είναι ασπρόμαυρα. Κλακέτα, γράφουμε. Μία μέρα λοιπόν, τσουπ, κατεβαίνει από μία αμαξάρα στη γειτονιά η Συγγνώμη. Εννοείται έχει σοφέρ. Βγήκε από τα μέρη της μία βόλτα-κοινωνικό πείραμα, να χαζέψει τη φάση. Πως τρέχουν οι άνθρωποι στους ζωολογικούς κήπους να παρατηρήσουν τάχα τ' άλλα είδη. Φτωχοί μου άνθρωποι, να ξέρατε πως εσείς είστε που σας χαζεύουν τα ζώα... Το Φιλότιμο, μεγαλύτερο σε ηλικία από τη Συγγνώμη, μη φανταστείτε πολλά χρόνια, περνάει εκείνη τη στιγμή μπροστά της. Εν τάχει ερωτεύονται και το Φιλότιμο χάθηκε. Τέλος. Φίκος Φιλμς. 

 Φυσικά και δε θα σας δώσω μασημένο το τέλος. Τι είμαι; Βιβλίο αυτοβοήθειας; Προπονήτρια ερασιτεχνικής ομάδας τελευταίας κατηγορίας; Ωσάν μία ταινία με υψηλό νόημα, που διεκδικεί κι εν τέλει κατακτά πολλά βραβεία, σιγά μην κάτσω να ολοκληρώσω το σενάριο. Το τέλος αγαπητοί έγκειται στις δικές σας φαντασιώσεις. Το τέλος ξεψυχά για την τέχνη. Άλλωστε η σαπουνάδα ολοκληρώθηκε, ο κύριος με το μουστάκι έπαιξε μία τελευταία κομπολογιά μαγκιόρικα, έκλεισε το μάτι και χάθηκε. Μισό λεπτό, τι είχα αρχίσει να σας λέω; 

Υ.Γ. Λίγο αργότερα το ίδιο απόγευμα με τη σαπουνάδα:

       _ Μαμάμα που είναι ο Τάκης; Τάακη; Τάαααακη; 

       _ Έλα ντε; Ξέρεις πόσα χρόνια τον ψάχνω. 

       _Τάαααακη; Που είσαι Τάακη; Έλα να με σώσεις! 

       _ Αχ αγάπη μου, αν αλήθεια πιστέψεις ότι ο Τάκης θα σε σώσει, χάθηκες! 

       _Τάαααακη; 

Υ.Υ.Γ Στο επόμενο ποστ, υπόσχομαι να ανεβάσω το σπουδαιότερο πτυχίο μου.